Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Iστορίες απ'την καθημερινότητα: 9η Ιστορία "Τα παράδοξα της Κίρχοφ"


"Τα παράδοξα της Κίρχοφ"

Εντάξει όπως και να το κάνεις κάθε άνθρωπος έχει τα στραβά του. Τα πάνω του θες τα κάτω του θες, τα ζερβά του, τα κουλά του. Και αυτά σε συνδυασμό με τις ελαττωματάρες, που ο καθένας μας σέρνει και από μια οκά από δαύτες στην πλάτη του, έχουν την τάση να αυξάνονται και να πληθύνονται με ρυθμούς ανάποδους απ’ότι η καλοσύνη των ανθρώπων: πολλαπλασιάζονται δηλαδή στο επ’άπειρο σε χρόνο dt, διαιρώντας στο ποτέ και στο καθόλου τα μικρο-προτερηματάκια που μπορεί να έχεις ως άνθρωπος. Τα παράδοξα που ακολουθούν φιγουράρουν ως άλλες μοντέλες της πασαρέλας, με ύφος «είμαι η ωραιότερη και η πιο χαζή καρατσεκαρισμένο, ψηφίστε με», για τα μάτια σας μόνο!!

Παράδοξο νούμερο 1: Οι γέφυρες
            Κάθε κανονικός άνθρωπος όταν θέλει να δώσει ή να λάβει οδηγίες στο δρόμο αντιλαμβάνεται το πρόβλημα των γεφυρών ως εξής: Εγώ που είμαι στο αυτοκίνητό μου και πρέπει να περάσω πάνω απ’τη γέφυρα σημαίνει πως θα ανηφορίσω λιγάκι, πως κάποια στιγμή στο διάβα μου θα πατάω μια γέφυρα, πως θα βρίσκομαι κάπου ψηλότερα τέλος πάντων. Ωραία; Ωραία, λες εσύ γιατί είσαι ένας κανονικός άνθρωπος. Βρε μανάρια μου, βρε πουλάκια μου, βρε γλυκά μου παιδάκια πείτε μου τώρα μεταξύ μας το σωστό, το λογικό, το κανονικό (τι λέω!) δεν είναι να ορίζουμε την κίνησή μας βάσει του σταθερού σημείου; Ας εξηγηθώ. Το σταθερό σημείο είναι η γέφυρα. Και το κινητό σημείο είμαστε εμείς. Γιατί εμείς μπορούμε να κάνουμε και τούμπες, αλλά η γέφυρα θα παραμένει στο ίδιο σημείο. Όμορφα. Άρα, το πάνω γέφυρα σημαίνει ότι η γέφυρα θα βρίσκεται από πάνω μας και το κάτω γέφυρα ότι η γέφυρα θα βρίσκεται από κάτω μας, άρα θα την πατάμε. Σας μπερδέψα, το ξέρω το κατανοώ, αλλά προσέξτε το συλλογισμό μου. Γιατί τα πράγματα θα πρέπει να είναι ανθρωποκεντρικά; Να ορίζονται οι γέφυρες, θεέ, ανάλογα με τον άνθρωπο. Μα οι γέφυρες θα βρίσκονται εκεί ακόμα και όταν πεθάνουν οι άνθρωποι. Άρα οι γέφυρες θα ζήσουν περισσότερο από εμάς, άρα αυτές ορίζουν το πώς θα κινηθούμε.
           Είναι ολόκληρη φιλοσοφία παιδί μου, όχι ψέματα. Δεν είναι έτσι απλό εσύ νομίζεις άντε μπαμ είπαμε ένα πάνω – κάτω απ’τη γέφυρα και κάτι κάναμε. Θέλει προσοχή το πράγμα, θέλει μελέτη. Και επανέρχομαι: το ζητούμενο δεν είναι πού θα βρίσκεσαι εσύ σε σχέση με τη γέφυρα. Αλλά πού θα βρίσκεται η γέφυρα (το σταθερό σημείο) σε σχέση με τη δική σου κίνηση (που ορίζει μια υποκειμενικότητα ρε παιδάκι μου, γιατί σ’αυτή τη ζωή αυτά που θα πρέπει να κρατάμε είναι τα σταθερά πράγματα στη ζωή μας και βάσει αυτών να κανονίζουν και οι υπόλοιποι ασταθείς τη ζωή τους). Άρα λοιπόν συμπέρασμα κάθε φορά που ένας άνθρωπος προσπαθεί να μου δώσει εξηγήσεις στο δρόμο και οι οδηγίες αυτές περιλαμβάνουν και ανεβοκατεβάσματα γεφυρών, η Κίρχοφ έχει το αιώνιο πρόβλημα. Μη μου λες πάνω απ’τη γέφυρα ή κάτω απ’τη γέφυρα. Πες μου πού θα βρίσκεται η γέφυρα σε σχέση με μένα!! Μπας και συνεννοηθούμε. Άρα το πάνω γέφυρα το δικό σας που το μεταφράζετε ως «την πατάω τη γέφυρα είμαι από πάνω της» και το κάτω γέφυρα το δικό σας που είναι «την περνάω από κάτω τη γέφυρα» (καλά τα είπα;), εμένα μπορεί να μου προκαλέσει έναν ανελέητο πονοκέφαλο και να με κάνετε και να χαθώ!! Για μένα τα πράγματα είναι απλά πάνω γέφυρα σημαίνει «ότι η γέφυρα είναι από πάνω μου, στο κεφάλι μου» και κάτω γέφυρα σημαίνει «ότι τη γέφυρα την πατάω, την έχω στα πόδια μου».

υ.γ. Εντάξει το ξέρω ότι δεν έπεισα κανέναν σας, ίσως μόνο λίγο τη δόλια μάνα μου που κάθε φορά που βρισκόμαστε μαζί στο αυτοκίνητο και έχουμε να περάσουμε γέφυρες και αρχικά μου λέει πώς να πάμε με το δικό σας τρόπο, την κοιτάω καλά καλά και την ρωτάω «δηλαδή η γέφυρα πού πρέπει να είναι για να πηγαίνουμε σωστά;" και μου απαντάει και συνεννοούμαστε!

υ.γ. 2 Μπορείτε άνετα να αναρωτηθείτε «μα καλά η γκόμενα πάει καθόλου καλά; Έχει ολόκληρη φιλοσοφία ζωής ακόμα και για τις γέφυρες;», για να σας απαντήσω πως δεν πάω καθόλου καλά, καρατσεκαρισμένο επίσης.

Παράδοξο νούμερο 2: Η αμφιχειρία
             Κάθε κανονικός άνθρωπος χρησιμοποιεί το ένα του χέρι περισσότερο από το άλλο. Οι δεξιόχειρες το δεξί, οι αριστερόχειρες το αριστερό και άντε να υπάρχουν και μερικοί που δε νιώθουν τόσο κουλοί με το χέρι που δε γράφουν. Αυτές είναι οι 3 κατηγορίες κανονικών ανθρώπων που έχει γνωρίσει αυτός ο κόσμος. Η 4η κατηγορία- μια κατηγορία από μόνη της είναι η Κίρχοφ. Να πω ότι είμαι δεξιόχειρας; Ψέμα θα ‘ναι. Να πω αριστερόχειρας; Ψέμα επίσης.
            Πάρε για παράδειγμα τι γίνεται στα τραπέζια που πηγαίνουμε και τρώμε. Αν δεν είναι επίσημα τα πράγματα οι δεξιόχειρες κρατάνε και πιρούνι και μαχαίρι με το δεξί (το βλέπεις εκεί που τρώνε που τα στοιβάζουν και τα 2 απ’τη μια μεριά) και οι καημένοι οι αριστερόχειρες έχοντας μάθει να στρώνε σωστά οι περισσότεροι κρατάνε το πιρούνι με το αριστερό και κόβουν με το δεξί. Η κατηγορία της τρελής, την οποία επάξια εκπροσωπώ με περισσή χαρά, κρατάει και το μαχαίρι και το πιρούνι με το αριστερό. Για να είμαι πιο σαφής, κρατάω το πιρούνι με το δεξί για να κόψω με το μαχαίρι στο αριστερό χέρι και μόλις κόψω, δίνω το πιρούνι στο αριστερό χέρι για να φάω κιόλας. Το αυτό συμβαίνει και με το κουτάλι, που ακόμα και το savoir vivre λέει ότι θα πρέπει να το κρατάμε στο δεξί, εγώ κι αυτό στο αριστερό.
            Θα μου πουν μερικοί, 24 έφτασες κοπέλα μου δεν έμαθες ακόμα να τρως σωστά; Ας εξηγηθώ λοιπόν. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησα, δεν είναι ότι δε θέλω. Πάρε για παράδειγμα πριν κάτι χρόνια που βρισκόμασταν σε κάτι βαφτίσια είχα πάει μετά στο τσιμπούσι, επισημότητες κι έτσι, εκεί ακόμα και οι δεξιόχειρες ταλαιπωρούνταν οι άνθρωποι να κρατάνε το πιρούνι με το αριστερό, κάνανε να φάνε μια μπουκιά μισό αιώνα και λέω εγώ εντάξει μεγάλη κοπέλα είμαι πια ας φάω κι εγώ σωστά σαν άνθρωπος, ένεκα της επισημότητας του τραπεζίου δηλαδή. Έρχεται το λαχταριστό μπιφτέκι, εγώ κυρία δεν πέφτω με τα μούτρα, διατηρώ το επίπεδο, τα γέλια ήταν σε μορφή μικρού χαχανητού, ξέρεις με κλειστό το στόμα μη φαίνεται και το ρύζι που κόλλησε ανάμεσα στα δόντια, ούτε να σ’ακούει και το διπλανό τετράγωνο να έχεις χεστεί στο χάχανο, καταλαβαίνεις τώρα κομψότητα στο φουλ. Τι να κάνει και η δικιά σου κρατάει το μαχαίρι με το δεξί και να φιλοδοξεί να κόψει το μπιφτέκι, ώσπου ναι κυρίες και κύριοι έγινε ακριβώς αυτό που φαντάζεστε!! Εκτοξεύτηκε ο ομαδοποιημένος κιμάς εκτός του πιάτου μου, φαρδύς πλατύς στο τραπεζομάντιλο, με ηχητική υπόκρουση ήχο τσιριχτό και ανατριχιαστικό σαν αυτό που κάνει το μαχαίρι όταν έρχεται σύριζα με πορσελάνη, αι κυρίαι έντρομες κοίταξαν να δουν ποιανής έσπασε το νύχι, ώσπου είδαν την μπιφτεκάρα μου φαρδιά πλατιά να κείτεται στο άσπρο πάνλευκο τραπεζομάντιλο, μη έχοντας ακόμα φαγωθεί, άθικτο όπως το έπλασε η μάνα του. Θρήνος και οδυρμός.

υ.γ. Το ξέρω ότι καίγεστε να σας πω τη συνέχεια με το μπιφτέκι, εντάξει εγώ κυρία χαζοχαμογέλασα, γράπωσα με το πιρούνι, κρατώντας το στο αριστερό χέρι πάντα, το μπιφτέκι, το οποίο και ξαναπροσγείωσα στο πιάτο μου και αποφάσισα ότι καλύτερα να φάω ζερβά, αριστερά το πιρούνι, αριστερά το μαχαίρι, αλλά τουλάχιστον αναίμακτα, παρά να ακουστούμε στο άπαν σύμπαν και στο τέλος να μη φάμε κιόλα αυτό που το πας;

υ.γ. 2 Το αυτό παράξενο μου συμβαίνει επίσης με τα παλαμάκια που τα βαράω με το αριστερό χέρι, γιατί αν τα βαρέσω με το δεξί θα είμαι σαν καρτούν που του φεύγουν τα χέρια, με το ποδήλατο επίσης που δεν υπάρχει ουδεμία πιθανότητα στο εκατομμύριο αν κρατήσω το τιμόνι μόνο το δεξί χέρι να μη στουκάρω στο πρώτο δευτερόλεπτο (ενώ με το αριστερό μόνο σε πάω διαδρομές ως τη Χαβάη με μία ρόδα), με το αυτοκίνητο που γίνεται το μάλε βράσε όταν θέλω να φάω μια τυρόπιτα, μια μπανάνα, κάτι βρε αδερφέ, όπου εύχομαι να είχε 4 αριστερά χέρια, με το 1 να κρατάω το τιμόνι, με το άλλο να αλλάζω τις ταχύτητες, με το 3ο να κρατάω το φαί και με το 4ο να σκουπίζομαι κιόλας. Αλλά ένεκα που η φύση τα έπλασε έτσι τι να κάνεις; Και πώς να φάω μου λες; Που το τιμόνι άμα το κρατήσω με το δεξί θα προκαλέσω καραμπόλα. Άρα το τιμόνι με το αριστερό και το φαί με το δεξί. Που το δεξί δε βρίσκει το δρόμο για το στόμα με καμία κυβέρνηση, αλλά λέμε. Και οι ταχύτητες; Που είναι κι αυτές στο δεξί χέρι; Σκότωμα σου λέω σκότωμα. Ταχυδακτυλουργικά κάνω κάθε φορά για μια μπουκιά.

υ.γ. 3 Γράφω με το δεξί.

Ηθικό δίδαγμα: Κάθε φορά που έγραφα ξεκίναγα με το «ένας κανονικός άνθρωπος». Συμπέρασμα: υπάρχουν και άνθρωποι που δεν είναι κανονικοί.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Επέτοιοι


Το μόνο που με λυπεί είναι η απουσία σου.
Η ασυγκράτητη ορμή σου να αποδιώχνεσαι από το χειροπιαστό. Η αέναη μεταφορά σου στο άπειρο,δίπλα σ'αυτές τις κόκκινες παπαρούνες, διασπώμενος.

Το μόνο που με λυπεί είναι ο αργόσυρτος ήχος.
Αυτός που σέρνει τα παπούτσια σου από την κρεβατοκάμαρα στην κουζίνα και ξανά πίσω, μόνο και μόνο για να ξεδιψάσει την περιέργειά μου με λίγο τρεχούμενο νερό βρύσης. Και μετά να με αναιρέσει πάλι για την παραίσθησή μου.

Το μόνο που με λυπεί είναι η αγκαλιά σου που δεν άγγιξα.
Σαν ήρθα τα χαρμόσυνα νέα να σου πω. Αυτά που σαν τα άκουσες, δάκρυσες. Και είδα από τα μάτια σου να τρέχουν ποτάμια δάκρυα τα υπερήφανα συναισθήματά σου.

Το μόνο που με λυπεί είναι η χαρά που δεν προσέφερα.
Όσο απλόχερα ήθελα και αισθάνθηκα. Όσο ατελείωτη και αξεδίψαστη υπερπαραχέται από μένα. Όσο βαθέως εξιλεωτικά και δίχως σύνορα διαμοιράστηκε και διασκορπίστηκε για να πιάσει κάθε κομμάτι σου που περικυκλώνει τον κήπο μου και που δίνει στα λουλούδια μου τη μυρωδιά σου.

Το μόνο που με λυπεί είναι του πλήθους η μάζωξη.
Που δεν άφησαν μια καρέκλα αδειανή για να καθίσει το αίμα σου να με χειροκροτήσει όπως θα ήθελες.

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Εσύ


Εσύ. Τα μάτια σου είναι ένας ουρανός με αστέρια που κάθε τόσο πέφτει και ένα και πάντα κάνω μια ευχή: να βλέπω κι άλλα αστέρια να πέφτουν. Χάνομαι στο απροσδιόριστο των ματιών σου. Είναι άραγε ανθισμένη άνοιξη τα μάτια σου ή έχουν ακόμα το φως του ήλιου μετά τη βροχή και εγώ τα κοιτάζω μέσα από την ομίχλη;

Εσύ. Τα χείλη σου δάγκωσαν χθες ένα κομμάτι κόκκινο μήλο: προπατορικό το άμαρτημα των λαβωμένων χειλιών σου. Κάποιος ζωγράφος με συμμετρία άγγιζε με το δάχτυλό του νύχτες ολόκληρες το κύλο του χαμόγελού σου και αποτύπωσε με το αίμα του το πιο έντονο συναίσθημα: να χαμογελάς μπροστά στις δυσκολίες.

Εσύ. Οι επιτονισμένες λέξεις σα στρογγυλοί φθόγγοι ρέουν αργά από τη γλώσσα σου. Μέσα στη φωνή σου αγάπησα τον κόσμο: αυτόν που σε δημιούργησε κι αυτόν που δημιούργησες. Αν μπορούσα να διαλέξω ένα θάνατο θα ήταν αυτός: να ακούω τη φωνή σου να με κοιμίζει στην αιωνιότητα. Ήρεμα να πορευτεί κανείς προς το άπιαστο.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 8η Ιστορία: Back to black


Back   to   black
Οι φίλοι είναι η οικογένεια που φτιάχνεις, λέει ένα σοφό ρητό και θα έρθω να συμφωνήσω όσο δεν πάει. Σαν κλασική Υδροχόος (εκτός από πολλαπλές ψυχώσεις και εμμονικά παραληρήματα) με διαπνέει επάξια και μια ιδιαίτερη αδυναμία στους φίλους, μεγαλύτερη και από γκόμενους δεν το συζητώ. Άλλωστε, το εγκεφαλικό σεξ που μπορείς να απολαύσεις με τους φίλους σου (ανεξαρτήτως φύλου, εμφάνισης και λοιπών προδιαγραφών που διπλοτσεκάρεις, μην πω και τριπλοτσεκάρεις στο σωματικό σεξ) ίσως να μην ηδονίζει περισσότερο (σόρρυ που σας το χαλάω guys είμαι άνθρωπος του σώματος, όχι του πνεύματος) αλλά σίγουρα σε δένει περισσότερο με τον άλλον. Γιατί όπως και να το κάνεις βρε αδερφέ, ένα πήδουλο μπορείς να τον ρίξεις με τον οποιονδήποτε (αρκεί να είναι κούκλος) αυτό δε σημαίνει ότι μετά θα κάτσεις να πεις και τα σώψυχά σου, ούτε να κλαις στον ώμο του για το γκόμενο που σε παράτησε, ούτε να κάνετε μαζί αναλύσεις επί αναλύσεων μέχρι να καταλήξετε στο μόνο συμπέρασμα που σε αυτές τις περιπτώσεις είναι και η μόνη αλήθεια «δε σε θέλει, ξεκόλλα», ούτε να γελάτε με ατάκες από ξεχασμένα σίριαλ που βλέπετε μανιωδώς ενισχύοντας τα καντάρια τρέλας που αμφότεροι διαθέτετε, ούτε στην τελική βρε αδερφέ να μιξοκλαίτε και να χαζογελάτε μαζί από απίστευτες δόσεις χαράς και ευτυχίας.

Και επειδή σήμερα που γράφω το κείμενο ξύπνησα και τραγούδαγα Άντζελα (μη ρωτήσεις ποια, μία είναι η lady) μπορεί νομίζω να μου συγχωρεθεί και έτερο άσμα του ελέους που θυμήθηκα μόλις τώρα «έχω κλάψει για πολλούς φίλους έχω κλάψει….λα λα λαααααα» με μια μικρή παραλλαγή ένεκα της περίστασης. Επειδή λοιπόν η φιλία πάνω απ’όλα και οι όρκοι περί αιώνιας φιλίας είναι πιο ιεροί και απ’τους παπάδες, τα καλύτερα κλάματα έβα πέφτουν όταν χαλάει μια φιλική σχέση και όχι μια ερωτική. Γιατί όπως και να το κάνεις, ο επόμενος γκόμενος θα είναι πάντα στη γωνία. Ο επόμενος φίλος όμως δεν έχει προσανατολισμό, να πας να ψάξεις να τον βρεις ρε παιδί μου, να αναπληρώσεις το κενό. Αλλά επειδή το δακρύβρεχτο και το μελό δε μου πάει ρε παιδάκι μου, άσε που αφήνει και ρυτίδες, για τέτοια είμαστε τώρα, κοντεύουμε να καβατζάρουμε τα 25, προληπτική ιατρική λέγεται αυτό, θα επικεντρωθώ σε μια φιλία σχετικά πρόσφατη, για να υπερτονίσω και να υπερθεματίσω (εντάξει το κόβω) ότι η χημεία, δεσμός, επαφή, ουάου που συμβαίνει μεταξύ 2 ανθρώπων είναι θέμα ενός ελάχιστου τσακ (ανάλογου του τσακ της ηλεκτροπληξίας ένα πράγμα) που θα σε δέσει με τον άλλον σχεδόν αυτόματα και ουχί του χρόνου που θα περάσεις μαζί του. Εξού και υπάρχουν φίλοι μας χρόνια και αιώνες στους οποίους δεν έχουμε εκμυστηρευτεί πράγματα, που έχει τύχει να πούμε σε ένα φίλο που τον κάνουμε παρέα λίγους μήνες. Μια τέτοια αδυσώπητα γρήγορη και κεραυνοβόλα φιλική σχέση δημιουργήθηκε κάτω απ’το βροχερό ουρανό της Αγγλίας ένα Σεπτέμβρη του 2010.

Και επειδή η δικιά σου έκανε ένα λάθος με τις ημερομηνίες για να πάει στην Αγγλαιτέρα για το μεταπτυχιακό της, χάνει την 1η μέρα γνωριμίας και πάει 1η φορά κατευθείαν στο μάθημα (αν ήταν σεξ θα μπορούσες να το μεταφράσεις ως «μπήκαμε κατευθείαν στο ψητό, χωρίς προκαταρκτικά, χωρίς καν να συστηθούμε»). Κάθομαι που λες γνωρίζουμε αρχικά με 2-3 παιδιά, ώσπου μπαίνει μέσα black power απ’τις λίγες που έρχεται και κάθεται ακριβώς δίπλα μου. Στα καπάκια σκάει μύτη και η λίστα (όχι Λαγκάρντ μη μου μπερδεύεσαι) ή το λεγόμενο αλλιώς και «απουσιόλογιο» όπου υπογράφεις τη σωματική σου παρουσία στην τάξη και την πνευματική σου απουσία σε κάποια καφετέρια ή γκόμενο κατά προτίμηση. Κλασική κουτσομπόλα εγώ κοιτάω και τα ονόματα των υπολοίπων μπας και πιάσω η άμοιρη καμιά εθνικότητα να δω με τι σόι κόσμο θα συναναστραφεί η Πελοπoννήσια μετανάστρια και βλέπω 2 αντρικά ελληνικά ονόματα! Λέω κοπελιά όχι μόνο υπάρχουν άντρες, αλλά και Greek lovers, το μάθημα και η παραμονή στα ξένα εδάφη αρχίζει να παίρνει άλλες διαστάσεις. Αίφνης και αφού έχω υπογράψει δίπλα απ’το όνομά μου πασάρω τη λίστα στη μαύρη δύναμη που λέγαμε και τον βλέπω τον τυπά να υπογράφει δίπλα από ένα ελληνικό όνομα. Σκέφτομαι από μέσα μου «μα τι διάολο αυτός δεν είδε πού υπέγραψε;». Με τα πολλά και ενώ αλληλοκοιτιόμαστε στο μάθημα και χαμογελάμε, στο διάλειμμα συστηνόμαστε, ώσπου μου έρχεται η άλλη ολέθρια κεραμίδα στην κεφάλα «Θεόφιλος». Ή για την ακρίβεια «Theofilus». Λέω Χριστέ, εκτός απ’το Σχορτσιανίτη έχουμε κι άλλον; Γίνεται; Και συνεχίζεται ο διάλογος στα αγγλικά, διότι όχι ηλίθια Πελοποννήσια, ο άνθρωπος μπορεί να έχει ορθόδοξο όνομα, αλλά είναι Νιγηριανός καρατσεκαρισμένος.

Για να μην τα πολυλογώ περνάμε όλη την 1η μέρα μαζί με το Θεόφιλο που μου λέει χίλιες δύο ιστορίες απ’την πατρίδα του κι εγώ απ’τη δική μου. Και το αυτό συμβαίνει και την επόμενη. Και τη μεθεπόμενη. Και κάπως έτσι γίνεται θεσμός. Να περπατάμε στους κατάφυτους κήπους του αγγλικού πανεπιστήμιου (βλέπε ελληνικό πανεπιστήμιο μες το αποτσίγαρο, την μπίχλα, τη βρώμα, τους γκρι τοίχους ζωγραφισμένους με κάθε είδους πολιτική παπάρα και αφίσα της συμφοράς από μπουζουξίδικο του κώλου και κάνε σύγκριση) και να μας κοιτάει άπαν το σύμπαν ολόκληρο, γιατί τελικά η προκατάληψη και τα στερεότυπα δε φεύγουν τόσο εύκολα απ’τη συνείδηση όλου του κόσμου και όσο και να το κάνεις μια λευκή με ένα μαύρο μαζί προκαλούν βλεμματάκια και ψουψού. Και ενισχύω αυτό που λέω: κάθε φορά που λες που έχουμε μάθημα στο πανεπιστήμιο έχουμε δώσει ραντεβού και παίρνουμε το ίδιο λεωφορείο (από διαφορετική στάση), ξέρεις τώρα αυτά τα διώροφα τα ωραία τα αγγλικά τα λεωφορεία που νομίζεις ότι σε πάνε εκδρομή και σε ξεναγούν στην πόλη. Κάθεται η δικιά σου πάνω τραπέζι πίστα παράθυρο και βλέπει τον αγαπημένο Θεόφιλο στη στάση 2ο στη σειρά να μπαίνει τελευταίος παραχωρώντας τη θέση του σε όλους τους υπόλοιπους, σημειωτέον λευκούς που έπονταν. Όταν έρχεται και κάθεται δίπλα μου τον ρώτησα «γιατί». Για να μου επιβεβαιώσει τελικά πως αυτό που νομίζουμε ότι ο κόσμος ξύπνησε και κατάλαβε επιτέλους ότι δεν κρίνονται οι άνθρωποι απ’το χρώμα του δέρματος είναι μια πλάνη και ο κόσμος κοιμάται ακόμα βαθιά. Το αυτό τον είδα να κάνει και στο σούπερ-μάρκετ και το ακόμα χειρότερο μερικούς λευκούς Εγγλέζαρους (κατά το Ελληνάρες) να τον προσπερνάνε λες και είμαστε ακόμα την εποχή του λίθου που στέλνανε τους μαύρους δούλους στα κωλόσπιτα των πλουσίων.

Και μετά απ’αυτό το ιδεολογικό παραλήρημα συνεχίζω λέγοντας πως θα ήταν 2 Φεβρουαρίου του 2011, λίγες ημέρες πριν τα γενέθλιά μου, που πήγαμε εκδρομή στο tate museum του Λονδίνου. Σ’όλη τη διαδρομή από εκεί που μας άφησε το τρένο μέχρι να φτάσουμε στο μουσείο, εκτός του το ότι έκανε ένα σιβηρικό κρύο στους μείον 6 και ο κώλος μας να φέξει, οι περισσότεροι συμφοιτητές είχαν τη φαεινή ιδέα (του Γιαπωνέζου) να σταματάμε σε κάθε «αξιοθέατο» (τύπου ααα έχει ένα ωραίο γκράφιτι ο τοίχος, ας φωτογραφηθούμε όλοι μαζί, ο καθένας ξεχωριστά, ο Α με το Β, ο Β με το Γ και πάει λέγοντας) και να κάνουμε εν τέλει 1 ώρα να φτάσουμε στο μουσείο! Εγώ είχα εξοπλιστεί με μπουφάν που ο νορμάλ κόσμος το φοράει μόνο στην κορυφή του Έβερεστ, μια πανέμορφη άσπρη κινητή σόμπα και ο Θεόφιλος με ένα μαύρο μπουφάν ανάλογου τύπου. Την έχεις την εικόνα τώρα έτσι; Άσπρη άσπρη εγώ με το άσπρο το μπουφανάκι, μαύρος μαύρος αυτός με το μαύρο το μπουφανάκι να περπατάμε αγκαζέ και να φωτογραφιζόμαστε παντού. Δεν αντέχω, το σκέφτομαι, με πιάνουν γέλια, του το λέω γελάει και μου λέει «είμαστε τραγικοί». Γελάμε, γιατί ξέρουμε ότι μπορεί να μη γνωριζόμαστε χρόνια, ότι μπορεί να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ άπαξ και φύγουμε απ’την Αγγλία, αλλά αυτό το μοίρασμα, αυτή η χημεία, αυτή η οικειότητα (γιατί αυτό είναι) δε θα φύγει ποτέ. Ακόμα και αν δεν ξαναβρεθούμε ποτέ ή κάποια φορά μετά από πολλά χρόνια ξανασυναντηθούν οι δρόμοι μας θα είναι πάντα ο Θεόφιλος που τον φώναζα μέσα σε όλο τον κόσμο με ελληνική προφορά συνεχίζοντας τη φράση μου με λονδρέζικη (τρομάρα μου) accent, ο άνθρωπος που προσφέρθηκε να είναι δίπλα μου σε ό,τι μου τύχει στην ξένη αυτή χώρα και που λυπημένος μού είπε πως αν μου συνέβαινε όντως κάτι και με συνόδευε σε ένα νοσοκομείο, ας πούμε, δε θα είχα την ίδια μεταχείριση επειδή θα με συνόδευε ένας μαύρος. Και για εκείνον θα είμαι πάντα η Τατιάνα η τρελή Ελληνίδα που βαριόταν σε κάθε μάθημα, αλλά δεν έκανε ούτε μία απουσία, που σε κάθε μάθημα έλεγε ότι θα φύγει νωρίτερα, αλλά δεν το έκανε ποτέ, που φύλαγε πάντα μια θέση για να καθίσει δίπλα στο φίλο της, που του εκμυστηρευόταν όλες τις ιδέες της για θεατρικές παραστάσεις και που μια μέρα τον ρώτησε αν του αρέσει η Angelina Jolie (για να κόψω κίνηση, καθότι είμαστε και ντάλε κουάλε) για να πάρει την αποστομωτική απάντηση «καλή είναι, αλλά οι μαύρες είναι καλύτερες και άλλωστε η μαμά μου δύσκολα θα ενέκρινε μια λευκή για νύφη», έτσι γιατί ο άντρας το ‘χει το Οιδιπόδειο τελικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, να ξέρεις.

After all, Υδροχόος εγώ, Δίδυμος εκείνος, καταλαβαίνεις ότι μιλάμε για μια κατάσταση αέρινης τρέλας!

Ηθικό δίδαγμα: τους καλούς φίλους (που δε μετριούνται σε χρόνια, αλλά σε δέσιμο) μην τους αφήσεις από τη ζωή σου να περάσουν. Ρίξε τα μούτρα σου, αυτό-μαστιγώσου, κάνε όχι ένα αλλά δύο βήματα πίσω, αλλά κράτησέ τους στη ζωή σου, γιατί μαζί τους θα νιώθεις ότι το «είμαστε τραγικοί» είναι απ’τα μεγαλύτερα δεσίματα που μπορείς να νιώσεις ποτέ σου. Στο τέλος θα δεις πως η οικογένεια που φτιάχνουμε είναι πολύ σημαντική, όπως και η οικογένεια που έχουμε.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 7η Ιστορία: "Ιστορίες αυτοκινήτου"


«Ιστορίες αυτοκινήτου»

Το γνωστό αγαπημένο ελληνικό κινηματογραφικό έργο «η Σωφερίνα» αν δεν το είχε παίξει τόσο έξοχα η Αλίκη (είμαι μέχρι κόκκαλο φανατική θαυμάστριά της- αντιρρήσεις δε δέχομαι), θα μπορούσα να το είχα παίξει κάλλιστα κι εγώ. Με το που έγινα 18 η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να βγάλω δίπλωμα οδήγησης. Και όταν λέμε η πρώτη μου δουλειά εννοούμε όντως, 6 Φεβρουαρίου γίνομαι 18, 7 Φεβρουαρίου προσκομίζω τα 15.000 χαρτιά από γιατρούς, οφθαλμιάτρους, παθολόγους και λοιπούς γιατρούς που με εμπεριστατωμένες εξετάσεις (όπως του παθολόγου «είσαι καλά;») διαπίστωσαν ότι όντως είμαι καλά (σε ψυχίατρο δεν πήγα, για να σας λυθεί κι αυτή η απορία), πήγα να γραφτώ στη σχολή οδηγών για να πάρω το πολυπόθητο δίπλωμα, ενώ παράλληλα κοίταζα και με τον μπαμπά μικρά τσαχπίνικα αυτοκίνητα, υποψήφια να γίνουν το δεύτερο μου σπίτι και συνοδοιπόροι μου στην τρέλα. Και επειδή όλο το προηγούμενο καλοκαίρι μέχρι να γίνω 18 άλλη δουλειά δεν έκανα εκτός απ’το να οδηγώ συνέχεια μετά της συνοδείας του πατρός, όστις δεινός driver και αν και ασπαζόμενος πλήρως – το ορθότατο- ρητό ότι οι γυναίκες καλύτερα να πλένουν πιάτα, παρά να σοφεράρουν, με αποκάλεσε άξια «Μικαέλα» Σουμάχερ, είχα μάθει που λες μέχρι και σε αγώνας φόρμουλα 1 να πηγαίνω, το διπλωματάκι για μένα δεν ήταν τίποτα, 5’ πορεία και ένα παρκάρισμα που ακόμα και τώρα αν με πετύχουν πουθενά οι εξεταστές είμαι σίγουρη ότι θα με θυμούνται γιατί τέτοιο επαγγελματικό παρκάρισμα κάνω μόνο εγώ, όπως θα έχετε διαπιστώσει όλοι όσοι έχετε μπει στο αυτοκίνητό μου και με το που πάω να παρκάρω αρχίζω τα συχαρίκια στον ίδιο μου τον εαυτό «μπράβο κουκλάρα μου», «μα πώς πάρκαρα έτσι η μπιμ γαμώ το κέρατό μου», «τι επαγγελματικό παρκάρισμα έκανα πάλι γαμώ το μπιμ» κτλ κτλ.

Ηλίου φαεινότερο λοιπόν εδώ και 6 χρόνια επίμονης οδήγησης, καθότι οδηγώ κάθε μέρα και τεράστιες αποστάσεις και στο κέντρο της Αθήνας που είναι δρόμοι που ούτε πεζός δεν μπορείς να περάσεις έτσι όπως έχουν παρκάρει μερικοί και επιπλέον έχοντας χιλιο-οδηγήσει στο γύρο του θανάτου, όπως αλλιώς λέγεται και η πλατεία Καραϊσκάκη, όπου δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει αυτοκίνητο, μηχανάκι, ποδήλατο, τρόλεϋ, λεωφορείο, ταξί, δίκυκλο, τρίκυκλο, ζέπελιν και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς, μου έχουν τύχει πάμπολλες ιστορίες τρέλας εντός εκτός και επί τα αυτά του αυτοκινήτου.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την πρώτη μίνι ιστορία που έλαβε χώρα ένα βράδυ του 2007 που γυρνούσα κουρασμένη και καταϊδρωμένη απ’τη δραματική σχολή, τελευταία ώρα είχαμε χορό, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω σπίτι και να μπω κάτω απ’το ντουζ να ξεβρωμίσω, ώσπου ο Κριστιάν για κάποιον ανεξήγητο λόγο λίγα χιλιόμετρα πριν το σπίτι μου κάπου στην Κηφησίας αποφασίζει να αποδημήσει εις τόπον χλοερόν της αναπαύσεως. Πριν πανικοβληθώ και φωνάξω τη Μαρούσκα με το εβιάν, αρχίζουν όλα τα αυτοκίνητα που βρίσκονται από πίσω μου στο φανάρι να μου βαράνε κόρνες, καραμούζες, τρομπόνια και όμποε σε συνδυασμό με ευγενέστατες ελληνικές ατάκες που ο νορμάλ κόσμος μόνο άμα του είχες σκοτώσει τη μάνα θα σου έλεγε, κατεβαίνω απ’το αυτοκίνητο και προσπαθώ να το σπρώξω στην άκρη. Παρόλο που τα διερχόμενα αυτοκίνητα είχαν δει μια πιτσιρίκα να της έχει σβήσει το αυτοκίνητο και να προσπαθεί να το μετακινήσει στην άκρη, ουδείς πτοήθηκε –όχι να έρθει να βοηθήσει, έστω να σταματήσει το βρισίδι- και λουσμένη από άπλετου κύρους κοσμητικά επίθετα και σπρώχνοντας χωρίς βέβαια να έχω καταφέρει να το μετακινήσω ούτε μισό μέτρο, εθεάθη νεαρός ετών 30, κοστουμαρισμένος και χαμογελαστός από απέναντι, να παρκάρει αυτοστιγμαίως, να βγαίνει έξω, να έρχεται προς το μέρος μου, να βρίζει όσους με έβριζαν, να με βοηθάει με το αυτοκίνητο, να μου πιάνει τη συζήτηση, να μου συστήνεται και να μου χαμογελάει. Δεν έχω λόγια. Θα μπορούσα να έκλεινα δραματικά λέγοντας ότι πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων, σαν άλλη Ντυμπουά, αλλά προτιμώ να ρίξω το επίπεδο και να κάνω τη στήλη λίγο Athens Voice, οπότε εσύ ψηλέ, μελαχρινέ, που σε λένε Παναγιώτη (ακόμα σε θυμάμαι) αν θυμάσαι τότε που με βοήθησες με το αυτοκίνητο στην Κηφησίας στείλε μου αμέσως μήνυμα στο 6978********!!!!!

Η δεύτερη μίνι ιστορία συνέβη πολύ πρόσφατα. Έχω παρκάρει η δικιά σου σε έναν ανήφορο. Και επειδή είμαι και πολύ τούμπανο βαράω μια το χειρόφρενο και το πάω στο θεό, να σιγουρευτώ κιόλας ότι δε θα φύγει ο Κριστιάν να πάει βόλτα προς τα πίσω συμπαρασύροντας σε καραμπόλα ντόμινο τα λοιπά οχήματα. Πάει η δικιά σου κάνει τις δουλειές της χαρούμενη που ενώ γύρναγε 100 ώρες 100 στροφές το τετράγωνο, επιτέλους βρήκε μια θεσούλα και σπρώξε-δείξε κατάφερε να παρκάρει, έρχεται η στιγμή που θέλω να φύγω. Μπαίνω στον Κριστιάν, κυρία, κάτι καλό φόραγα δε θυμάμαι γιατί, κάπου επίσημα μάλλον θα είχα πάει και ανακαλύπτω ότι το χειρόφρενο μόνο αν έχεις μπράτσο Σουγκλάκου μπορείς πλέον να το κατεβάσεις. Και δώστου με το ένα χέρι και δώστου με το άλλο, παιδί μου δεν κατέβαινε με τίποτα. Και να μου ‘χει ανέβει το αίμα στο κεφάλι και να λέω «υπέροχα» η θεωρία του «ό,τι μπαίνει, βγαίνει» δεν έχει αντίκτυπο στη θεωρία «ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει» πράγμα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν θετικό. Ευτυχώς, που πέρναγε ένας καλός άνθρωπος, καλός μεταφράζεται ως ωραίος, ωραίος μεταφράζεται ως ψηλός, μελαχρινός και λίγο αξύριστος, όπου βγαίνω έξω με το σανδαλάκι σαν την κυράτσα που φοβάται μην της σπάσει το νύχι και τον παρακαλάω να έρθει να μου το κατεβάσει. Έλα όμως, που το χειρόφρενο ήταν τόσο ψηλά που ούτε αυτός ο χριστιανός μπορούσε να το κατεβάσει. Και δως του να του έχουν ανέβει οι φλέβες στο κεφάλι, θα ‘χε ο καψερός και το άγχος κάθε άντρα «να δείξω στην γκόμενα ότι είμαι δυνατός και μπορώ να την εξυπηρετήσω» δεν κατέβαινε με τίποτα. Σκέφτηκα τότε, μια ζωή την έχουμε. Πρέπει να είμαστε γρήγοροι και αποτελεσματικοί. Αφού δεν μπορεί μόνος του, θα το κάνουμε μαζί (το μαζί είναι πάντα καλύτερο απ’το μόνος σου, καρατσεκαρισμένο). Βάζω κι εγώ το χέρι μου από πάνω να βοηθήσω το δικό του και ωπ ως εκ θαύματος τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, το χειρόφρενο κατέβηκε, πουλάκια κάνανε τα μάτια μας, ευτυχώς που πάτησε και το φρένο να μην τρακάρουμε τον από πίσω να λες!

Η 3η μίνι ιστορία συνέχεια της προηγούμενης ιστορίας με την καθυστέρηση του αεροπλάνου δεν την ενέταξα στην προηγούμενη αφήγησή μου, καθότι θεωρώ ότι αποτελεί μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνη της. Και το λέω αυτό, γιατί όσοι θυμάστε την ιστορία του αεροδρομίου (όσοι όχι τρέξτε αμέσως να την ξαναδιαβάσετε, δεν μπορεί να σας ρωτάει η δασκάλα και να μην έχετε μελετήσει το μάθημά σας) αυτή η ιστορία είχε και συνέχεια. Μετά την κατα-ταλαιπωρία του αιώνα, όταν επιτέλους έφτασα στο αθηναϊκό αεροδρόμιο, τα βάσανά μου δεν έλαβαν τέλος. Εγώ εκτός του ότι θέλω να οδηγάω συνέχεια, έχω κι ένα ακόμα βίτσιο επίσης να οδηγάω και τα αυτοκίνητα των άλλων. Κοινώς, δως μου τιμόνι και πάρε μου την ψυχή. Ωστόσο, η δόλια μάνα που με την οδήγηση δεν είναι και τόσο φανατική, έχει ένα αυτοκίνητο για να το χρησιμοποιεί μόνο όταν πηγαίνει σούπερ-μάρκετ. Τώρα μη με ρωτάς τι αυτοκίνητο είναι αυτό ειδικής διαδρομής. Πάει μόνο αυτή την κατεύθυνση, αλλού πουθενά, αλλά έτσι είναι. Ως εκ τούτου, όπως αντιλαμβάνεστε, όταν κινείς το αυτοκίνητό σου μια φορά το μήνα, έχει και τις φθορές του. Όταν δε έχεις ένα αυτοκίνητο 20 χρόνια λες και το πήρες οικόσιτο και περιμένεις να ψοφίσει πρώτα για να το πετάξεις καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν το λες και κανονικό αυτοκίνητο, αλλά ένα σαραβαλάκι που σήμερα μπορεί να σε πάει, αύριο όμως όχι. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, που μεταξύ μας τον ξέρω- ο Δίας είχε συνομωτίσει εναντίον μου εκείνη την ημέρα-, αντί να έρθουν να με πάρουν με το δικό μου αυτοκίνητο αμφότεροι οι γονείς από το αεροδρόμιο, ήρθαν με το αυτοκίνητο της μαμάς. Με το που το θωρούν τα μάτια μου με πιάνει πανικός. «Γιατί ήρθατε με αυτό το σαράβαλο; Κι άμα μας μείνει;», ψέλλισα. Ωστόσο, απάντηση δεν πήρα πάρα μόνο κάτι ψίθυρους θυμάμαι ότι το αυτοκίνητο είναι εντάξει και δεν έχει κανένα πρόβλημα. Ας είναι. Αρκεί να φτάσουμε σπίτι, σκέφτηκα, «οδηγώ εγώ» τους είπα και μπαίνουμε μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν προλαβαίνουμε να πάμε 100μ. και το αυτοκίνητο ενώ πάταγες το γκάζι ήταν λες και πάταγες φρένο, είχε φτάσει το πόδι μου τέρμα, σε κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να είχαμε πιάσει 200, με το αυτοκίνητο της μαμάς ήμασταν στα 40 χλμ. Λέω μα τι συμβαίνει; Γιατί δεν πάει; Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου και το αυτοκίνητο αρχίζει να ανεβοκατεβαίνει σαν σέικερ, να σε κουνάει σε αργούς ρυθμούς πάνω-κάτω, να κάνει μικρά αλματάκια στον ουρανό και πάλι στη γη, σαν άλλο καγκουρό και ενώ πάταγα το γκάζι ως το τέρμα να μην μπορεί να ξεπεράσει τα 50χλμ. την ώρα, ούτε να μπορεί τουλάχιστον να ευθυγραμμιστεί και να μην πηγαίνει σαν το αυτοκίνητο του Γκούφυ. Νομίζω κατάφερα να σιχτιρίσω- παρά την κούρασή μου- δυό τρία βρισίδια ψιθυριστά για το κακό που με βρήκε και να λέω στη μάνα μου ότι αυτό το πράγμα είναι ένα σαράβαλο του κερατά που θέλει πέταμα και ότι έτσι πάνε τα αυτοκίνητα στα κόμιξ, ήτοι άμα κατουριέσαι δεν παίζει να μην κατουρηθείς πάνω σου έτσι πάνω κάτω που σε πάει συνέχεια.

Ηθικό δίδαγμα 1: Τα αυτοκίνητα είναι καλά για 5-7 χρόνια άμα τα καλοδιατηρείς. Μετά θέλουν άλλαγμα. Αλλιώς τα χρυσοπληρώνεις και δεν έχει νόημα, γιατί καινούργιο θα σου στοίχιζε λιγότερο.

Ηθικό δίδαγμα 2: Όσοι πιάνουν το τιμόνι, ξέρουν πολύ καλά τι γκομενομαγνήτης είναι το αυτοκίνητο και τι υπέροχο «ξενοδοχειάκι» για όσους μένουν ακόμα με γονείς και δεν έχουν πού να πάνε με το αμόρε τους ;)

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 6η Ιστορία: "Καθυστερήσεις"


"Καθυστερήσεις"

Όποιος με γνωρίζει καλά, ασφαλώς και θα ξέρει ότι το αγαπημένο μου θέμα συζήτησης είναι οτιδήποτε σχετίζεται με ερωτικά, φλερτ, σεξουαλικά και λοιπά καλιαρντά. Θα σας φάνηκε λοιπόν ιδιαίτερα περίεργο πώς είναι δυνατόν να μου πήρε 5 ιστορίες, μέχρι τελικά να φτάσω στο πραγματικό αντικείμενο συζήτησης! Κάλλιο αργά παρά ποτέ, λέει ο σοφός λαός και επανορθώνω πάραυτα λοιπόν. Η σημερινή μου ιστορία χρονολογείται το έτος 2008 το οποίο βρίθει από ιστορίες απείρου κάλλους και τρέλας. Το συγκεκριμένο περιστατικό νομίζω δικαιωματικά ανήκει και στο κάλλος και στην τρέλα ταυτόχρονα! Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, διατηρούσα σχέση με σχεδόν συνομίληκό μου, τον οποίο έψαξα πολύ για να βρω, γι αυτό και τον εντόπισα σε νησί και όχι εις τας Αθήνας, γιατί όπως και να το κάνεις άμα είσαι γυναίκα με κύρος και πείρα τουλάχιστον 2 ετών, έχεις απλώσει τον ιστό σου σαν άλλη μαύρη χήρα αράχνη και στην αγαπημένη επαρχία, καθότι δε μας έκαναν οι γκόμενοι της πρωτεύουσας, οι νησιώτες μας μάραναν.

Το θέμα με τις σχέσεις εξ’αποστάσεως δεν είναι ούτε στην εμπιστοσύνη, ούτε στην απιστία, ούτε σε λοιπές μικροαστικές σεμνότητες και σοβαροφάνειες, αλλά στο ξεπαράδιασμα που πέφτει, «έλα εσύ αυτό το μήνα εγώ ήρθα τον προηγούμενο, έλα εσύ και τον επόμενο γιατί οι γονείς δε μου δίνουν» και λοιπές εκφράσεις πόνου που δείχνουν πόσο εξαρτώμενο κοριτσάκι είσαι, ασχέτως πόσο macho γκόμενα ήθελες να δείχνεις από τα 22 σου χρόνια. Με τα πολλά και ενώ οι άντρες μου ήταν και είναι πάντα gentlemen, αφού ξεπαραδιάστηκε ο άνθρωπος για τα όμορφά μου μάτια, πήγαινε-έλα συνέχεια, η Ολυμπιακή είχε θησαυρίσει είμαι σίγουρη, αποφασίζει και η γράφουσα να πάρει επιτέλους των οματιών της και να κάνει κι αυτή ένα ταξιδάκι στο νησί. Χριστούγεννο λοιπόν, γιατί οι Υδροχόες όταν είμαστε μικρές είμαστε και ρομαντικούρες τρομάρα μας, μην κοιτάς μετά που ο κυνισμός ξεχειλίζει απ’τα μπατζάκια μας, φτάνω στο ανθοστολισμένο αεροδρόμιο του νησιού (γιατί ως γνωστόν αν και τη θάλασσα την λατρεύω και δεν μπορώ να την αποχωριστώ, σε πλεούμενα πάσης φύσης δεν μπαίνω,γιατί τα βαριέμαι αφόρητα σε σημείο που την τελευταία φορά που είχα μπει κατά το έτος 2007, ήθελα πραγματικά να βουτήξω στη θάλασσα και να το πιάσω στον κολυμπητό να φτάσω στο νησί, γιατί τα καράβια της Ελλάδας πάνε πιο αργά και βασανιστικά κι απ’το θάνατο). Σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ούτε εσείς δε θέλετε να μπω (πιστέψτε με, δεν είναι θέμα σεμνοτυφίας είναι για το καλό ΣΑΣ) και ενώ περάσαμε ένα σχεδόν ευχάριστο Χριστούγεννο, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα ότι στις σχέσεις εξ’αποστάσεως όσο είσαι στην απόσταση και ο άλλος σου λείπει και δε θες να τον χάσεις με τίποτα κάθεσαι και κάθεται σούζα σε ό,τι λες, αλλά όταν έρθει η ευλογημένη ώρα να είστε μαζί 24 ώρες το 24ωρο σφάζεστε σαν τα αρνιά του Πάσχα, ήρθε και η μέρα του αποχαιρετισμού, η οποία εκτός από κλάμα και οδυρμό (εσωτερικό όσον αφορά τη γράφουσα- γιατί ο κυνισμός της Υδροχόου που έρχεται λίγο αργότερα στη ζωή της, έχει χτυπήσει ήδη την πόρτα της και κάνει δειλά βήματα γενναιότητας μη χαλάσει και η ρίμελ) συνοδεύτηκε και από απανωτά μπουμπουνητά και βροντοαστραπές, όστις βρισκόμασταν στον κατακλυσμό του Νώε και επουδενί στην πραγματικότητα.

Το αεροπλάνο θα έφευγε κανονικά στις 8 το πρωί, βέβαια εκείνη την ημέρα πρωί δεν την λες καθότι ακόμα και στις 8 δεν είχε ξημερώσει, μιλάμε για ένα ατέλειωτο βράδυ με απίστευτη βροχή και χαλάζι. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο και μετά τις τελευταίες αγκαλιές του αποχαιρετισμού (μη δακρύσετε οι γυναίκες που το διαβάζετε σας παρακαλώ!) η υποφαινόμενη μένει μόνη της στο αεροδρόμιο έτοιμη (πού να ‘ξερες κουκλίτσα μου) να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο του γυρισμού και να πάει σπίτι της να ξεραθεί στον ύπνο, γιατί η ταλαιπωρία ταλαιπωρία όταν συναναστρέφεσαι με άντρες. Η Ολυμπιακή μας ενημερώνει ότι το αεροπλάνο λόγω καιρού δε θα φύγει και ότι έχουμε καθυστέρηση 1 ώρα. Σκέφτομαι «ε καλά 1 ώρα δεν είναι τίποτα, ας ακούσω λίγο μουσική και θα περάσει». Η 1 ώρα πέρασε και ήρθε άλλη ανακοίνωση που αυτή τη φορά τη 1 ώρα καθυστέρησης μας τις έκανε 2 ώρες. Με τα πολλά και για να μη μακρυγορώ οι ώρες της αναμονής αυξανόντουσαν και πλήθαιναν ωσάν τις κατσαρίδες, όστις φτάσαμε σχεδόν μεσημέρι και εγώ είχα ακούσει 2 και 3 φορές όλα τα τραγούδια απ’το mp3 (άλλες εποχές τότε) και είχε αρχίσει να με πιάνει και μια λόρδα, αλλά επουδενί δεν τρώω απέξω και μάλιστα τέτοιο απέξω τύπου φαστφουντάδικο της κακιάς ώρας που μετά ψάχνεις να βρεις την τουαλέτα και κάνεις κατοστάρι αλά Μπολτ, όταν την εντοπίσεις. «Δεν πειράζει», σκέφτηκα, «θα ψωμολυσσάξω τώρα, αλλά όταν πάω σπίτι θα πω στη μαμά να μου έχει ετοιμάσει κάτι καλό». Στο 100ο τηλεφώνημα προς τη μαμά να την ειδοποιήσω ότι τελικά ούτε αυτή την ώρα θα φύγουμε, τα νεύρα μου είχαν αρχίσει ολίγον τι να σπάνε, έφταιγε και η καταραμμένη πείνα και η ταλαιπωρία και μια ενδόμυχη σκέψη- προφητική- ότι μάλλον αυτό το βάσανο θα κρατήσει για ώρες ακόμα, την παρακαλώ να μου φτιάξει ένα φαί της προκοπής με φωνή σπασμένη και ραγισμένη καρδιά, σκεφτόμενη όχι ότι βρίσκομαι μισή ώρα μακριά απ’το σπίτι μου (αν βέβαια δεηθεί το αεροπλάνο να σηκωθεί) αλλά λες και βρίσκομαι στη μακρινή Αυστραλία και το σπίτι μου έμοιαζε πιο μακρινό από ποτέ.

Εδώ θέλω να απευθυνθώ προς όλες τις μαμάδες που διαβάζουν αυτή την ιστορία, ταπεινά και παρακαλετά. Όταν ο άλλος άνθρωπος βρίσκεται μες τη μέση του πουθενά, σε ένα αεροδρόμιο της συμφοράς τρία τέταρτα μακριά απ’την πόλη και 25 ευρώ μακριά απ’την πόλη του νησιού επίσης, έξω γίνεται της Ποπάρας το χάβαρο, η κοιλιά του βαράει βιολιά και βιολοντσέλα απ’την αφαγία, η αϋπνία σε κάνει να φαίνεσαι σαν ζόμπι, δεν υπάρχει άνθρωπος να ανταλλάξεις μια κουβέντα, να κάνεις μια γνωριμία βρε παιδί μου, και ψυχανεμίζεσαι ότι θα γυρνάς κι άλλες ώρες σαν την Κοσοβάρα στα αεροδρόμια, παρακαλώ παρακαλώ παρακαλώ πολύ ΜΗΝ πετάξετε ατάκες τύπου «ζήσε την περιπέτεια», «η ζωή είναι μικρή» και άλλες τέτοιες θυμοσοφίες που ακούγονται ώραιες, μόνο όταν είσαι στο ζεστό σου σπιτάκι και κοιτάς το τζάκι και ονειρεύεσαι ότι είσαι ο Τομ Κρουζ στις επικίνδυνες αποστολές. Η δόλια μάνα μου, ωστόσο, που δώσ’της περιπέτεια και πάρ’της την ψυχή, προφανώς θέλοντας να ελαφρύνει το κλίμα και το λυγμό στη φωνή μου και το ξανθοπούλειο ύφος μου «Χριστέ μου τι με βρήκε, δε θα γυρίσω στο σπίτι μου ποτέ», είπε να το ρίξει στην τρελή (σε μένα δηλαδή) και να με αρχίσει σε αμπελοφιλοσοφίες περί ζωής, περιπέτειας, έντασης, ευχάριστων αναμνήσεων που θα διηγούμαι μετά από χρόνια σε ταλαίπωρους που διαβάζουν όσα γράφω κτλ κτλ. Κλείνω το τηλέφωνο και τη συνομιλία με τη δόλια μαμά με το που αρχίζει να ψελλίζει τις πρώτες ατάκες για το πόσο ωραία είναι η ζωή και ξανακάθομαι στη θέση μου να ξανακούσω μουσική. Αίφνις αρχίζουν να μου έρχονται απανωτά μηνύματα στο κινητό, όλα αρχίζοντα απ’την ατάκα «μήνυμα χωρίς χρέωση». Και συνεχίζοντα ως εξής:

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Η ζωή είναι μια πλάκα. Δες το έτσι και μην κλαίγεσαι και θα δεις που όλα θα πάνε καλά. Μαμά.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Η ζωή είναι περιπέτεια. Ζήσε την περιπέτεια και μην κάνεις σαν κωλόγρια. Μανούλα.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Άμα θες να γλιτώσεις την ταλαιπωρία, παντρέψουν έναν από κει που είσαι και μη γυρίσεις ποτέ. Μανουλίτσα.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Τι θα ‘χεις βρε να λες αύριο μεθαύριο στα εγγόνια σου; Θα λες και γι αυτό. Σιγά το πράγμα. Να ‘μουν εγώ στη θέση σου, να δεις τι θα έκανα! Μανουλιτσάκι.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Πώς κάνεις έτσι πια; Τι έπρεπε δηλαδή να κλειστείς μες το σπίτι σου να μην πηγαίνεις πουθενά για να μην ταλαιπωρείσαι; Όλος ο κόσμος ταλαιπωρείται. Τώρα ταλαιπωρήσου κι εσύ. Και σιγά την ταλαιπωρία. Μες το κρύο κ τη βροχή είσαι; Να ‘χα εγώ τα νιάτα σου και θα σου ‘λεγα εγώ! Μανουλομανουλιτσάκι».

Με φαντάζεσαι εμένα τώρα, με πίεση στο 80, με τα νεύρα ζαρτιέρα, με τη μαμά με τα απανωτά μηνύματα τρέλας σε τι κατάσταση παιδί μου βρισκόμουν; Θα μπορούσα πολύ άνετα να κάνω φόνο και μετά να μην το θυμάμαι καν! Κάποιες φορές στη ζωή μου εύχομαι να ήξερα γιόγκα, πιστεύω θα με είχε γλιτώσει από πολλές παρακρούσεις. Βαθιές ανάσες, βαθιές ανάσες, δε σκέφτομαι τίποτα προσπαθώ μόνο να ακούσω την ανακοίνωση της Ολυμπιακής, μπας και…η ώρα 5 το απόγευμα και εγώ είμαι ακόμα στο αεροδρόμιο και είναι άγνωστο το πότε και αν θα φύγω ποτέ από δω μέσα, αρχίζω να καταλαβαίνω απόλυτα τον Τομ Χανκς και την αντίστοιχη ταινία μες το αεροδρόμιο και αρχίζω να βηματίζω πάνω κάτω στην τεραστίων διαστάσεων αίθουσα, θα ‘ταν δε θα ‘ταν και 10 βήματα πάνω-κάτω και να χαμογελάω στον άλλο ταλαίπωρο κόσμο που σαν τους πρόσφυγες κι αυτοί είχαν ξαπλωθεί όπου υπήρχε κάθισμα και έκλαιγαν τη μοίρα τους και την γκαντεμιά τους. Με τα πολλά και ενώ ήδη με κάποιους νεότερους είχαμε αρχίσει να μιλάμε και να ανταλλάσσουμε ιστορίες, τουλάχιστον πριν πεθάνουμε από πλήξη και νεύρα να έχουμε δημιουργήσει κάποιους δεσμούς, χτυπάει το τηλέφωνό μου, σε συνομιλία που ακούστηκε σε όλο το αεροδρόμιο, καθότι όταν βρίσκεσαι σε ένα χώρο δύο επί δύο και ο άλλος για έναν ανεξήγητο λόγο γκαρίζει μες το αυτί σου, δεν το γλιτώνεις το ρεζίλεμα, όσο κυρία και να θες να το παίξεις.

-«Έλα μωρό μου. Τι κάνεις;;», (ο gentleman που λέγαμε).
- «Έχω καθυστέρηση».

Πρέπει να πέρασαν και 10’ πλήρους σιωπής, απανωτών εγκεφαλικών, κρίσεων πανικού και απείρων σκέψεων τρόπων για αυτοκτονία.

-« Τι;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;»
Με τα πολλά ήταν το μόνο μάλλον που κατάφερε να πει. Ωστόσο, η δικιά σου ατάραχη στην κοσμάρα της.

-« Τι κάνεις έτσι; Άμα για σένα είναι πρόβλημα, για μένα τι είναι;» (νομίζω μπορώ να δώσω ρεσιτάλ παρεξήγησης, ώρες ώρες).
- «Όχι, εντάξει δε λέω και για σένα είναι πρόβλημα, αλλά…τι θα κάνεις;»
-«Τι θα κάνω; Τίποτα δε θα κάνω. Θα περιμένω. Πού είσαι; Δεν μπορείς να έρθεις από δω να μου κάνεις παρέα;».
-«Πού είσαι;».
-«Στο ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ! Τι λέμε τόση ώρα; Έχει καθυστέρηση το αεροπλάνο!!!!!!!!!», κορώνα λυρικής.

Πρέπει να πέρασαν άλλα 10’ μέχρι η καρδιά του ανθρώπου να ξαναέρθει στη θέση της, ο κόσμος να ξαναγίνει όπως ήταν, η γη είναι σφαιρική και τα πεπόνια λίγο πεπλατυσμένα, μέχρι να ξαναβρεί μιλιά και να λυθεί η παρεξήγηση.

Και επειδή ξέρω ότι καίγεστε για το ηθικό δίδαγμα και θα με ρωτήσετε τι έγινε τελικά με την πάρτυ μου, να σας πω ότι εν τέλει το αεροπλάνο έφυγε στις 10 το βράδυ και μετά από μισή μέρα μέσα στο αεροδρόμιο έφτασα αισίως στο σπίτι μου, δεν είχα όρεξη να φάω τίποτα το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος, πήγα και ταβλιάστηκα και έκλεισα 12ωρο ύπνου μπας και όταν ξυπνήσω έχω ξεχάσει τι έζησα!

Ηθικό δίδαγμα 1: Μανούλες, απ΄την καλή σας την καρδιά τα κάνετε όλα το ξέρουμε, αλλά αν δεν μπορεί η μάνα να σε εξοντώσει με τις ατάκες της σε αυτή τη ζωή, τότε δεν μπορεί κανένας, είναι σίγουρο!

Ηθικό δίδαγμα 2: Γκόμενες, όταν αναφερόμαστε σε καθυστέρηση, παιδιά, σκυλιά, γατιά και λοιπά τερατάκια, πάντα μα ΠΑΝΤΑ διευκρινίζουμε στους γκόμενους ότι ΔΕΝ αναφερόμαστε σε εγκυμοσύνες και τα τοιαύτα, αλλά μιλάμε μεταφορικώς. Εκτός κι αν θέλουμε να τους ξεκάνουμε, οπότε συνιστώ το κόλπο αυτό, ανεπιφύλακτα ;)

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 5η Ιστορία: "Μετακομίσεις"


"Μετακομίσεις"


Και έρχεται η στιγμή στη ζωή (μιας φίλης σου) που θέλει να μετακομίσει και σου ζητάει βοήθεια. Κι εσύ εκεί που δε θα μετακόμιζες ούτε για την πάρτυ σου (το ρισκάρεις τώρα να βρεθείς ανοιξιάτικο- θα ‘ταν δε θα ‘ταν ΑπριλοΜάης του 2009- με κούτες και λοιπά λιλιτσικά που ο κόσμος για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν πετάει τα περιττά βρε αδερφέ ακόμα κι αν έχουν αχρηστευτεί προ αμνημονεύτων, ακόμα κι αν δεν κάνουν ούτε για τα σκουπίδια και την ανακύκλωση). Κι όμως. Κάποια στιγμή στη ζωή σου, θα βρεθείς! Και μεταξύ μας τώρα, το μέγιστο πρόβλημα δεν είναι τόσο το συμμάζεμα και το κουβάλημα, εκεί μπορείς να προσποιηθείς ότι βοηθάς (πετάγοντας τα πράγματα αχταρμά το ένα πάνω στο άλλο- αν τα ανοίξει μετά η φίλη σου και σου πει «μαρή πώς τα έβαλες έτσι;» θα της απαντήσεις με χάρη και έπαρση «κούκλα μου εγώ καλά τα έβαλα, αλλά πάνω- κάτω, τράβα-σπρώξε, τι να σου κάνει το έρημο το πράμα, ήρθε κι έκανε πιρουέτες και περιστροφές ωσάν καταδύτης στους Ολυμπιακούς) και να προσποιηθείς και ότι κουβαλάς (θυμίσου απλά τη Rachel από τους Friends- δεν είναι δύσκολο, όπως σηκώνουν οι άλλοι βάζεις κι εσύ το δάχτυλο σου, σφίγγεις τη μούρη σου να κοκκινίσει να φανεί ότι καταβάλλεις υπέρογκη προσπάθεια ή απλά λες την αλήθεια «σόρρυ κοπελιά έχω κάνει εγχείρηση κήλης, άντε γεια») και ξεμπερδεύεις. Το μεγάλο πατιρντί έρχεται όταν η φίλη σου δεν έχει βρει ακόμα σπίτι! (αν η παραγωγή ήταν οπτικοακουστική, θα επιθυμούσα στρουμφάκια αλλαλιασμένα να τρέχουν δεξιά-αριστέρα και να κάνουν τούμπες τσιρίζοντας απ’την γκαντεμιά που τους έτυχε και από πίσω για μουσική υπόκρουση ένα εμβατήριο για επικήδειους).

Και ξεκινάς χαρούμενος πάντα- ασχέτως πώς καταλήγεις στην πορεία- να διαβάζεις όλο το εφημεριδομάνι μετά μανίας, με το στάμπιλο ανά χείρας, με τα νεύρα που κροσιάζουν, ώσπου έρχεται το κερασάκι στην τούρτα. Μαζεύονται τα υποψήφια διαμερίσματα και είσαι αναγκασμένος να τρέχεις μες το κέντρο της Αθήνας (πιστέψτε με χειρότερο δεν έχω) για να τα δείτε μαζί ιδίοις όμασι και να πεις κι εσύ τη γνώμη σου (τι γνώμη να έχει ένας άνθρωπος που ακούει Αθήνα και βγάζει φλύκταινες, ήθελα να ‘ξερα). Φτάνουμε με τα πολλά εκείνο το απόγευμα της περασμένης άνοιξης εις την οδό Ιπποκράτους, λοιπές λεπτομέρειες δε θα αναφέρω για ευνόητους λόγους, στην πάροδο με μια άλλη οδό. Χτυπάμε τον κώδωνα. Εγώ και μόνο που έχουμε φάει το καυσαέριο και την μπόχα σύννεφο, όχι απλά δε θα νοίκιαζα σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, μη σου πω θα έφευγα απ’την Ελλάδα τελείως. Η φίλη μου συγκλονισμένη και κατενθουσιασμένη που μετά από χιλιάδες σπίτια που είχε δει και είχε απορρίψει (ασυνόδευτη από μένα φυσικά, γιατί να δεις ρε παιδί μου που πάντα μα πάντα να έχω να κάνω μια σοβαρή δουλειά!) θεώρησε ότι τι στο διάολο, τούτο το σπίτι θα ‘ναι και το τυχερό!

Ξαφνικά, η πόρτα ανοίγει. Οδηγούμαστε στα ενδότερα της πολυκατοικίας. Παίρνουμε το ασανσέρ, το οποίο μετά βίας χωρούσε εμένα και τη φίλη μου, που και οι 2 μαζί δεν πρέπει να ζυγίζαμε πάνω από 90 κιλά. Στριμωξίδι κανονικό μέσα στο ασανσέρ. Σκέφτηκα για να ελαφρύνω το κλίμα να πω καμιά σαχλαμάρα και λέω «ωραία, άμα στουκαριστείς με κανάν ωραίο γείτονα στο ασανσέρ, μη χάσεις την ευκαιρία να του πιάσεις τον κώλο» όχι βέβαια ότι θα μπορούσες να κάνεις και τίποτα άλλο, αφού δεν υπήρχε και μεγάλη χωρητικότητα για να απλωθείς όπως αρμόζει στον κόσμιο κόσμο. Αφού χαζογελάσαμε και με τα πολλά φτάσαμε στον 4ο όροφο, βγαίνουμε απ’το ασανσέρ και αντικρίζουμε μια ανοιγμένη πόρτα. Χωρίς κανείς να μας περιμένει. «Εδώ θα είναι» είπε όλο ενθουσιασμό. Μπήκαμε. Κάναμε 2 βήματα, φωνάξαμε αν είναι κανείς εκεί και μια φωνή απ’το υπερπέραν μας είπε ότι έρχεται. «Θα είναι μεγάλο το σπίτι» σκέφτηκε η φιλενάδα μου, όσο εγώ θαύμαζα κάτι ξέκωλες ημίγυμνες που δέσποζαν τους τοίχους, παρακαταθήκη απ’το play boy που προφανώς μανιωδώς διάβαζε ο ιδιοκτήτης, διότι άμα δεν έχεις εντριφύσει πάνω στα συλικονάτα στήθη ξανθών αλογόφατσων, κουλτούρα δεν έχεις! Με τα πολλά και ενώ είχαμε περάσει στο μπαλκόνι που έβλεπε Λυκαβηττό πιατέλα και χωρούσες μέχρι και τσιμπούσι και ρωμαϊκό όργιο να κάνεις, βγαίνει κοκκαλιάρικο, λιγδιασμένο, μουσάτο, γερασμένο, μπλιαχτερό ουδέτερου γένους, χαμογελαστό και ξεδοντιασμένο να μας υποδεχτεί. Δε θα πω ψέματα. Σκέφτηκα προς στιγμήν να πηδήξω απ’το μπαλκόνι σαν άλλη Σουλιώτισσα. Ο εν λόγω ιδιοκτήτης φορώντας μόνο μια τζιν βερμούδα, αφήνοντας ακάλυπτο το δασύτρεχο στέρνο, προς τέρψην μόνο των ψείρων και λοιπών ζωυφίων, μας ξεναγεί και στους υπόλοιπους χώρους, κάθε χώρος- να αναφέρω- είχε επιμελώς διακοσμηθεί από ξανθότσουλο με τους βύζους έξω. Πασχίζοντας να διατηρήσουμε το βλέμμα μας στο σπίτι που έζεχνε και βρώμαγε και την ψυχραιμία μας, παρά την έντονη επιθυμία μας να βυθιστούμε αμφότερες σε betadin, ο ιδιοκτήτης μας αποκαλύπτει ότι επαγγέλεται «ερωτικός μασέρ». Προσπάθησα ειλικρινά πάρα πολύ να μη βάλω τα γέλια, αν και νομίζω πως δεν τα κατάφερα, έστρεψα ωστόσο το βλέμμα μου απ’την άλλη, γιατί άμα έχεις τρόπους κυρά μου πας και στο Bachingham, όπου πέφτω μούρη με βύζο με μια άλλη playboyλίστρια.

«Έχω και άλλο ένα σπίτι που νοικιάζω να σας δείξω, δώστε μου μισό λεπτό να αλλάξω» είπε ο ερωτικός μασέρ, καθόσο μας εξηγούσε ότι το ερωτικό μασάζ βρε κουτά, μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν πρόκειται περί τσόντας βρε, πονηρά παιδιά, αλλά κάθεται λέει αυτός γυμνός (τύφλα να ‘χει ο Marlon Brando τώρα), ξαπλάρεις κι εσύ γυμνή και αυτός δως του και τρίψε την πλάτη σε ταράζει στις μαλάξεις και τα συναφή για να σπάσουν τα άλατα και όπως διεγήρεσθε ταυτόχρονα, έτσι φεύγει η κούραση και ο πυρήνας του άγχους διασπάται και τα στρώματα της κακής ενέργειας πάνε περίπατο και το είναι σου ταυτίζεται με το μυαλό σου και η καρδιά σου με τον κώλο σου και οι ενεργειακές πλάκες συνθέτουν μια δύναμη που έρχεται απ’τα φουι και απελευθερώνεται θετική ενέργεια τσάκρας και τα λοιπά και τα λοιπά.

Όσο ακούγαμε αυτό το τόσο σοβαρό επάγγελμα και όσο η φίλη μου ακόμα ονειρευόταν τα μπάρμπεκιου που θα έκανε στο μπαλκόνι, αυτός άλλαζε φορεσιά για να μπορέσει κόσμιος να μας συνοδέψει 3 στενά πιο κάτω που βρισκόταν και το επόμενο σπίτι. Εγώ που άλλο κακό να μη με έβρισκε, σώνει πια με το μπαλκόνι, δε βλέπεις χριστιανή μου τι καπνό φουμάρει ο ιδιοκτήτης, ήθελα να φύγουμε, βρισκόμουν ακόμα στο σαλόνι, όπου και γυρίζω από την άλλη να θαυμάσω και το μπούστο έταιρης ξανθοτσουλάρας και τι αντικρίζουν τα μάτια μου Παναγιά της Τήνου και της Σουμελά, δώδεκά μου απόστολοι και χερουβείμ του ουρανού;;;;;;;;;;;
Αυτό το θεσπέσιο κορμί ολόγυμνο!!!!!!!!!! Χωρίς μποξεράκι, χωρίς φανελάκι, χωρίς κάτι τέλος πάντων να κρύψει το έμφραγμα που κόντευα να πάθω! Σκέφτηκα προς στιγμήν «ώστε έτσι αισθάνεσαι όταν παθαίνεις εγκεφαλικό» και προσπαθώ να ξαναβρώ τη λαλιά μου και με άναρθρες κραυγές «να ω στη φλη μου ότι καλύτρα να πηγαίνμε», πού να έχεις το κουράγιο να τα πεις όλα τα γράμματα, μετά από τέτοιο θέαμα, Χριστέ! Δεν προλαβαίνω να πάω στο μπαλκόνι και να πω στη φιλενάδα μου να φύγουμε, εμφανίζεται ο φιλήδονος μασέρ, ο οποίος και έθεσε την χείρα του επί της κεφαλής μου!!!!!!!!!!!!

Απανωτά εγκεφαλικά με ηλεκτροσόκ με διαπέρασαν, φοβήθηκα ότι το κολάψους δεν το γλιτώνω, κλάφτε με μάνα κλάφτε με τη νύχτα με φεγγάρι, πού έχει ταξί να φύγω, δεν έχει δρόμο να διαβώ, σοκάκι να περάσω, όσο σκεφτόμουν πού βρισκόταν αυτό το χέρι, πριν έρθει να ακουμπήσει το φρεσκολουσμένο μου μαλλί, ήθελα να πάρω την ψιλή και να γίνω γλόμπος αυτοστιγμιαίως! Έντρομη γυρνάω προς το μέρος του, με ύφος που όχι απλά τον αφόπλισε, πρέπει και να του έκανε την αγκινάρα, μπάμια, ευτυχώς ο θεός μας φύλαγε και είχε φορέσει ένα βρομερό και τρισάθλιο μπλουζάκι που είχε λιώσει πάνω του και μια άλλη βερμούδα (χαρά στην αλλαγή που έκανε για να μας συνοδέψει), πετάχτηκε και η φιλενάδα μου και είπε ότι τα λεφτά είναι πολλά και η κρισή επερχόμενη και σηκωθήκαμε και φύγαμε μέχρι να πεις κύμινο. Μέχρι να φτάσουμε Κηφησίας στο ύψος του Χαλανδρίου ήμουν ακόμα υπό την επήρεια του σοκ. Στρατιωτάκι, αμίλητο, ακούνιστο, αγέλαστο, φοβόμουν μήπως έχει στραβώσει και το στόμα μου και μείνω για πάντα έτσι. Με τα πολλά και μόλις ξανα αντίκρισα το σπιτάκι μου, σαν να μου ήρθε μιλιά στο στόμα, κατάφερα να βγάλω 2-3 άναρθρες κραυγούλες και να πω «εντάξει» στις χιλιάδες απολογίες της φίλης μου, τι έφταιγε κι αυτή, μήπως ήξερε πού πηγαίναμε; «Μόλις ξαναφτιάξω τα μαλλιά μου ανθρώπινα και κάνω απανωτές πλύσεις με οινόπνευμα θα σου ξαναμιλήσω» της απάντησα. Την επόμενη ώρα την είχα ξαναπάρει τηλέφωνο για να κανονίσουμε για καφέ.

Ηθικό δίδαγμα: Για μετακομίσεις σπιτιών, μαζευτείτε ένα μπούγιο ολόκληρο να πηγαίνετε στα σπίτια, γιατί δεν ξέρετε σε τι τρελό μπορεί να πέσετε. Τουλάχιστον άμα είστε πολλοί μαζεμένοι να γίνει ένα όργιο της προκοπής ρε παιδιά!

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Αύγουστοι


εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω Σεπτέμβρης,  έλεγε ο Αύγουστος

Τι να είναι οι 6 τι να είναι οι 7 μήνες. Μονά ζυγά, δικά σου, ζωή. Κοντεύεις να με μεγαλώσεις ακόμα ένα μήνα. Σαν φύγει ο Αύγουστος σκέφτηκα ποιος αντέχει να μεγαλώσει τα όνειρά του; Θέλει και η ύπαρξη αντοχή και υπομονή και ποιος αντέχει να υπομείνει το χειμώνα της απουσίας σου; Όχι, καλύτερα έτσι, καλύτερα στη ζέστη, καλύτερα στη θάλασσα και στον ήλιο του Αυγούστου. Διπλό φεγγάρι μας έλαχε. Μια στην αρχή και μια στο τέλος. Κύκλος που σε κρατάει πανσέληνος, παντού. Καλύτερα να ζεις στο φεγγάρι του Αυγούστου μου. Κι ας μην τύχουμε σε διπλό, κι ας μην ολοκληρωθεί η εικόνα της ανυπαρξίας σου. Έτσι, απλά για να σε κρατάω στα δειλινά που ο ήλιος ανταμώνει τη θάλασσα και βυθίζεται εντός της, υπομονετική η θάλασσα, καρτερική, υπομονεύει κάθε σου κίνηση σιωπηλά και σε δέχεται πάντα, την ίδια ώρα, δευτερόλεπτα μπρος δευτερόλεπτα πίσω, δεν κοιτάνε οι αιώνες το χρόνο που με περνάει εμένα. Γεύομαι το αθάνατο τα καλοκαίρια. Το απεριόριστο, το ατερμάτιστο, για να μπορώ ευκολότερα να σε εντοπίσω μες το άδειο. Κάθε κενό που γέμισα, κενό θα παραμείνει. Διασπώμαι. Και διαλύομαι. Κάθε ολόκληρο ας σταματήσει στις Αυγουστιάτικες πανσελήνους.

Γιατί πώς αλλιώς; Σαν γυρίσει το φεγγάρι και ο άνεμος, τα τελευταία κρύσταλλα που με κρότο έσπασα, φωτογραφία κενή και αγέλαστη, θα τα πάρει η θάλασσα εντός της. Έχεις δει όταν φυσάει νοτιάς πώς η θάλασσα μαζεύει τα απομεινάρια της, τα κομμάτια της που εξέθεσε στον ήλιο σου; Σιγά σιγά τα μαζεύει εντός της, επανασυντίθεται για να σε αντέξει, εσένα και την απουσία σου. Γι αυτό σου λέω. Εσύ κατοικείς στα καλοκαίρια μου. Κι ας αποσυντίθεμαι εγώ, μήπως και οι αχτίνες μου φωτίσουν μια μέρα το δρόμο της επιστροφής σου.



Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 4η Ιστορία: "Ανάστροφες"


«Ανάστροφες»
Σωτήριον έτος 2006. Για κάποιο λόγο οι περισσότερες ιστορίες μου έχουν ως κεντρικό άξονα, εκτός από την τρέλα που με καταδιώκει ολούθε, το ζεστό καλοκαίρι, πηγή έμπνευσης και χαράς μου. Ωστόσο, πριν από 6 χρόνια τα καλοκαίρια δεν τα περνούσα τεμπελιάζοντας και ρεμβάζοντας τη θάλασσα, με απανωτά κολύμπια εντός της και χαρτοπαίγνιο μέχρι τελικής πτώσης (εως ότου δηλαδή μαζευτεί καμιά αστυνομία και μας συλλάβει σαν άλλη βίλα των οργίων- τι το κάναμε εδώ μέσα American bar κι έτσι), καθότι ήμανε ακόμα φοιτήτρια εν Φιλοσοφική, ήτοι άλογο κούρσας σε χειμερινούς και θερινούς μήνες για να περάσω όχι μόνο τα μαθήματα του έτους μου, αλλά και όλων των υπολοίπων ετών, των συναφών και ασυναφών σχολών που θα μπορούσε να δηλώσει φοιτητής. Ιούνιος μήνας, η λύπη του φοιτητή και η χαρά του τεμπέλη, από τα πρώτα έφτασα στα δεύτερα, αλλά το 2006, όπως προείπα λυπόμουν μέχρι τα τρίσβαθα τσι ψυχής μου γιατί ενώ ονειρευόμουν να λούομαι στις θαλάσσεις, είχα αγκαλιάσει την Εξελικτική Ψυχολογία, που όσο κι αν την διάβαζα δεν έβλεπα καμία εξέλιξη, παρά μόνο μια ακατάσχετη μανία μου να διαβάζω μέχρι και την υποσημείωση της υποσημείωσης, καθότι είχα κάνει λάβαρο το μότο «ο καλός ο φοιτητής πρέπει να το ξεκοκκαλίσει το βιβλίο» και συμπεριφερόμουν ως άλλο βαμπίρ.

Η δόλια μάνα απ’την άλλη που άλλο καημό δεν είχε η γυναίκα, σιγά μην καθόταν να σιγοβράζει στην Αθήνα, σαν τα ντολμαδάκια της Πετρουλάκη στον ατμό, και ούτε είχε και καμιά όρεξη η γυναίκα να με βλέπει ολημερίς και ολονυχτίς με το ροζ βιβλιαράκι του Παρασκευόπουλου ανά χείρας, ούτε οι καλόγριες την Καινή Διαθήκη τέτοιος έρωτας, αποφασίζει να πάει στην εξοχική παραθαλάσσια κατοικία, να μου κάνει τα νεύρα ζαρτιέρες και το θυμικό φουστανέλα, όχι μόνο γιατί μετά βίας αντέχω ένα χειμώνα ολόκληρο μακριά απ’τη θάλασσα, αλλά και γιατί ώστις φρικτή μαγείρισσα θα έπρεπε να αναγκάζω την καημένη τη γιαγιά μες την ντάλα να με ταίζει πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ (γιατί έχω και απανωτές πείνες τρομάρα μου και στομάχι με ταινία). Με τα πολλά και αφού η δόλια μάνα συναισθάνεται το τέκνον της και την κλαψούρα του απ’το τηλέφωνο που με πλάγιο και πολύ υποχθόνιο τρόπο παρακαλάει τη μαμά του να γυρίσει εν Αθήναις για να το ταίζει συνέχεια, γιατί καίει φλάτζες απ’το διάβασμα και χρειάζεται και ήλιο για τη σωστή φωτοσύνθεση (φυτάρα απ’τις λίγες) αποφασίζει να πάρει τον προαστιακό και να έρθει να με μπουκώσει στο φαί.

Σημαντική παρένθεσις ότι η δόλια μάνα αν και έκανε την υπέρβαση να αφήσει τις διακοπές της για χάρη του τέκνου είναι ικανή να σε πηδήξει ανάποδα στη γκρίνια (μιλάμε για μερόνυχτα μουρμούρας που ούτε ωτοασπίδα δε σε σώζει) αν τύχει και αργήσεις να πας να την παραλάβεις απ’το σταθμό. Γνωρίζουσα η δικιά σου ότι απ’τη γκρίνια της μάνας άλλο κακό να μη σε βρει στη ζωή σου, έχω προνοήσει να βάλω ξυπνητηράκι 4 το μεσημέρι, γιατί τον παίρνω και λίγο τα μεσημέρια για να διατηρώ το δέρμα φράπα και γιατί είμαι της φιλοσοφίας ότι ο πολύς ο ύπνος κάνει καλό στο φοιτητή γιατί κάθεται η γνώση στο κεφάλι σου καλά και άλλα τέτοια, ώστε να προλάβω που λες να πάω να την παραλάβω απ’το σταθμό. Έλα μου όμως, που εκείνη την ημέρα η γιαγιά, μαγείρισσα παραδοσιακή που σε μπουκώνει ανελέητα μέχρι θανάτου με συνταγές που ονειρεύεσαι και σου τρέχουν τα σάλια και σου σηκώνονται…οι τρίχες βρε κουτά, έχει μαγειρέψει γεμιστά, φαί που απαιτεί 2-3 κομμάτια στην καθισιά σου, μισή φραντζόλα ψωμί και ένα κιλό τυρί φέτα, για να ‘χει ο νεκροθάφτης να λέει ότι πέθανες από χοληστερίνη. Εντάξει, άνθρωπος είμαι κι εγώ, μια ντάγκλα μου ήρθε βρε αδερφέ μετά απ’αυτό το γαστριμαργικό όργιο. Όχι ξυπνητηράκι δεν άκουσα και οι καμπάνες της εκκλησιάς να βαράγανε, πρώτα θα γινόταν η Δευτέρα παρουσία, μετά θα ξύπναγα εγώ. Όπως αντιλαμβάνεστε, με το που ανοίγω τα μάτια μου απ’το μεσημεριανό λήθαργο είμαι ήδη 10’ αργοπορημένη, οπότε και παίρνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου και εκσφενδονίζομαι στον Κριστιάν, κλαίγοντας τη μαύρη μου τη μοίρα που μέσα στο καλοκαίρι η γκρίνια της μαμάς θα με εξοντώσει και τελειωμό δε θα ‘χει.

Στη φούρια μου απάνω έχω ξεχάσει και τις σαφέστατες οδηγίες της δόλιας μάνας που και όσο τις άκουγα στο τηλέφωνο, από το ένα αυτάκι μπαίνανε από το άλλο βγαίνανε, γιατί τον προσανατολισμό τον έχω έμφυτο, οπότε τι να σου μπιπ τώρα οι οδηγίες της μαμάς, φτάνω στο σταυροδρόμι το μοιραίο και έλα μου τώρα που βρίσκομαι σε ένα δίλημμα: πας δεξιά, πας αριστερά; Όχι, αγάπη μου, δεν είναι ότι είχα χαθεί, έναν προβληματισμό είχα απλά. Τον υπόλοιπο δρόμο τον θυμόμουν τέλεια, αυτή τη μικρή λεπτομέρεια δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ. Λεπτομέρειες, σκέφτηκα. Θα πάω δεξιά, έτσι γιατί και το ΚΚΕ μας τα ‘χει κάνει τσουρέκια. Και αφού κάνω μια στροφή σαν αυτές τις καλές που έχουν στις νεροτσουλήθρες μόνο ξέρεις, φτάνω μπροστά σε διόδια. Γαμώ το φελέκι, σκέφτηκα. Το υπόλοιπο υβρεολόγιο που ξεχύθηκε εντός της κεφαλής μου δεν είναι πρέπον να σας το αναφέρω. Η μαμά μού είχε επιστήσει την προσοχή ότι αν βρω στο δρόμο μου διόδια, σημαίνει ότι πήρα το λάθος δρόμο, που γυρισμό δεν έχει. Ψάχνω για κέρματα. Σιγά μην είχα. Εδώ για καφέ έξω βγαίνω και συνειδητοποιώ αφού έχω ήδη παραγγείλει το τσαγιερό μου, ότι δεν κρατώ πάνω μου πορτοφόλι και με αθώο βλέμμα αλά Αλίκης στο ναυτικό θα αναγκαστώ να μου το πληρώσουν οι άλλοι! Σταθμεύω λίγο αριστερά σε ένα πλάτωμα και σκέφτομαι εκτός απ’το κραξίδι που με περιμένει, μήπως αν πήγαινα να παρακαλέσω αυτά τα έρμα κουλά στα διόδια, με άφηναν να περάσω έτσι, για τα ωραία μου τα μάτια; Ναι. Σκέφτηκα από μέσα μου. Αυτό θα κάνω. Αίφνης και καθώς έχω ήδη ανοίξει την πόρτα συνειδητοποιώ ότι με αυτή την αμφίεση όχι δημόσια δεν κυκλοφορείς, ούτε και μέσα στο σπίτι σου με καθρέφτες, μπορεί να είναι οδυνηρό το αποτέλεσμα, αν τύχει και τρακάρεις τη μούρη σου σε κανέναν από δαύτους. Περιγράφω με ακρίβεια, παντοφλάκι-σανδαλάκι θαλάσσης ροζ με μπλε φωσφοριζέ από κάτω, κοντομάνικη πυτζάμα του δημοτικού, γυαλί μυωπίας, αστιγματισμού, πρεσβυωπίας και λοιπών αμφιβληστροειδών παθήσεων, μαλλί πιασμένο της Φιλιπιννέζας που σου καθαρίζει το τζάμι, γυφτιά σκέτη εν ολίγοις. Και τώρα; Συλλογιέμαι. Τι δυνατότητες έχω; Λεφτά δεν παίζουν, άρα; Βγαίνω απ’το αυτοκίνητο και κατευθύνομαι προς το ταμείο. Διερχόμενα αυτοκίνητα ελαττώνουν ταχύτητα στην όψη της γιούφτισσας που αποφάσισε να αυτοκτονήσει στην Αττική Οδό, οι κουλοί των διοδίων με κοιτάνε απ’τα τζαμάκια τους με τρόμο, σου λέει αυτή η πρεζού θα έρθει να μας ζητήσει κανά ψιλό.

«Συγγνώμη, επειδή δεν έχω ψιλά μπορείτε να με αφήσετε να περάσω; Μπήκα κατά λάθος εδώ, ήθελα να πάω στο σταθμό», ρώτησα με πολύ σοβαρό ύφος, που είμαι σίγουρη με έκανε ακόμα πιο γελοία.

«Δε γίνεται αυτό», σοβαρός και ο κουλός υπάλληλος και λίγο αγενής μη σου πω.
«Και εγώ τώρα τι θα κάνω δηλαδή;» εύλογη απορία μου.
«Ό,τι κάνετε πάντως με δική σας ευθύνη» ατακάρα απ’τις λίγες του τύπου άμα θες να αυτοκτονήσεις, αυτοκτόνα, να σηκώσεις τις μπάρες σαν άλλος Γκλέτσος, σήκωσέ τες, να ξεβρακωθείς μπας και σου δώσουν κανά ψιλό, ξεβρακώσου, πάντως με δική σου ευθύνη.

Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο και σκέφτομαι ξανά και ξανά πως τώρα που ανακαλύφθηκε το μποζόνιο πρέπει να του ανάψω ένα κερί, να του βάλω ένα ηλεκτρόνιο να κινείται γύρω απ’τον πυρήνα του, δεν ξέρω τι τελετή θέλει τέλος πάντων, αλλά είναι πραγματικά μεγάλη κωλοφαρδία ότι μπήκα τελικά στο αυτοκίνητο, άναψα και τα αλάρμ, γιατί άμα είναι να πεθάνεις, καλύτερα να πεθάνεις με στυλ, και έκοψα τη στροφή την απότομη που δε βλέπεις τι σε περιμένει στη γωνία μετωπική για να ξαναβγώ στο δρόμο τον αγύριστο και αυτή τη φορά να τον πάρω πιο σωστά (το δρόμο πάντα) και ό,τι ήθελε προκύψει. Θα την πω την αμαρτία μου: όταν είσαι 18 και ολίγον τι βλαμμένο σαν και του λόγου μου, γυρνάς μετά στο σπίτι και έχοντας παντελή άγνοια του κινδύνου που διέτρεξες δε σκέφτεσαι την άσπρη σου τη μοίρα που σε αξίωσε όχι μόνο να ζεις εσύ ηλίθιο κουτάβι, αλλά και να μην πάρεις στο λαιμό σου κανά δύσμοιρο που βρέθηκε στο διάβα σου, αλλά απολογείσαι που άργησες φοβούμενη μην τύχει και φθινοπωριάσει και η μαμά ακόμα γκρινιάζει, η μαμά που έπαθε το τέταρτο εγκεφαλικό μόλις έμαθε την ιστορία μου!

Ηθικό δίδαγμα: Πάντα μα πάντα πάντα πάντα, ακόμα κι αν απλά θες να κατέβεις στον κάτω όροφο ρε παιδί μου να ζητήσεις ζάχαρη απ’τη γειτόνισσα ή λάδι απ’το γείτονα, να παίρνετε μαζί σας λεφτά. 1-2 ευρώ έστω.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 3η Ιστορία: "Ο μαύρος και η Μέγκαν Φοξ"


«Ο μαύρος και η Μέγκαν Φοξ»
Το καλοκαίρι νομίζω είναι η εποχή που τα ευτράπελα όχι απλά με κυνηγούν αλλά με ορέγονται σαν ξερολούκουμο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη. Το περιστατικό λαμβάνει χώρα στον επίγειο παράδεισο ήτοι αλλιώς και ονομαζόμενο «εξοχική Κιρχοφική κατοικία». Την αγάπη μου για το ύδωρ την έχω επισημάνει και αλλού (προς γνώση μερικών αμόρφωτων λαϊκών αστοιχείωτων περί των μεγάλων επιστημών, όπως της αστρολογίας, μην κάνουν συνειρμούς λανθασμένους ότι ο Υδροχόος ανήκει στα ζώδια του νερού και άρα κατ’επέκταση γι αυτό όταν είμαι στη θάλασσα νιώθω σαν το φυσικό μου περιβάλλον, διότι να σας πληροφορήσω μεταλαμπαδεύοντας αυτή τη στιγμή πολύτιμη γνώση, ότι εμείς οι Υδροχόοι ανήκουμε στα ζώδια του αέρα). Αυτή μου η αγάπη λοιπόν με οδήγησε εκείνη την ημέρα στο να βουτηχθώ εντός θαλασσών τρεις φορές, μια κατά τις 7,30 το πρωί με την τσίμπλα στο μάτι με το που σηκώθηκα, αυτομάτως φόρεσα μαγιώ, μετά τις διόπτρες μου μην τρακάρω με καμιά τσιπούρα και μπήκα σούμπιτη στη θάλασσα να με ξυπνήσει το δροσερό νερό.

Πριν αφηγηθώ τη δεύτερη και φαρμακερή φορά, να ενημερώσω φίλες και φίλους ότι στο απέναντι σπίτι βρίσκεται το εξοχικό της αγαπημένης μου θειάς, αδερφής του μπαμπά μου, με λεξιλόγιο 20χρονης και συμβουλές μπασμένης στα κόλπα ώριμης γυναίκας που μπορείς να της εμπιστευθείς απ’τη γκομενική σου σαχλαμάρα, μέχρι και οτιδήποτε σοβαρό μπορεί να γυροφέρνει τον εγκέφαλο μιας 24χρονης. Η θειά λοιπόν τυγχάνει άνευ οχήματος αυτό το καλοκαίρι και το κοντινότερο σούπερ-μάρκετ είναι σε απόσταση που αν την κάνεις με τα πόδια μες την ντάλα καλοκαίρι, το πιθανότερο είναι να σε τρέξουν στα επείγοντα πριν καν βρεθείς στη μέση της διαδρομής. Σαν καλή ανηψιά λοιπόν κι εγώ είπα να προθυμοποιηθώ να πάω τη θεία στην αγορά με τον Κριστιάν (δε θέλω να ακούω αυτοκίνητο, ο Κριστιάν δεν είναι αυτοκίνητο είναι ο Κριστιάν ή αλλιώς το Σάξο της μικρής) για να ψωνίσει τα απαραίτητα υλικά να μου φτιάξει και εμένα κανά μπιφτέκι το βράδυ να την κάνω λαχείο, γιατί τίποτα σ’αυτή τη ζωή δε γίνεται ανιδιοτελώς. Έλα μου όμως που αι νοικοκυραί όταν σου λένε ότι θα βγω έξω να πάρω 1-2 πράγματα, που τα έχουν γραμμένα και σε χαρτάκι, και τα βλέπεις ότι όντως είναι 1-2 πραγματάκια και λες εντάξει σε ένα εικοσαλεπτάκι θα έχουμε ξεμπερδέψει, στην ουσία φιλοδοξούν να αγοράσουν όλο το σούπερ-μάρκετ και το φορτηγό ανεφοδιασμού που θα σκάσει μύτη αργότερα. Και σαν να μην έφτανε αυτό για κάποιο ανεξήγητο λόγο έχουν στοχεύσει τα μισά προϊόντα να τα παίρνουν απ’το ένα σούπερ-μάρκετ και τα άλλα μισά απ’το άλλο σούπερ-μάρκετ, κάτι φαγώσιμα από ένα τρίτο και μπανιεροκωλοχαρτικά από γνωστή γερμανική αλυσίδα γιατί είναι πάμφθηνα. Όπερ μεθ’ερμηνευόμενον εστί μπορεί μεν στο κάθε σούπερ-μάρκετ να κάθονται 20 λεπτάκια, αλλά όταν έχεις να γυρίσεις όλα τα σούπερ-μάρκετ του νομού περνάει ένα τριωράκι στο νερό ή για την ακρίβεια ευχόμενη να είσαι στο νερό, πριν ψοφήσεις και αφήσεις τα κοκκαλάκια σου από θερμοπληξία.

Αφού λοιπόν γεμίσαμε τον Κριστιάν ίσαμε και την οροφή και τιγκάραμε ωσάν τους γιούφτους που πάνε σε πανηγύρι καταφέραμε τελικά να επιστρέψουμε, μες την ιδρωτίλα και την κούραση, με μάτια που έβλεπαν πουλάκια και ξελιγωμένη από δίψα σαν τον περιπλανώμενο στην έρημο για βδομάδες. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ένα δεύτερο μπάνιο στη θάλασσα φάνταζε όχι απλά σαν όαση, αλλά και κάτι παραπάνω. Ξεβρακώθηκα αυτοστιγμιαίως, φόρεσα το μαγιώ μου (απ’τα καλά όχι το άλλο που σε τσιτσιδώνει θες δε θες) και βούτηξα χωρίς δεύτερη σκέψη στη θάλασσα μπας και ξεγκανιάσω η γυναίκα. Και εκεί που ελουόμην αμέριμνη και έκανα τα μακροβούτια μου, αφού παπάριασα καλά καλά αποφασίζω να βγω. Αίφνης, και ενώ έχω φτάσει ήδη στα ρηχά και ετοιμάζομαι να αναδυθώ ωσάν άλλη Αφροδίτη της Μήλου, ύποπτο αλλοδαπό μαυριδερό απ’τα καλά τα αφρικάνικα τα τουρμπάτα σταματάει με το ποδήλατό του, ξεπεζεύει και κάθεται στα βραχάκια μου χαμογελά και περιμένει το μπανιστήρι της τρελής (προφανώς έβλεπε μόνο το κεφάλι και χάρηκε γιατί δεν ήξερε τι τον περίμενε άμα τη ανάδυσή μου). Η δικιά σου αντιλαμβάνεται ότι στην ακτή δε ζει το ψάρι και πως ο αφρικανός δεν αστειεύεται ούτε άμα του πω κανά καλιαρντό θα το πάρει στην πλάκα, αποκλεισμοί καραδοκούν επίσης-πάω και για χρυσό στην εμμονική κολύμβηση, κάνει αυτόματη βουτιά και ξαναγυρίζει εντός θαλάσσης, ότι τύπου βγήκα βγήκα έξω σαν την μαρίδα στα ρηχά όχι για να βγω στη στεριά βρε κουτά, έτσι από πίκα και συνεχίζω το μπάνιο μου αμέριμνη. Το αλλοδαπό δουλειά δεν είχε να κάνει φαίνεται, απτόητο, σου λέει πόση ώρα θα το παίζει Πάμελα Άντερσον στο Baywatch αυτή κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να βγει.

Εν τω μεταξύ επειδή εγώ γενικά δεν το ‘χω και πολύ και άμα είναι να συμβεί το ευτράπελο θα συμβεί σε μένα και θα ‘ρθει να με σφιχταγκαλιάσει μην τυχόν και του ξεφύγω, μου ‘ρχεται φλασιά εκείνη την ώρα πριν κάνα 2 χρονάκια που έχω πάει σε ένα beach party τρομάρα να μου ‘ρθει με μεγάλη παρέα και εκεί που παίξαμε τη ρακέτα μας και το beach volley μας και μπήκαμε και κάναμε και τις βουτιές μας και τα μπαλαμούτια μας γιατί ο καλός ο Δίας είχε προνοήσει στην παρέα να υπάρχει και ψηλό μελαχρινό τουμπανάτο αγόρι, ήτοι πειρασμός απ’τους λίγους, αποφασίζουμε να βγούμε για να ηλιοθεραπιαστούν οι άλλοι κι εγώ να κρυφτώ σε καμιά σκιερή γωνίτσα σαν το ποντίκι, γιατί τον ήλιο του καλοκαιριού τον τρέμω περισσότερο και απ’τις κατσαρίδες που κάνουν πανηγύρι τους θερινούς μήνες. Και επειδή όταν θες να το παίξεις και πολύ καυλάτη γκόμενα το πιθανότερο είναι να γελοιοποιηθείς περισσότερο απ’ότι αν ήσουν πραγματικά ο εαυτός σου, καθώς βγαίνουμε με το ψηλό μελαχρινό τουμπανάτο προς τα έξω και σκέφτομαι εγώ τώρα τι μπανιστήρι θα πέσει έτσι που αναδύονται τα κορμιά με τα νερά και τα αλάτια και αντί για μένα φαντάζομαι ότι είμαι η Μέγκαν Φοξ, γιατί το γελοίο του πράγματος κάπως έτσι ξεκίνησε, εκεί που κολυμπάμε κολυμπάμε κ έχουμε φτάσει στα ρηχά ρηχά και πρέπει να σηκωθούμε να το κόψουμε με περπατητό τα τελευταία μέτρα προς τη στεριά γιατί θα στουκάρει κανά γόνατο στην άμμο, σηκώνομαι απότομα και προχωρώ κοντά κοντά με το ψηλό μελαχρινό και τουμπανάτο προς χάρη και τέρψη του οφθαλμού του. Όμως, για κακή μου τύχη, θα έπρεπε ως Κίρχοφ να είχα δώσει περισσότερη βάση στα μαθήματα της Φυσικής όπου θα εξηγούσαν με φυσικούς τρόπους και αξιώματα ακαταλαβίστικα ότι για κάποιο λόγο, που ακόμα δεν μπορώ να σας τον εξηγήσω με επιστημονική γλώσσα, οπότε θα το πω σε καλιαρντό, όταν σηκώνεσαι απότομα μπαίνει πολύ νερό στα βυζιά σου και το ύφασμα του σουτιέν σπρώχνεται πιο πέρα με αποτέλεσμα να μην καλύπτει πια τη ρώγα σου αλλά την πλάτη σου. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν και 10 βήματα που έκανα ώσπου να καταλάβω ότι η πλαζζζζ δε με κοιτάει επειδή είδε τη Μέγκαν Φοξ της Ελλάδας, αλλά επειδή απλά υπάρχει βυζί στον ορίζοντα ανεξαρτήτως μεγέθους, σώματος, φάτσας, ράτσας και εθνικότητας. Ε με τα πολλά και αφού μέχρι και τα 2χρονα σταμάτησαν να παίζουν με τα κουβαδάκια τους αντελήφθην κι εγώ, ο κερατάς τα μαθαίνει πάντα τελευταίος, ότι το βυζί μου είναι φάτσα φόρα παρτίδα και αρχίζω να μαζεύομαι αντιλαμβανόμενη ότι χωρίς την έπαρση της Μέγκαν Φοξ και ως απλή Τατιάνα Κίρχοφ (όσο απλό μπορεί να είναι ένα τέτοιο όνομα με τέτοια ιστορία) θα ξεφτιλιζόμουν λιγότερο.

Και σκεφτόμενη αυτή την ιστορία διότι για κάποιο λόγο το μυαλό της Υδροχόου κάνει συνάφειες τρελές και από φόβο μην ξαναπάθω μια απ’τα ίδια,γιατί όποιος καίγεται στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι μετά, και τελικά επειδή ο καλός ο Δίας αγαπά τα αλλοδαπά μαυριδερά, αλλά αγαπάει και τα ντόπια τα λευκά, πάνω στον παροξυσμό και στην απόγνωση πώς διάολο θα ξεφύγω τώρα, σκάει μύτη γείτονας ψαροντουφεκάς με το όπλο του αναχείρας αγριοκοιτάει το αλλοδαπό το οποίο και τα βρίσκει κωλυώμενα και γίνεται μπουχός.

Δε θα σας κρυφτώ παιδιά μου. Όση ώρα το αλλοδαπό με ορέγετο και εγώ δεν ήξερα προς τα πού να φύγω, μια και μόνο σκέψη πέρναγε απ’το μυαλό μου «Κίρχοφ, αν δεν μπορέσεις να το αποφύγεις, κοίτα τουλάχιστον να το απολαύσεις».

Ηθικό δίδαγμα 1: καλύτερα να γελοιοποιηθείς ως ο εαυτός σου, παρά και καλά υποδυόμενος κάποιον άλλον, γιατί στη δεύτερη περίπτωση η γελοιποίηση θα είναι διπλάσσια.

Ηθική δίδαγμα 2: αν ο ψαροντουφεκάς που θα εμφανιστεί σαν από μηχανής θεός για να σας σώσει είναι νέος και παιδαράς κάντε ένα ευτυχές τρίο στην παραλία, γιατί τέτοιες ευκαιρίες δεν πάνε χαμένες!

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 2η Ιστορία: "Η καλή νοικοκυρά..."


“H  καλή  νοικοκυρά…»
Και έρχεται μια στιγμή στη ζωή σου που όσο ακαμάτρα και τεμπέλα να είσαι, όσο ανεπρόκοπη γομάρα και εκσυγχρονισμένη φεμινιστογκόμενα (και καλά) που όχι απλά δεν ξέρει ούτε ένα αυγό να βράζει, ούτε πώς πιάνουν την πατάτα για να την ξεφλουδίσουν, θα αναγκαστείς να μάθεις να μαγειρεύεις. Όχι, για τους κλασικούς λόγους ότι η καρδιά του άντρα περνάει απ’το στομάχι (άλλωστε επιστημονικότατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι αν η καρδιά του άντρα περνάει απ’το στομάχι, τότε το κεφάλι του άντρα βρίσκεται κάπου εκεί χαμηλά), αλλά γιατί θα έρθει η μέρα που για να το παίξεις όντως ανεξαρτήτου και φιλελευθέρου θα πρέπει να πας να ζήσεις μόνη σου, χωρίς τη δόλια μάνα που σου βγάζει μέχρι και το κουκούτσι απ’το καρπούζι μην τύχει και πνιγείς ολόκληρο μουλάρι 22 χρόνων.

Για μένα αυτή η στιγμή ήρθε όταν στα 22,5 μου (γιατί όταν είσαι νέος μετράς και τους μήνες, δε λες ποτέ είμαι 23 αν δεν είναι όντως η ημέρα των γενεθλίων σου και δεν έχει περάσει όντως η ακριβής ώρα κατά την οποία η μάνα σου σε πέταξε έξω απ’την κοιλιά της- ήτοι για τους πιο επιστήμονες η ώρα του ωροσκόπου σου), όταν και σαν κλασικό φύτουκλο απ’τα λίγα είχα τελειώσει τη Φιλοσοφική απ’τα 21 (γιατί άμα οι γονείς σου σε έστελναν από μικρό νηπιαγωγείο, έχεις κερδίσει και χρονιά και το παίζεις και ιστορία) στα 3,5 χρόνια κοινώς και αφού είχα τεμπελχανιάσει και έναν ολόκληρο χρόνο για να συνέλθω απ’την υστερία του να δίνεις 17 μαθήματα σε 2 εξεταστικές, ενώ παράλληλα θες να παίρνεις και αριστεία και σε όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες με τις οποίες καταπιάνεσαι και σου τρώνε 25 ώρες απ’την καθημερινότητά σου, με μονολόγους, πρόβες, χορογραφίες, τσακωμούς και θεατρινισμούς απ’τους λίγους στα μαύρα μπουντρούμια των κουλτουριάρικων δραματικών σχολών, αποφασίζω να πάω να συνεχίσω τις σπουδές μου- γιατί η τρέλα και η βλακεία του ανθρώπου είναι σαν τον έναστρο ουρανό= ατελείωτη- εις την Αγγλαιτέρα. Και καλά ρε παιδί μου τώρα πες όσο ασχέτου και να ‘σαι ένα ποτήρι ξέρεις να το πλένεις, ένα σιδερωματάκι στα γρήγορα ξέρεις να το ρίχνεις και μια μαξιλαροθήκη κουτσά στραβά ξέρεις να την αλλάζεις. Με το φαί όμως τι γίνεται;

Θα μου πεις η εύκολη λύση είναι να τρως απέξω. Ούτε μαγείρεμα, ούτε πλύσιμο των πιάτων, ούτε τίποτα. Λογικότατο. Αλλά εδώ δε μιλάμε για λογικούς ανθρώπους. Είναι σαφές ότι η λογική και η Κίρχοφ έχουν χωρίσει εδώ και 24 χρόνια και 5 μήνες. Η γνωστή υποχονδρίαση λοιπόν εδώ μεταφράζεται ως σιχαίνομαι τη ζωή μου να τρώω απέξω τα σκατά που βάζουν αυτοί οι βρωμοάγγλοι και κατ’επέκταση επειδή όταν είσαι και υποχόνδρια για να μετριάσεις την υστερία σου προς τρίτους ευφερίσκεις κι άλλους μπάνικους τρόπους για να υποστηρίξεις ότι το παράλογο που σκέφτεσαι είναι ό,τι πιο λογικό έχει σκεφτεί ανθρώπινος νους, αραδιάζεις επιχειρηματολογία Χάρβαρντ για το πόσο ακριβή είναι η ζωή στην αλλοδαπή και πόσο άθλια η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων και πόσο εξωφρενικά παράλογο να δίνεις 13 λίρες, κοινώς κάπου 15 ευρώ πάνω κάτω, για να φας ένα απλό σαντουιτσάκι και άλλα παραδείγματα που μόνο η Κίρχοφ και ο Σκρουτζ θα μπορούσαν να σκεφτούν.

Με λίγα λόγια η λύση ήταν μια και ο μπακλαβάς γωνία: έπρεπε να μάθω να μαγειρεύω. Η αλήθεια είναι ότι όταν το συνειδητοποίησα η πρώτη σκέψη που μου πέρασε απ’το μυαλό ήταν να μείνω στο σπιτάκι μου,να μου μαγειρεύει η μανούλα μου, να πλένει μετά και τα πιάτα, να μην πάω ποτέ να σπουδάσω στο εξωτερικό και άλλωστε τι θα σου χρησίμευε βρε αδερφέ και ένα τρίτο πτυχίο; Άνεργη δε θα ‘σουν και με τα δύο, άνεργη δε θα ‘σουν και με τα τρία; Αίφνης, όταν έκανα αυτό το συλλογισμό σκέφτηκα πως ναι άνεργη θα ‘μουν και με τα δύο, άνεργη και με τα τρία, αλλά τα τρία είναι πάντα καλύτερα απ’τα δύο και αποφασίζω λοιπόν να πάω για το τρίτο το μακρύτερο εις την αλλοδαπήν και να αναγκαστώ να μάθω να ξεπετάω ένα-δυό φαγητάκια ώστε μη φτάσω 30 κιλά όταν ξαναγυρίσω στην Αθήνα και είμαι εγώ και η σκιά μου παραλαβή απ’το αεροδρόμιο μόνο.

Η δόλια μάνα που προανέφερα είχε πάρει ένα τετραδιάκι με κάτι γουρουνοαρκουδάκια απέξω, για να κάνει το περιέχομενο πιο εύκολο στην ανάγνωση, και μέσα είχε αραδιάσει συνταγές μαγειρικής αλά Βέφα με λεπτομερέστατες περιγραφές, όπως «παίρνουμε το τηγάνι στα χέρια μας, το κρατάμε απ’τη λαβή, χύνουμε εντός του μισή κουταλιά λάδι, αφού πρώτα έχουμε πάρει ένα κουταλάκι και χύνουμε πρώτα στο κουταλάκι το λάδι και μετά το βάζουμε στο τηγάνι. Εν συνεχεία ακουμπάμε το τηγάνι πάνω στο μάτι της κουζίνας και είμεθα προσεκτικοί στο να ανοίξουμε το σωστό μάτι της κουζίνας γιατί αλλιώς θα λαμπαδιαστούμε ολόκληροι στο 2 και ύστερα αφού πρώτα έχουμε ξεπλύνει καλά την μπριζόλα με κρύο νερό και την έχουμε στραγγίξει και καλά στο νεροχύτη και όχι στο πάτωμα και τρέχουν τα νερά και φάμε καμιά γλίστρα ξεγυρισμένη, τοποθετούμε την μπριζόλα εντός του τηγανιού» κτλ κτλ. Η δόλια μάνα όταν ήρθε μαζί μου στην εστία του αγγλικού πανεπιστημίου για να με εγκαταστήσει, όχι απλώς άφησε το τετραδιάκι με τις συνταγές μαγειρικής φάτσα φόρα σε περίοπτη θέση, γνωρίζουσα σαφέστατα ότι απ’τη στιγμή που θα επέστρεφε στην Ελλάδα και θα έμενα μόνη μου στο διαμερισματάκι σε λιγότερο από 2 ώρες θα είχε μετατραπεί σε ένα μπουρδελάκι ακαταστασίας που όχι το τετραδιάκι δε θα έβρισκες, ούτε βρακί να βάλεις, άρχισε λοιπόν να μου αραδιάζει και προφορικά τις συνταγές, διότι η επανάληψη είναι η μήτηρ της μαθήσεως. Με τα πολλά και αφού στη θεωρία είχα μάθει να μαγειρεύω μέχρι και μουσακά, ήρθε και εκείνη η μέρα που η δόλια μάνα γύρισε στην Αθήνα και έμεινε η Κίρχοβα μόνη της σε μια ξένη γη, χωρίς να γνωρίζει κανέναν, με θηρία έτοιμα να την κατασπαράξουν όπως «πλύσιμο, στέγνωμα, σφουγγάρισμα, σκούπισμα, άλλαγμα, μαγείρεμα, ψώνια» και άλλα αιμοδιψή τέρατα.

Η πρώτη αναμέτρηση ήρθε λίγες ώρες αφότου είχα απομείνει μόνο στο νησί της Αγγλίας και η λόρδα άρχισε να βαράει τούμπανα και αφού είχα περιοδρομιάσει κάτι κουλουράκια, μπισκοτάκια, κρουασανάκια, σκατουλάκια που μου είχε ψωνίσει η μαμά, έπρεπε να περάσουμε και στην κυρίως μαγειρική. Δε θα κουράσω φίλους και αναγνώστες με περιγραφές πολέμου Βιετνάμ και συναγερμούς φωτιάς που βάραγαν λες και είχε τυλιχτεί στις φλόγες ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο απ’τη ρουφιάνα την μπριζόλα που προσπαθούσα να ψήσω και ντουμάνιασε όλο το τέσσερα επί τέσσερα διαμερισματάκι μου και βάραγαν τα κλαπατσίμπανα σε όλη την πολυκατοικία με αποτέλεσμα να μας πετάξουν όλους έξω για να κάνουν έλεγχο ποιανού το σπίτι καίγεται πήρε η ζωή του φωτιά και να ανακαλύψουν ότι μπαρουτιάζεται το 106 του πρώτου ορόφου από μια βλαχάρα Ελληνίδα η οποία τυλιγμένη στην τσίκνα και προσπαθούσα να μετριάσει τα πυροτεχνήματα ώστε να μη γίνει η μπριζόλα κόκκαλο και μείνει νηστικιά, συνέχιζε να μαγειρεύει απτόητη. Θα πω απλώς ότι παρόλο που μου πήρε 3-4 απόπειρες καμμένων φαγητών και μια κατσαρόλα που πήγε από κει που ‘ρθε καθότι κόλλησε το ρύζι στον πάτο της και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα το αναθεματισμένο, κατάφερα εν τέλει όχι απλώς να μαγειρεύω, αλλά να μαγειρεύω και καλά και όχι απλώς ένα φαγητό, αλλά καμιά 15αρια στην καθισιά μου. Θα πω επίσης και το άλλο ότι ενώ έφυγα απ’την Αθήνα 43 κιλά σκιάχτρο όταν γύρισα ξανά στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα μετά από 3 δηλαδή μήνες μαγειρέματος αλά Κίρχοφ ήμουν 48 κιλά περήφανο γομαράκι.

Κι αν και ακόμα δεν ξέρω να φτιάχνω τα φαγιά τα καλά, ξέρεις απ’αυτά των γιαγιάδων, μουσακάδες, παστίτσια, γεμιστά και τα ρέστα, ωστόσο παίρνω θεωρητικά μαθήματα εντός θαλάσσης κάθε καλοκαίρι, όπου λουόμενη μετά των γιαγιάδων τις πρωινές ώρες, γιατί αυτός ο γεροντισμός δε μου φύγει ποτέ μάλλον, να ξυπνάω στα 24 και 5 μηνών μου από τις 7,30 το πρωί χειμώνα-καλοκαίρι, μαθαίνω για όλα τα ωραία φαγιά, ξέρεις απ’τις καλές συνταγές απ’αυτές που ένας τρώει δέκα χορταίνουν, και τις τιμές όλων των οπωροκηπευτικών στην μπουτίκ λάικα για να μην πάω σαν το μαλάκα και με πιάσουν κότσο, ούτε σαν την ασχέτου και γελάνε οι λαϊκατζήδες, όπως ο πατατολαϊκατζής μου στην Αγγλαιτέρα που πήγα μια μέρα να αγοράσω 10 πατάτες και μου είπε ότι κάνουν 90 λεπτά και εγώ νόμιζα 90 λίρες και είχα γίνει κάτασπρη σαν το πανί και προσπαθούσε ο κακόμοιρος να μου εξηγήσει do you know 1 pound? E, less than that και εγώ να ακούω αγγλικά και να σκέφτομαι ρώσικα και να μην καταλαβαίνω Χριστό, όπου απήυδυσε ο άνθρωπος και με ρώτησε αν είμαι ανιψιά της βασίλισσας και πού ζω που νομίζω ότι οι 10 πατάτες κάνουν 90 λίρες!

Ηθικό δίδαγμα: τις συμβουλές της μανούλας και τις συνταγές των γιαγιάδων τις ακούμε πάντα και με τα δύο αυτιά μας ανοιχτά. Είναι πάντα χρήσιμες!

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 1η ιστορία


Μακροβούτια  για  μπανιστιρτζήδες
Είναι αυτό που λες «ούτε στον εχθρό σου παιδί μου τέτοια ξεφτίλα». Γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός «όλα έχουν ένα όριο». Έλα μου όμως που κάποια πράγματα, όπως και να το κάνεις ρε παιδάκι μου, θες δεν είναι στο χέρι σου, θες είναι υπεράνω των δυνάμεών σου (όπως έλεγε και ο Βαλμόντ στις Επικίνδυνες σχέσεις, επικίνδυνη ώρα το θυμήθηκα αυτό), θες γιατί ο ύψιστος για όσους πιστεύετε Ύψιστος σε κάνει να φαίνεσαι μια μικρή τρίχα απ’το δασύτριχο στέρνο κάποιου ξεχασμένου νεάτερνταλ αρσενικού, πάντως κάποια πράγματα όπως και να το κάνεις, απλώς δεν ελέγχονται.

Θα πάρω τα πράγματα απ’την αρχή, όχι πολύ αρχή, γιατί η περιγραφή με καύσωνα είναι χειρότερη και από ζαμπόν χωρίς λιπαρά και καλοκαίρι δίχως θάλασσα. Η γράφουσα, γνωστή φαρδόκωλη με εξοχικό εις τας παραλίας, στο οποίο και ξεκαλοκαιριάζει κάθε χρόνο, προς τέρψην των απανταχού τσιμπουριών που την καλοπιάνουν και της κολλάνε για μια θέση στον ήλιο και στη μαγευτική βεράντα με θέα το πέλαγο και των απανταχού κολλητών που ικετεύει να την επισκεφθούν έστω και για δύο μέρες μόνο, για τόσο μόνο, όσο ένα μπάνιο διαρκεί για λίγο μόνο, γιατί τι να σου κάνει αγάπη μου και η θάλασσα και το καλοκαίρι και ο ήλιος και τα δειλινά τα πορτοκαλί και τα μενεξεδιά που για χάρη τους τραγούδησε μέχρι και η Βικάρα (η Μοσχολιού) αν είσαι μόνος σου ολημερίς και ολοβραδύς…μόνος ούτε στον Παράδεισο που λένε. Ένα τέτοιο πράγμα. Την αποφράδα ημέρα λοιπόν, αρχές του καλοκαιριού για τον περισσότερο κόσμο που σαν νορμάλ άνθρωποι μετράνε το καλοκαίρι απ’τον Ιούνιο και όχι απ’τον Απρίλη όπως εγώ που μόλις δω να ζεσταίνει λίγο ο καιρός έχω ήδη βουτήξει στη θάλασσα ιδρωμένη, ξυπνάω το πρωί εις το μαγευτικό εξοχικό και αποφασίζω αφού τουμπανιάσω με πρωινό εφάμιλλου των body-builderάδων που φιλοδοξούν να γίνουν Σουγκλάκοι, και αφού χωνέψω κανά 2ώρο για να μη βρεθώ εκατέρωθεν κανενός μπαρμπουνιού, αποφασίζω να βάλω το μαγιώ μου και να κάνω τα 5 βήματα που μου αναλογούν και με χωρίζουν απ’την πολυπόθητη θάλασσα.

Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι όταν σε τρώει η αφραγκία, όπως και του λόγου μου, ασχέτως αν ο υπόλοιπος κόσμος σε θεωρεί τουλάχιστον απόγονο του Λάτση επειδή έτυχε πριν από 60 τόσα χρόνια ο παππούς σου να κάνει μια επένδυση και να έχεις αυτή τη στιγμή αυτό το εξοχικό εις τας θάλασσας, αγοράζεις λοιπόν μαγιώ απ’την μπουτίκ λάικα. Χωρίς ντροπή, αλλά με απόλυτη περηφάνεια και τιμή πας στη γιούφτισσα την ξεδοντιάρα τη βρωμιάρα της σκας το 10ευρω και παίρνεις 3 νέα συνολάκια. Έτσι στο πιτς φιτίλι. Τώρα σου κάνουν δε σου κάνουν, πρέπει αγάπη μου να έχει εξασκηθεί και ο μάτης σου γιατί αλλιώς παίρνεις τέντα για βυζί κοριτσιού 2 μηνών ή όπως λέει και ο σοφός λαός μας «γουρούνι στο σακί». Η αφεντιά μου λοιπόν κλασική τεμπελχανού και βδελυρό παράδειγμα προς αποφυγή των απανταχού υπερκαταναλωτικών γυναικών, ομοιομάτων της Κάρυ Μπράτσω, δεν αντέχει να περάσει πάνω από 5’ στο οποιοδήποτε κατάστημα ή λαϊκή για να ψωνίσει το οτιδήποτε. Ρίχνω που λες εκεί μια ματιά στο συνολάκι, τσακ μπαμ, το ψωνίζω. Το φέρνω στο σπίτι, το πλένω ίσα με 30 φορές γιατί η υποχονδρίαση μου δεν έχει όρια και σύνορα και ποιος ξέρει οι γιούφτοι με τι βρωμόχερα το έπιασαν το ύφασμα που θα κοσμίσει σε λίγο τας ευαίσθητας περιοχάς μου, εν τέλει το φορώ και με χάρη και έπαρση πάω εκείνη την αποφράδα μέρα του Ιούνη να κολυμβήσω.

Ξεχασμένη δε ότι η ημέρα ήταν Κυριακή, και οι Κυριακές είναι πάντα δύσκολες πάντα, η πλαζζζζ ήταν γεμάτη με παιδάκια, μπρατσάκια, παιγνιδάκια, σωσιβιάκια, σκατουλάκια, γονείς που τσιρίζουν «Κωστάκη όχι τόσο βαθιά παιδί μου», κεφτεδάκια στο τάπερ και λοιπές σκηνές ελληνικής Κυριακής στις παραλίες. Απτόητη εγώ. Δε με πτοούν αγάπη μου τα παιδάκια, που παρόλο που όταν τα βλέπω βγάζω φλύκταινες, ούτε η αγριογκαρίδα τους μέσα στο τύμπανό μου, κάνω πως δεν τα ακούω, τα σνομπάρω κανονικά, ούτε ο άυπνος και κουρασμένος πατήρ τους που τρέχει ωσάν το Βέγγο εντός θαλάσσης για να μαζέψει το μπαλάκι στο ένα, για να φουσκώσει το σωσιβιάκι στο άλλο και για να κάνει κωλοτούμπες το τρίτο. Εγώ, λέω, θα μπουκάρω μέσα (αλά Σαπφώ Νοταρά). Και επειδή το ‘χω δει και χειμερινή κολυμβήτρια τον Ιούνιο είμαι στο 250ο μπάνιο μου οπότε και η θάλασσα μου φαίνεται πιο ζεστή και από το κέντρο της Αθήνας ντάλα Ιουλίου με καυσώνι 50αρι υπό σκιάν. Και ναι φίλε αναγνώστη, εκεί που λούομαι με μακροβούτι αλά Φελπς ο μαγιώς αποφασίζει να κάνει μια πασαρέλα μόνος του και να ακολουθήσει τη δική του τροχιά, ήτοι σε απλά ελληνικά «ξεβρακώνομαι».

Και πετάγομαι κακήν κακώς, άφησα το μακροβούτι στη μέση και αρχίζω έντρομη και πανικόβλητη να ψάχνω το βρακί, το οποίο και βρισκόταν εις τον πάτο της θάλασσας. Ευτυχώς και προς καλή μου τύχη βρισκόμουν στα ρηχά οπότε και το ανασηκώνω ευκόλως, όμως ο εν λόγω μαγιώς δεν ήταν βρακί βρακί ρε παιδί μου, τύπου βάζεις τα δύο σου πόδια στις δύο τρύπες και το ανεβάζεις προς τα πάνω, αλλά δενόταν με σχοινάκια δεξιόθεν και αριστερόθεν. Τα κορδονάκια αυτά είχαν λυθεί αμφότερα και πιστέψτε με αγαπητοί μου φίλοι είναι πιο εύκολο να ξεφύγεις από καρχαρία στον Ειρηνικό, παρά να καταφέρεις να δέσεις αυτά τα διαβολόσχοινα εντός νερού. Γιατί θα μου πεις εσύ τώρα, και γιατί εντός νερού; Ότι τι δηλαδή ρε φιλενάδα; Θα έπαιρνα εγώ σου λέω το βρακί ανά χείρας και υπερήφανα εκτός νερού θα το έσερνα σα λάφυρο, ώστε να μη δώσω ούτε μια ευκαιρία στους παρευρισκομένους εντός και εκτός θαλάσσης να καταλάβουν το ρεζιλίκι μου; Πρέπει να πέρασαν 10 βασανιστικότατα λεπτά όπου το αίμα μου είχε παγώσει, ασχέτως αν ο ήλιος κόρωνε και που μόνο και μια μοναδική σκέψη περνούσε απ’το μυαλό μου «ευτυχώς που δεν είμαι άντρας,  γιατί με όλα αυτά τα μωρά δίπλα μου να πλατσουρίζουν αμέριμνα κι εγώ με τον κώλο έξω, ο πατέρας τους θα με πέρναγε τουλάχιστον για ανωμαλάρα του κερατά».

Ηθικό δίδαγμα: συμβουλή της μανούλας: όταν πηγαίνουμε κάπου να ψωνίσουμε έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και παίρνουμε πράγματα στο νούμερό μας, τα οποία και προνοούμε να τα δοκιμάσουμε προτού επιδωθούμε σε μακροβούτια με άγριες διαθέσεις ενώπιων μωρών (εκτός κι αν πρόκειται για μωρά ηλικίας 18 και άνω)…