Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Ανοίκεια Σκέψη

Η πιο ανοίκεια σκέψη μου είσαι
κάθε φορά που σε επισκέπτομαι
λήθη μόνο
και κάτι ξεχασμένα φωνήεντα
που δεν πρόλαβα ποτέ να τα αρθρώσω.

Διστάζουν οι λέξεις στο πέρασμά σου
και κάθε βλέμμα μου κολλημένο πάνω σου
ακόμα κι αν είναι φορές που με αποστρέφεσαι
χαζεύοντας τον ήλιο.

Η πιο ανοίκεια σκέψη μου είσαι
γιατί η συνήθεια καίγεται στη λάμψη των ματιών σου
και δεν αποδέχομαι άλλους όρους
γι’αυτό το παιγνίδι μεταξύ μας
παρά μόνο αν είναι να χάσω.

Κι έχω αιχμαλωτίσει την ψυχή σου στο βυθό του ωκεανού μου
για να την πάρεις μόνο σαν επιστρέψεις στη θάλασσα μου νικητής.
Βλέπεις ανοίκειες σκέψεις το απομεσήμερο. Πού θάλασσες και πού βάθη;
Επιπλέουμε ακόμα
δεν καταφέραμε να βυθιστούμε στην αναγέννηση.

Κι ας πέρασαν νύχτες ασέληνες
και βροχερές ημέρες σε καλοκαιρινό φόντο
κι ας ήταν ο κόσμος αβάσταχτα μεγάλος μέσα στη μικρότητά του
εσύ
παρέμεινες πάντα η πιο ανοίκεια σκέψη μου.

Ίσως καλά τα λένε τα λόγια των ερώτων
ότι ποτέ δε συνηθίζεται ο έρωτας.
Μα τι περίμενες ποτέ
να γειωνόταν και να έσμιγε με χώμα έτσι εύκολα η αιθέρια ύπαρξη του συναισθήματος;

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Το Στοίχημα


Τι να κάνει κάποιος με την ζωή του; Πώς να ξοδέψει τα νιάτα του; Υπάρχει κάτι να πιστέψει, υπάρχει κάτι απόλυτο για να πιαστεί; Θυμάμαι σε αυτό τον μεγάλο τόμο, στο 'εκκρεμές του φουκώ΄ ο Έκο έλεγε πως ίσως υπάρχει κάπου εκεί στο Σύμπαν ένα σημείο, ένα μόνο σημείο που όλα κινούνται σε σχέση με αυτό, το μόνο σημείο που παραμένει σταθερό, αναλλοίωτο. Σκέφτομαι αυτό το σημείο σαν τον άξονα ενός συμπαντικού καρουζέλ.

Τι να κάνει κάποιος με την ζωή του; Να βυθιστεί στο όνειρο, να ζήσει στο φανταστικό μέχρις αυτό να γίνει κτήμα του και πραγματικότητα του, όπως η φωνή που καλούσε τον Μποντλέρ όταν ήταν στην κούνια, ή να απαιτήσει το σώφρον, το απτό, μια ζωή με υλικές ανέσεις και ξεκάθαρες προοπτικές; 'Η μήπως να ζήσει κάπου στην μέση;

Πώς να ξοδέψει κανείς τα νιάτα του; Να αφιερωθεί στην τέχνη, να γυρέψει την φήμη και να σωθεί από την ματαιότητα; Ο Αρθούρος μας έδειξε την φιλανθρωπία και τα ταξίδια με μεθυσμένα καράβια σε ζεστές νότιες χώρες. Μα είμαστε κατά μία έννοια παιδιά του ήλιου, γιατί τάχα να μην βαδίσουμε προς αυτόν λοιπόν;

Πώς να ξοδέψει κανείς τα νιάτα του; Να κυνηγήσει τον έρωτα; 

Μήπως να αφοσιωθεί στην επιστήμη; Όταν ήμουν μικρός κοιτούσα μαγεμένος τη φλόγα ενός κεριού για ώρες. Μετά έμαθα σε ένα αμφιθέατρο του πολυτεχνείου ότι η φλόγα είναι ο αέρας που ακτινοβολεί κίτρινο φως επειδή είναι θερμό. Ο Καβάφης έλεγε πως τα κεριά σβήνουν και μεις τα κοιτάμε βαδίζοντας μπροστά και ξεμακραίνουμε.


Σε τι να στοιχηματίσει κάποιος; Ο Πασκάλ μάς υποδεικνύει το περίφημο στοίχημα του που γέννησε την έννοια της μαθηματικής προσδοκίας: Βρες κάτι με ελάχιστη πιθανότητα να συμβεί, κάτι στο οποίο πιστεύεις πραγματικά, κάτι που από μόνο του μπορεί να σου αλλάξει τα πάντα, να σε σώσει. Προυπόθεση είναι να στοιχηματίσεις τα πάντα. Τότε αξίζει να στοιχηματίσεις σε αυτό γιατί αν βγει θα έχεις σωθεί. Ίσως ο Πασκάλ να αναφερόταν στον θεό ή ίσως και όχι. Ο Πασκάλ ήταν καθολικός, ο Πασκάλ είχε βρεί σε τι να στοιχηματίσει.




του Γιάννη Υφαντή



Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

1-0


Ο προπονητής μου στο τένις μού είχε πει πως όταν η μπάλα με κρατούσε πίσω απ’τη γραμμή του γηπέδου να σκέφτομαι από μέσα μου «όχι» και να την χτυπάω με τη ρακέτα μου δυνατά, σαν να θέλω να την διώξω χιλιόμετρα μακριά μου. Κι όταν αυτή με έβαζε μέσα στο γήπεδο να σκέφτομαι «ναι» και να υποχωρώ απαλά ανοίγοντας το παιγνίδι. 

Αν όλο το νόημα της ζωής περιστρέφεται γύρω απ’τις επιλογές που κάνουμε, από εκείνα τα ναι που μας παραχώρησαν τα πάντα και από εκείνα τα όχι που μας καθόρισαν επιτέλους ως προσωπικότητες, προτιμώ να σκέφτομαι τη ζωή μου σαν ένα τεράστιο ναι. Ναι, γιατί μ’αρέσουν πάντα τα μικρά βήματα που κάνω προς τα πίσω, σαν να φαίνεται ότι υποχωρώ στις σκέψεις σου και στην αποφασιστικότητά σου, όταν το μόνο που θέλω είναι απλά να πάρω μια μικρή απόσταση για να μπορώ να βλέπω καλύτερα τη λάμψη στα μάτια σου, την ορμή στο βλέμμα σου όταν υπερασπίζεσαι με πάθος όσα χρειάζονται σ’αυτή τη ζωή για να την αντέξεις και να συμπορευθείς μαζί της. 

Ναι, γιατί δεν ήμουν ποτέ ένας μοναχικός παίκτης στη σκακιέρα της ζωής, έμαθα πως χρειάζεται και ο απέναντι πάντα, να κουνήσει τη δική του βασίλισσα και να με ξαφνιάσει ίσως με μια σκλαβωτική για το βασιλιά μου κίνηση. Ναι, γιατί πάντα έβλεπα χώρο εκεί που οι άλλοι έβλεπαν πως δε χωράει άλλους το δωμάτιο, γιατί πάντα άνοιγα την πόρτα προτού καλά καλά ακόμα μού την χτυπήσουν, γιατί πάντα έχανα τα κλειδιά μου και τα έψαχνα στις τσάντες μου και στο σπίτι σου. 

Ναι, γιατί μόνο έτσι έμαθα να δέχομαι κάθε παιγνίδι, κοιτάζοντας τον καθαρό ουρανό αφηνόμενη στο ανεπαίσθητο χτύπημα και κάθε πρόκλησή σου μια πρόσκληση μου να πλησιάσεις κι εσύ κοντά, όπως κοντά σου ερχόμουν πάντα εγώ, ακόμα κι αν το κόστος ήταν να αφήνω αφύλακτο σχεδόν ό,τι μού ανήκε. Ναι, γιατί έτσι έμαθα πως ο κόσμος δε μού χαρίστηκε, μού δανείστηκε, αλλά όταν του χαμογελάω μού χαμογελάει κι εκείνος, με ένα μικρό ανεπαίσθητο θα έλεγες παιδικό χαμόγελο, όσο αθώο και γενναιόδωρο ταυτόχρονα.

Ναι, έννοια σου ξέρω καλά πως σωστό παιγνίδι παίζεται κι όταν είσαι πίσω απ’τη γραμμή. Μα περιμένω τη στιγμή που θα πιάσεις τη ρακέτα σου τόσο δυνατά, θα με κοιτάξεις στα μάτια για δευτερόλεπτα μόνο κι ύστερα θα αποστρέψεις το βλέμμα σου και θα χτυπήσεις την μπάλα με τέτοια επιθετική διάθεση που εγώ που πάντα σού έλεγα ναι, θα χάσω το παιγνίδι 1-0.






Εμπνευσμένο από απόσπασμα της Δώρας Κοροβέση.

23-01-2011

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Ομακοείο


Η ζωή σου και η ζωή μου δύο τεθλασμένες γραμμές, στου πεπερασμένου πλήθους τις ανεξέλεγκτες ασυνεχείς ευθείες, τέμνουσες σε ομόκεντρους κύκλους με φυγόκεντρη δύναμη, σταδιακώς κατευθυνόμενες με επιτάχυνση απροσμέτρητη, επιβράδυνση αναγκαία. Περιμετρική η αγάπη σου, ποτέ αυτόφωτη, ποτέ στον πυρήνα, πάντα σε περιστρεφόμενη τροχιά γύρω απ’τον ήλιο μου που πάντα έκαιγε για σένα, αιώνες τώρα, στα έγκατα κάθε σκέψης μου η μορφή σου καιγόταν, όπως η επιφάνεια της θάλασσας απ’τις αχτίνες του ήλιου σου. Και άθροισα από τότε χιλιάδες μέρες που έζησα χωρίς εσένα και αφαίρεσα κάθε σκέψη πικρή, όσο εσύ πολλαπλασίαζες την απόσταση μεταξύ μας, μονίμως διαιρεμένος στο παντού και στο τίποτα. 

Πέρασαν μέρες που απελπισμένα έψαχνα να σε βρω σα σανίδα σωτηρίας στην τρικυμία του τιτανικού και εσύ βυθιζόσουν πιο πριν από μένα, για μένα. Έψαξα πολύ να βρω τον τύπο να λύσω την εξίσωση μεταξύ μας κι όλο οδηγούμουν σε άτοπες σκέψεις, ανούσια συμπεράσματα. Σαν ένα γιγάντιο μηδέν να περικύκλωνε τον παρανομαστή του πάθους μου, στη διαίρεση που πάντα προσπαθούσα να κάνω, ελπίζοντας να ξεχωρίσω τα συναισθήματά σου. Και μονίμως κατέληγα στο βαθύ και απέραντο άπειρο, αδύνατο , έλεγε κάποιος, το αποτέλεσμα σου θα βγαίνει πάντοτε μηδέν. Μηδέν στο πηλίκο. 

Από τότε συνδέθηκα μαζί σου σ’αυτήν την άπειρη ταλάντευση μεταξύ ζωής και θανάτου, αφηνόμενη σε κάθε άλυτη εξίσωση μυαλού, μη γυρεύοντας πια εξηγήσεις να βρω. Είσαι κι εσύ ένα άλυτο πρόβλημα στο σύμπαν του μυαλού μου, το πιο άλυτο πρόβλημα, είσαι. Κι όσο η ζωή κάνει κύκλους, γυρνάει μονίμως στην ίδια αφετηρία που τα χείλη μου ψιθύριζαν πόσο σε αγαπάω και στο ίδιο τέλος, δεμένοι οι κόμποι με αίμα, δεμένοι, ποτέ λυμένοι, στο ίδιο τέλος που μοιάζει με την αρχή και οι λέξεις αποκτούν την ίδια σημασία, του σ’αγαπάω. Στα σχήματα του νου, εσύ πάντα διαγράφεσαι με άσπρο μελάνι σε λευκές σελίδες, ανέλπιστης τρέλας, ανέλπιδης ζωής. Γυρνάω στο σημείο που σε περίμενα. Γυρνάς στο σημείο που με άφησες και ελπίζω στη γραμμή εκείνη που θα εκκινήσει απ’την καρδιά σου και θα καταλήξει στο στήθος μου, μήπως και ενώσει τις ζωές μας που πάντα τόσο παράλληλα και συναφώς πορεύονταν. 


9/1/2011

Νυχτερινές Συναντήσεις


Σε έψαξα με το βλέμμα μου. Το ήξερα πως θα είσαι εκεί. Πάντα είσαι εκεί. Εγώ πάντα αργώ. Και φοβήθηκα προς στιγμήν. Μήπως δε σε αναγνωρίσω. Πάει καιρός. Για τον αληθινό χρόνο. Γιατί για μένα ήταν χθες που σε αποχαίρετησα τελευταία φορά,πριν το μεγάλο μου ταξίδι. Φορούσες εκείνο το πανέμορφο σακάκι σου. Μαύρο πάντα. Όπως τα μαλλιά σου,όπως τα μάτια μου. Που σε κοιτούσαν από μακριά καθώς μού χαμογέλασες όταν γύρισες και με είδες να κατευθύνομαι προς την αγκαλιά που ανοίξαμε ταυτόχρονα, επιταχύνοντας το βήμα μας για να αγγιχτούν τα κορμιά μας γρηγορότερα. Με έσφιξες, με κράτησες για δευτερόλεπτα κολλημένη πάνω σου, ασυναίσθητα αφέθηκα στη ζεστή αγκαλιά σου, χαμογέλασα μάλιστα, ίσως και να εισέπνευσα βαθύτερα, πάντα ήθελα να νιώθω τον αέρα κοντά σου. 

Ο δρόμος είναι πάντα πέτρινος, τα φώτα που μας συνοδεύουν πάντα μελαγχολικά, η φωνή σου πάντα γνώριμη και οι σκέψεις σου πάντα οικείες και λυτρωτικές. Γελάμε πάντα με τα ίδια πράγματα, ίσως γιατί είμαστε απ’τους λίγους που ξέρουν να ζουν μαζί. Και ύστερα στις βόλτες μαζί σου έχω ζήσει όλη μου τη ζωή. Σε κάθε στροφή που παίρνουμε είναι η ευτυχία που δε θα ζήσουμε ποτέ, κάθε καινούργιος τόπος που πατάμε πιασμένοι χέρι χέρι και μια θολή ανάμνηση που θα μας θυμίζει πως αφήσαμε τη ζωή μας να την ζήσουμε χωριστά. Τα μικρά μου βήματα ήταν πάντα μια πρόκληση και ένας τρόπος να μη σε χάσω τόσο γρήγορα, ξανά. 

Και βρεθήκαμε εκεί, σε μια εκκλησία πάλι. Σε μια εκκλησία πάντα, ίσως ο θεός μάς στέλνει μηνύματα,γιατί ποτέ δεν τους δώσαμε σημασία; Η σελήνη ολόφωτη, ολόγιομη φώτιζε το δρόμο μας, καθώς κατηφορίζαμε συνεπαρμένοι απ’ την πλήρη ταύτιση κάθε αίσθησης, καθώς κοιταζόμασταν με τόσο τρυφερά συναισθήματα, καθώς στο βάθος ακουγόταν πάλι μια όμορφη λυτρωτική μελωδία κάποιου θεού που μας είπε πως η ευτυχία μας πλάστηκε για να την ζήσουμε μαζί. Ναι. Ήταν δυνατή η μουσική και εγώ δεν τον άκουσα καθώς το ψιθύριζε. Όχι. Τον άκουσες κι εσύ, όπως τον άκουσα κι εγώ. Δεν ξέρω για τη μουσική. Τη μουσική δεν την άκουσα, έκανα πως την ακούω. Όπως έκανα τόσα λάθη στη ζωή μου, όπως κι εσύ.


22/12/2010

Δανεικός Ήλιος


Νοέμβρης. Ο τελευταίος μήνας προτού αποχαιρετίσουμε ξανά το πορτοκαλί φθινόπωρο, με την πεσμένη διάθεση και τα προπαρασκευαστικά του φύλλα. Ο μήνας της Παναγιάς και της συγκομιδής, πανσπερμία αστέρων διάτρητων μεσουρανούν πριν τη μεγάλη γιορτή και προμηνύουν ορθόδοξες δεισιδαιμονίες, τρομακτικές και πανάρχαιες για εορτές καλοσωρίσματος της νέας σοδειάς. Παρακάλια στις ύψιστες δυνάμεις στο εκκλησάκι το ερημικό, επισκέψεις επί επισκέψεων και κάποιο τάμα που δεν κατάφερα ποτέ να τελειώσω- έκκληση βοήθειας το ανεκπλήρωτο. 

Ακολούθησα, ωστόσο, τα βραδινά κεράκια, την τρεμάμενη φλόγα τους, φόβος και δέος μπροστά στο άπιαστο «εις έναν θεό» και πέρασα μαζί τους μέσα απ’το φεγγοβολόν δάσος, αφουγκραζόμενη το διάλογο με τον ουρανό και αυτή τη δροσερή και διαυγή ανάσα αργοκαμμένης πίστης. Περπατήσαμε ώρα πολλήν στα ξερόχορτα και δεηθήκαμε στον Κύριο να πνεύσει ούριους άνεμους, σταγόνες ευγονίας και μια μεθυστική αγκαλιά ήλιου για τις ανάγκες των απόκληρων. Φτάσαμε τελικά στο εικόνισμα, τοποθετήσαμε τους άρτους κοντά στο ευλαβικό χέρι, μήπως ξυπνήσει νύχτα ο Άγιος και λαίμαργα μάς παραχωρήσει την πολυπόθητη εύνοιά του. 

Κατόπιν ρίξαμε στο χώμα ό,τι απόμεινε απ’το μυστικό μας δείπνο, έλαιον παρηγοριάς και λίγο σώμα και αίμα Κυρίου- αμελητέα ποσότις το ψίχουλο της ελπίδας. Αργά πάντα, με την προκαθορισμένη αιώνες τώρα τελετουργική λατρεία, μήπως ταράξουμε τον ύπνο κάποιων ξωτικών καταπατητών της λαχταρούσας ευκαρπίας. 10 μερόνυχτα τώρα μετράμε ανάποδα πόσο αντριώθηκαν οι δεήσεις μας, πόσος χρόνος μάς δόθηκε ακόμα να χαμογελάμε κάτω απ’αυτόν το δανεικό ήλιο. Λιτανός φθινοπωρινός ψαλμός λίγο πριν δεχτούμε το χειμώνα.



01/11/2010

Γάμοι


Ο φάρος απέναντι μας περίμενε πάλι. Δεν αργήσαμε να έρθουμε,αυτή τη φορά. Ήμασταν συνεπείς στο ραντεβού μας. 30 μέρες μετά. Ούτε καν μήνας. Δεν τον αφήσαμε να πάει χαμένος,ανεκμετάλλευτος. Τον εγκαινιάσαμε παρέα και θα τον τελειώναμε και μαζί. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ήταν υπόσχεση. Σαν ήρθες στα γνώριμα μέρη μας, με τη γνωστή σου οικειότητα να διαπερνάει κάθε μέρα που δεν υπήρξες εδώ, να την σημαδεύει σαν να υπήρξες, κοιταχτήκαμε τυχαία-νομίζω- λίγο πριν βουτηχτούμε μαγεμένοι στην αιώνια αγκαλιά της γαλάζιας θάλασσας. Και διαπεραστικά θα έλεγα, ένιωσα τη δροσιά της στα σωθικά μου, πρώτα σε μέρη ξύλινα θαρρείς, ανεπηρέαστα, ύστερα στα σημαντικά. 

Και δροσιστήκαμε μαζί κάτω απ’ το Μαγιάτικο ήλιο,εκείνο το ζεστό πρωινό και αφήσαμε στην ίδια θάλασσα όσα μας βάρυναν και πήραμε απ’ την ίδια θάλασσα όσα χρειαζόμασταν για να συνεχίσουμε τούτη τη ζωή. Όταν βαφτίζεσαι ξανά στα ίδια νερά, δεν είναι άραγε γάμος; Δεν είναι συγγένεια εξ’ύδατος, δεν είναι ίδια αύρα; Αυτή η αίσθηση θα μας συντροφεύει πάντα, εκείνη την πρώτη μαγιάτικη μέρα που αποφασίσαμε μαζί να παραδοθούμε στην αγκαλιά της που μας κλείνει ταυτόχρονα και που μας ταξιδεύει στον ίδιο προορισμό, πότε ανάσκελα- ύπτιο δεν το λένε;- πότε μπρούμυτα- θαρρώ- αυτή η ελευθερία θα μας φτάσει ξαναγεννημένους στον ίδιο παράδεισο,μόνο που τώρα, θα τον ονομάζουν αλλιώς... 


30/05/2010