Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Χειμερινός διάλογος


-          -Μού λείπει το καλοκαίρι.
-         - Και μένα, πάντα.
-         - Γιατί κρατάει τόσο λίγο;
-          -Γιατί είναι ωραίο.

Μια βόλτα στη θάλασσα. Να περπατήσουμε μαζί. Εκεί που ο αέρας δροσίζει, δεν κρυώνει. Εκεί που η αύρα της γεμίζει με καθαρό ουρανό το μέσα σου. Μού λείπει μια βόλτα στη θάλασσα μου. Σ αυτήν που ξέρω πόσα κύματα πέφτουν πάνω στους βράχους το λεπτό, σ’αυτήν που έχω μετρήσει νύχτες ατέλειωτες βαρκάρηδες να γατζώνουν μέσα της τα όνειρά τους και κάτι μέρες που ο ήλιος δεν την χόρταινε και την έκαιγε από τον έρωτά του παιδάκια να γελάνε και να παίζουν στους αφρούς της.

Μού λείπει η αίσθηση της πρώτης επαφής μας κάθε άνοιξη. Κάθε που αλλάζει ο καιρός και προμηνύουν τα αρώματα την άφιξη ενός ζεστού καλοκαιριού. Περιμένω με ανυπομονησία εκείνη την ημέρα. Το άγγιγμα των άκρων μου μαζί της, την αργή καταβύθιση του χειμώνα μου μέσα στα καθαγιασμένα νερά της, το λιώσιμο των πάγων αισθημάτων πάνω στο κρύσταλλο της. Πορεύομαι αργά εντός της. Θα ήταν ασέβεια να παραπονεθούν οι πέτρες ότι τους τάραξα την ηρεμία. Άλλωστε, προς το λυτρωμό βαδίζεις πάντα αργά. Λιτανικά. Ευλαβικά.

Ανάσες μακρόσυρτες να ηρεμήσει το χορό της η καρδιά. Ένα μικρό χαμόγελο πριν το αγκάλιασμα και ύστερα η αιωνιότητα. Είναι αυτά τα δευτερόλεπτα που ξεχνάς τα πάντα και αφήνεσαι στο ρεύμα, όπως αφήνεσαι και στη μοίρα αλλά δεν το ξέρεις. Κάθε σπιθαμή του κορμιού γεμίζει από εκείνη. Κι ύστερα γελάς. Όπως δεν έχεις γελάσει ποτέ άλλοτε. Γιατί ποτέ άλλοτε δεν καταδύθηκες τόσο παντοτινά σε οποιοδήποτε συναίσθημα, από φόβο ή δειλία- τι σημασία έχει; Και λυτρώνεσαι.