Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 5η Ιστορία: "Μετακομίσεις"


"Μετακομίσεις"


Και έρχεται η στιγμή στη ζωή (μιας φίλης σου) που θέλει να μετακομίσει και σου ζητάει βοήθεια. Κι εσύ εκεί που δε θα μετακόμιζες ούτε για την πάρτυ σου (το ρισκάρεις τώρα να βρεθείς ανοιξιάτικο- θα ‘ταν δε θα ‘ταν ΑπριλοΜάης του 2009- με κούτες και λοιπά λιλιτσικά που ο κόσμος για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν πετάει τα περιττά βρε αδερφέ ακόμα κι αν έχουν αχρηστευτεί προ αμνημονεύτων, ακόμα κι αν δεν κάνουν ούτε για τα σκουπίδια και την ανακύκλωση). Κι όμως. Κάποια στιγμή στη ζωή σου, θα βρεθείς! Και μεταξύ μας τώρα, το μέγιστο πρόβλημα δεν είναι τόσο το συμμάζεμα και το κουβάλημα, εκεί μπορείς να προσποιηθείς ότι βοηθάς (πετάγοντας τα πράγματα αχταρμά το ένα πάνω στο άλλο- αν τα ανοίξει μετά η φίλη σου και σου πει «μαρή πώς τα έβαλες έτσι;» θα της απαντήσεις με χάρη και έπαρση «κούκλα μου εγώ καλά τα έβαλα, αλλά πάνω- κάτω, τράβα-σπρώξε, τι να σου κάνει το έρημο το πράμα, ήρθε κι έκανε πιρουέτες και περιστροφές ωσάν καταδύτης στους Ολυμπιακούς) και να προσποιηθείς και ότι κουβαλάς (θυμίσου απλά τη Rachel από τους Friends- δεν είναι δύσκολο, όπως σηκώνουν οι άλλοι βάζεις κι εσύ το δάχτυλο σου, σφίγγεις τη μούρη σου να κοκκινίσει να φανεί ότι καταβάλλεις υπέρογκη προσπάθεια ή απλά λες την αλήθεια «σόρρυ κοπελιά έχω κάνει εγχείρηση κήλης, άντε γεια») και ξεμπερδεύεις. Το μεγάλο πατιρντί έρχεται όταν η φίλη σου δεν έχει βρει ακόμα σπίτι! (αν η παραγωγή ήταν οπτικοακουστική, θα επιθυμούσα στρουμφάκια αλλαλιασμένα να τρέχουν δεξιά-αριστέρα και να κάνουν τούμπες τσιρίζοντας απ’την γκαντεμιά που τους έτυχε και από πίσω για μουσική υπόκρουση ένα εμβατήριο για επικήδειους).

Και ξεκινάς χαρούμενος πάντα- ασχέτως πώς καταλήγεις στην πορεία- να διαβάζεις όλο το εφημεριδομάνι μετά μανίας, με το στάμπιλο ανά χείρας, με τα νεύρα που κροσιάζουν, ώσπου έρχεται το κερασάκι στην τούρτα. Μαζεύονται τα υποψήφια διαμερίσματα και είσαι αναγκασμένος να τρέχεις μες το κέντρο της Αθήνας (πιστέψτε με χειρότερο δεν έχω) για να τα δείτε μαζί ιδίοις όμασι και να πεις κι εσύ τη γνώμη σου (τι γνώμη να έχει ένας άνθρωπος που ακούει Αθήνα και βγάζει φλύκταινες, ήθελα να ‘ξερα). Φτάνουμε με τα πολλά εκείνο το απόγευμα της περασμένης άνοιξης εις την οδό Ιπποκράτους, λοιπές λεπτομέρειες δε θα αναφέρω για ευνόητους λόγους, στην πάροδο με μια άλλη οδό. Χτυπάμε τον κώδωνα. Εγώ και μόνο που έχουμε φάει το καυσαέριο και την μπόχα σύννεφο, όχι απλά δε θα νοίκιαζα σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, μη σου πω θα έφευγα απ’την Ελλάδα τελείως. Η φίλη μου συγκλονισμένη και κατενθουσιασμένη που μετά από χιλιάδες σπίτια που είχε δει και είχε απορρίψει (ασυνόδευτη από μένα φυσικά, γιατί να δεις ρε παιδί μου που πάντα μα πάντα να έχω να κάνω μια σοβαρή δουλειά!) θεώρησε ότι τι στο διάολο, τούτο το σπίτι θα ‘ναι και το τυχερό!

Ξαφνικά, η πόρτα ανοίγει. Οδηγούμαστε στα ενδότερα της πολυκατοικίας. Παίρνουμε το ασανσέρ, το οποίο μετά βίας χωρούσε εμένα και τη φίλη μου, που και οι 2 μαζί δεν πρέπει να ζυγίζαμε πάνω από 90 κιλά. Στριμωξίδι κανονικό μέσα στο ασανσέρ. Σκέφτηκα για να ελαφρύνω το κλίμα να πω καμιά σαχλαμάρα και λέω «ωραία, άμα στουκαριστείς με κανάν ωραίο γείτονα στο ασανσέρ, μη χάσεις την ευκαιρία να του πιάσεις τον κώλο» όχι βέβαια ότι θα μπορούσες να κάνεις και τίποτα άλλο, αφού δεν υπήρχε και μεγάλη χωρητικότητα για να απλωθείς όπως αρμόζει στον κόσμιο κόσμο. Αφού χαζογελάσαμε και με τα πολλά φτάσαμε στον 4ο όροφο, βγαίνουμε απ’το ασανσέρ και αντικρίζουμε μια ανοιγμένη πόρτα. Χωρίς κανείς να μας περιμένει. «Εδώ θα είναι» είπε όλο ενθουσιασμό. Μπήκαμε. Κάναμε 2 βήματα, φωνάξαμε αν είναι κανείς εκεί και μια φωνή απ’το υπερπέραν μας είπε ότι έρχεται. «Θα είναι μεγάλο το σπίτι» σκέφτηκε η φιλενάδα μου, όσο εγώ θαύμαζα κάτι ξέκωλες ημίγυμνες που δέσποζαν τους τοίχους, παρακαταθήκη απ’το play boy που προφανώς μανιωδώς διάβαζε ο ιδιοκτήτης, διότι άμα δεν έχεις εντριφύσει πάνω στα συλικονάτα στήθη ξανθών αλογόφατσων, κουλτούρα δεν έχεις! Με τα πολλά και ενώ είχαμε περάσει στο μπαλκόνι που έβλεπε Λυκαβηττό πιατέλα και χωρούσες μέχρι και τσιμπούσι και ρωμαϊκό όργιο να κάνεις, βγαίνει κοκκαλιάρικο, λιγδιασμένο, μουσάτο, γερασμένο, μπλιαχτερό ουδέτερου γένους, χαμογελαστό και ξεδοντιασμένο να μας υποδεχτεί. Δε θα πω ψέματα. Σκέφτηκα προς στιγμήν να πηδήξω απ’το μπαλκόνι σαν άλλη Σουλιώτισσα. Ο εν λόγω ιδιοκτήτης φορώντας μόνο μια τζιν βερμούδα, αφήνοντας ακάλυπτο το δασύτρεχο στέρνο, προς τέρψην μόνο των ψείρων και λοιπών ζωυφίων, μας ξεναγεί και στους υπόλοιπους χώρους, κάθε χώρος- να αναφέρω- είχε επιμελώς διακοσμηθεί από ξανθότσουλο με τους βύζους έξω. Πασχίζοντας να διατηρήσουμε το βλέμμα μας στο σπίτι που έζεχνε και βρώμαγε και την ψυχραιμία μας, παρά την έντονη επιθυμία μας να βυθιστούμε αμφότερες σε betadin, ο ιδιοκτήτης μας αποκαλύπτει ότι επαγγέλεται «ερωτικός μασέρ». Προσπάθησα ειλικρινά πάρα πολύ να μη βάλω τα γέλια, αν και νομίζω πως δεν τα κατάφερα, έστρεψα ωστόσο το βλέμμα μου απ’την άλλη, γιατί άμα έχεις τρόπους κυρά μου πας και στο Bachingham, όπου πέφτω μούρη με βύζο με μια άλλη playboyλίστρια.

«Έχω και άλλο ένα σπίτι που νοικιάζω να σας δείξω, δώστε μου μισό λεπτό να αλλάξω» είπε ο ερωτικός μασέρ, καθόσο μας εξηγούσε ότι το ερωτικό μασάζ βρε κουτά, μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν πρόκειται περί τσόντας βρε, πονηρά παιδιά, αλλά κάθεται λέει αυτός γυμνός (τύφλα να ‘χει ο Marlon Brando τώρα), ξαπλάρεις κι εσύ γυμνή και αυτός δως του και τρίψε την πλάτη σε ταράζει στις μαλάξεις και τα συναφή για να σπάσουν τα άλατα και όπως διεγήρεσθε ταυτόχρονα, έτσι φεύγει η κούραση και ο πυρήνας του άγχους διασπάται και τα στρώματα της κακής ενέργειας πάνε περίπατο και το είναι σου ταυτίζεται με το μυαλό σου και η καρδιά σου με τον κώλο σου και οι ενεργειακές πλάκες συνθέτουν μια δύναμη που έρχεται απ’τα φουι και απελευθερώνεται θετική ενέργεια τσάκρας και τα λοιπά και τα λοιπά.

Όσο ακούγαμε αυτό το τόσο σοβαρό επάγγελμα και όσο η φίλη μου ακόμα ονειρευόταν τα μπάρμπεκιου που θα έκανε στο μπαλκόνι, αυτός άλλαζε φορεσιά για να μπορέσει κόσμιος να μας συνοδέψει 3 στενά πιο κάτω που βρισκόταν και το επόμενο σπίτι. Εγώ που άλλο κακό να μη με έβρισκε, σώνει πια με το μπαλκόνι, δε βλέπεις χριστιανή μου τι καπνό φουμάρει ο ιδιοκτήτης, ήθελα να φύγουμε, βρισκόμουν ακόμα στο σαλόνι, όπου και γυρίζω από την άλλη να θαυμάσω και το μπούστο έταιρης ξανθοτσουλάρας και τι αντικρίζουν τα μάτια μου Παναγιά της Τήνου και της Σουμελά, δώδεκά μου απόστολοι και χερουβείμ του ουρανού;;;;;;;;;;;
Αυτό το θεσπέσιο κορμί ολόγυμνο!!!!!!!!!! Χωρίς μποξεράκι, χωρίς φανελάκι, χωρίς κάτι τέλος πάντων να κρύψει το έμφραγμα που κόντευα να πάθω! Σκέφτηκα προς στιγμήν «ώστε έτσι αισθάνεσαι όταν παθαίνεις εγκεφαλικό» και προσπαθώ να ξαναβρώ τη λαλιά μου και με άναρθρες κραυγές «να ω στη φλη μου ότι καλύτρα να πηγαίνμε», πού να έχεις το κουράγιο να τα πεις όλα τα γράμματα, μετά από τέτοιο θέαμα, Χριστέ! Δεν προλαβαίνω να πάω στο μπαλκόνι και να πω στη φιλενάδα μου να φύγουμε, εμφανίζεται ο φιλήδονος μασέρ, ο οποίος και έθεσε την χείρα του επί της κεφαλής μου!!!!!!!!!!!!

Απανωτά εγκεφαλικά με ηλεκτροσόκ με διαπέρασαν, φοβήθηκα ότι το κολάψους δεν το γλιτώνω, κλάφτε με μάνα κλάφτε με τη νύχτα με φεγγάρι, πού έχει ταξί να φύγω, δεν έχει δρόμο να διαβώ, σοκάκι να περάσω, όσο σκεφτόμουν πού βρισκόταν αυτό το χέρι, πριν έρθει να ακουμπήσει το φρεσκολουσμένο μου μαλλί, ήθελα να πάρω την ψιλή και να γίνω γλόμπος αυτοστιγμιαίως! Έντρομη γυρνάω προς το μέρος του, με ύφος που όχι απλά τον αφόπλισε, πρέπει και να του έκανε την αγκινάρα, μπάμια, ευτυχώς ο θεός μας φύλαγε και είχε φορέσει ένα βρομερό και τρισάθλιο μπλουζάκι που είχε λιώσει πάνω του και μια άλλη βερμούδα (χαρά στην αλλαγή που έκανε για να μας συνοδέψει), πετάχτηκε και η φιλενάδα μου και είπε ότι τα λεφτά είναι πολλά και η κρισή επερχόμενη και σηκωθήκαμε και φύγαμε μέχρι να πεις κύμινο. Μέχρι να φτάσουμε Κηφησίας στο ύψος του Χαλανδρίου ήμουν ακόμα υπό την επήρεια του σοκ. Στρατιωτάκι, αμίλητο, ακούνιστο, αγέλαστο, φοβόμουν μήπως έχει στραβώσει και το στόμα μου και μείνω για πάντα έτσι. Με τα πολλά και μόλις ξανα αντίκρισα το σπιτάκι μου, σαν να μου ήρθε μιλιά στο στόμα, κατάφερα να βγάλω 2-3 άναρθρες κραυγούλες και να πω «εντάξει» στις χιλιάδες απολογίες της φίλης μου, τι έφταιγε κι αυτή, μήπως ήξερε πού πηγαίναμε; «Μόλις ξαναφτιάξω τα μαλλιά μου ανθρώπινα και κάνω απανωτές πλύσεις με οινόπνευμα θα σου ξαναμιλήσω» της απάντησα. Την επόμενη ώρα την είχα ξαναπάρει τηλέφωνο για να κανονίσουμε για καφέ.

Ηθικό δίδαγμα: Για μετακομίσεις σπιτιών, μαζευτείτε ένα μπούγιο ολόκληρο να πηγαίνετε στα σπίτια, γιατί δεν ξέρετε σε τι τρελό μπορεί να πέσετε. Τουλάχιστον άμα είστε πολλοί μαζεμένοι να γίνει ένα όργιο της προκοπής ρε παιδιά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου