Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 6η Ιστορία: "Καθυστερήσεις"


"Καθυστερήσεις"

Όποιος με γνωρίζει καλά, ασφαλώς και θα ξέρει ότι το αγαπημένο μου θέμα συζήτησης είναι οτιδήποτε σχετίζεται με ερωτικά, φλερτ, σεξουαλικά και λοιπά καλιαρντά. Θα σας φάνηκε λοιπόν ιδιαίτερα περίεργο πώς είναι δυνατόν να μου πήρε 5 ιστορίες, μέχρι τελικά να φτάσω στο πραγματικό αντικείμενο συζήτησης! Κάλλιο αργά παρά ποτέ, λέει ο σοφός λαός και επανορθώνω πάραυτα λοιπόν. Η σημερινή μου ιστορία χρονολογείται το έτος 2008 το οποίο βρίθει από ιστορίες απείρου κάλλους και τρέλας. Το συγκεκριμένο περιστατικό νομίζω δικαιωματικά ανήκει και στο κάλλος και στην τρέλα ταυτόχρονα! Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, διατηρούσα σχέση με σχεδόν συνομίληκό μου, τον οποίο έψαξα πολύ για να βρω, γι αυτό και τον εντόπισα σε νησί και όχι εις τας Αθήνας, γιατί όπως και να το κάνεις άμα είσαι γυναίκα με κύρος και πείρα τουλάχιστον 2 ετών, έχεις απλώσει τον ιστό σου σαν άλλη μαύρη χήρα αράχνη και στην αγαπημένη επαρχία, καθότι δε μας έκαναν οι γκόμενοι της πρωτεύουσας, οι νησιώτες μας μάραναν.

Το θέμα με τις σχέσεις εξ’αποστάσεως δεν είναι ούτε στην εμπιστοσύνη, ούτε στην απιστία, ούτε σε λοιπές μικροαστικές σεμνότητες και σοβαροφάνειες, αλλά στο ξεπαράδιασμα που πέφτει, «έλα εσύ αυτό το μήνα εγώ ήρθα τον προηγούμενο, έλα εσύ και τον επόμενο γιατί οι γονείς δε μου δίνουν» και λοιπές εκφράσεις πόνου που δείχνουν πόσο εξαρτώμενο κοριτσάκι είσαι, ασχέτως πόσο macho γκόμενα ήθελες να δείχνεις από τα 22 σου χρόνια. Με τα πολλά και ενώ οι άντρες μου ήταν και είναι πάντα gentlemen, αφού ξεπαραδιάστηκε ο άνθρωπος για τα όμορφά μου μάτια, πήγαινε-έλα συνέχεια, η Ολυμπιακή είχε θησαυρίσει είμαι σίγουρη, αποφασίζει και η γράφουσα να πάρει επιτέλους των οματιών της και να κάνει κι αυτή ένα ταξιδάκι στο νησί. Χριστούγεννο λοιπόν, γιατί οι Υδροχόες όταν είμαστε μικρές είμαστε και ρομαντικούρες τρομάρα μας, μην κοιτάς μετά που ο κυνισμός ξεχειλίζει απ’τα μπατζάκια μας, φτάνω στο ανθοστολισμένο αεροδρόμιο του νησιού (γιατί ως γνωστόν αν και τη θάλασσα την λατρεύω και δεν μπορώ να την αποχωριστώ, σε πλεούμενα πάσης φύσης δεν μπαίνω,γιατί τα βαριέμαι αφόρητα σε σημείο που την τελευταία φορά που είχα μπει κατά το έτος 2007, ήθελα πραγματικά να βουτήξω στη θάλασσα και να το πιάσω στον κολυμπητό να φτάσω στο νησί, γιατί τα καράβια της Ελλάδας πάνε πιο αργά και βασανιστικά κι απ’το θάνατο). Σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ούτε εσείς δε θέλετε να μπω (πιστέψτε με, δεν είναι θέμα σεμνοτυφίας είναι για το καλό ΣΑΣ) και ενώ περάσαμε ένα σχεδόν ευχάριστο Χριστούγεννο, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα ότι στις σχέσεις εξ’αποστάσεως όσο είσαι στην απόσταση και ο άλλος σου λείπει και δε θες να τον χάσεις με τίποτα κάθεσαι και κάθεται σούζα σε ό,τι λες, αλλά όταν έρθει η ευλογημένη ώρα να είστε μαζί 24 ώρες το 24ωρο σφάζεστε σαν τα αρνιά του Πάσχα, ήρθε και η μέρα του αποχαιρετισμού, η οποία εκτός από κλάμα και οδυρμό (εσωτερικό όσον αφορά τη γράφουσα- γιατί ο κυνισμός της Υδροχόου που έρχεται λίγο αργότερα στη ζωή της, έχει χτυπήσει ήδη την πόρτα της και κάνει δειλά βήματα γενναιότητας μη χαλάσει και η ρίμελ) συνοδεύτηκε και από απανωτά μπουμπουνητά και βροντοαστραπές, όστις βρισκόμασταν στον κατακλυσμό του Νώε και επουδενί στην πραγματικότητα.

Το αεροπλάνο θα έφευγε κανονικά στις 8 το πρωί, βέβαια εκείνη την ημέρα πρωί δεν την λες καθότι ακόμα και στις 8 δεν είχε ξημερώσει, μιλάμε για ένα ατέλειωτο βράδυ με απίστευτη βροχή και χαλάζι. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο και μετά τις τελευταίες αγκαλιές του αποχαιρετισμού (μη δακρύσετε οι γυναίκες που το διαβάζετε σας παρακαλώ!) η υποφαινόμενη μένει μόνη της στο αεροδρόμιο έτοιμη (πού να ‘ξερες κουκλίτσα μου) να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο του γυρισμού και να πάει σπίτι της να ξεραθεί στον ύπνο, γιατί η ταλαιπωρία ταλαιπωρία όταν συναναστρέφεσαι με άντρες. Η Ολυμπιακή μας ενημερώνει ότι το αεροπλάνο λόγω καιρού δε θα φύγει και ότι έχουμε καθυστέρηση 1 ώρα. Σκέφτομαι «ε καλά 1 ώρα δεν είναι τίποτα, ας ακούσω λίγο μουσική και θα περάσει». Η 1 ώρα πέρασε και ήρθε άλλη ανακοίνωση που αυτή τη φορά τη 1 ώρα καθυστέρησης μας τις έκανε 2 ώρες. Με τα πολλά και για να μη μακρυγορώ οι ώρες της αναμονής αυξανόντουσαν και πλήθαιναν ωσάν τις κατσαρίδες, όστις φτάσαμε σχεδόν μεσημέρι και εγώ είχα ακούσει 2 και 3 φορές όλα τα τραγούδια απ’το mp3 (άλλες εποχές τότε) και είχε αρχίσει να με πιάνει και μια λόρδα, αλλά επουδενί δεν τρώω απέξω και μάλιστα τέτοιο απέξω τύπου φαστφουντάδικο της κακιάς ώρας που μετά ψάχνεις να βρεις την τουαλέτα και κάνεις κατοστάρι αλά Μπολτ, όταν την εντοπίσεις. «Δεν πειράζει», σκέφτηκα, «θα ψωμολυσσάξω τώρα, αλλά όταν πάω σπίτι θα πω στη μαμά να μου έχει ετοιμάσει κάτι καλό». Στο 100ο τηλεφώνημα προς τη μαμά να την ειδοποιήσω ότι τελικά ούτε αυτή την ώρα θα φύγουμε, τα νεύρα μου είχαν αρχίσει ολίγον τι να σπάνε, έφταιγε και η καταραμμένη πείνα και η ταλαιπωρία και μια ενδόμυχη σκέψη- προφητική- ότι μάλλον αυτό το βάσανο θα κρατήσει για ώρες ακόμα, την παρακαλώ να μου φτιάξει ένα φαί της προκοπής με φωνή σπασμένη και ραγισμένη καρδιά, σκεφτόμενη όχι ότι βρίσκομαι μισή ώρα μακριά απ’το σπίτι μου (αν βέβαια δεηθεί το αεροπλάνο να σηκωθεί) αλλά λες και βρίσκομαι στη μακρινή Αυστραλία και το σπίτι μου έμοιαζε πιο μακρινό από ποτέ.

Εδώ θέλω να απευθυνθώ προς όλες τις μαμάδες που διαβάζουν αυτή την ιστορία, ταπεινά και παρακαλετά. Όταν ο άλλος άνθρωπος βρίσκεται μες τη μέση του πουθενά, σε ένα αεροδρόμιο της συμφοράς τρία τέταρτα μακριά απ’την πόλη και 25 ευρώ μακριά απ’την πόλη του νησιού επίσης, έξω γίνεται της Ποπάρας το χάβαρο, η κοιλιά του βαράει βιολιά και βιολοντσέλα απ’την αφαγία, η αϋπνία σε κάνει να φαίνεσαι σαν ζόμπι, δεν υπάρχει άνθρωπος να ανταλλάξεις μια κουβέντα, να κάνεις μια γνωριμία βρε παιδί μου, και ψυχανεμίζεσαι ότι θα γυρνάς κι άλλες ώρες σαν την Κοσοβάρα στα αεροδρόμια, παρακαλώ παρακαλώ παρακαλώ πολύ ΜΗΝ πετάξετε ατάκες τύπου «ζήσε την περιπέτεια», «η ζωή είναι μικρή» και άλλες τέτοιες θυμοσοφίες που ακούγονται ώραιες, μόνο όταν είσαι στο ζεστό σου σπιτάκι και κοιτάς το τζάκι και ονειρεύεσαι ότι είσαι ο Τομ Κρουζ στις επικίνδυνες αποστολές. Η δόλια μάνα μου, ωστόσο, που δώσ’της περιπέτεια και πάρ’της την ψυχή, προφανώς θέλοντας να ελαφρύνει το κλίμα και το λυγμό στη φωνή μου και το ξανθοπούλειο ύφος μου «Χριστέ μου τι με βρήκε, δε θα γυρίσω στο σπίτι μου ποτέ», είπε να το ρίξει στην τρελή (σε μένα δηλαδή) και να με αρχίσει σε αμπελοφιλοσοφίες περί ζωής, περιπέτειας, έντασης, ευχάριστων αναμνήσεων που θα διηγούμαι μετά από χρόνια σε ταλαίπωρους που διαβάζουν όσα γράφω κτλ κτλ. Κλείνω το τηλέφωνο και τη συνομιλία με τη δόλια μαμά με το που αρχίζει να ψελλίζει τις πρώτες ατάκες για το πόσο ωραία είναι η ζωή και ξανακάθομαι στη θέση μου να ξανακούσω μουσική. Αίφνις αρχίζουν να μου έρχονται απανωτά μηνύματα στο κινητό, όλα αρχίζοντα απ’την ατάκα «μήνυμα χωρίς χρέωση». Και συνεχίζοντα ως εξής:

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Η ζωή είναι μια πλάκα. Δες το έτσι και μην κλαίγεσαι και θα δεις που όλα θα πάνε καλά. Μαμά.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Η ζωή είναι περιπέτεια. Ζήσε την περιπέτεια και μην κάνεις σαν κωλόγρια. Μανούλα.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Άμα θες να γλιτώσεις την ταλαιπωρία, παντρέψουν έναν από κει που είσαι και μη γυρίσεις ποτέ. Μανουλίτσα.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Τι θα ‘χεις βρε να λες αύριο μεθαύριο στα εγγόνια σου; Θα λες και γι αυτό. Σιγά το πράγμα. Να ‘μουν εγώ στη θέση σου, να δεις τι θα έκανα! Μανουλιτσάκι.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Πώς κάνεις έτσι πια; Τι έπρεπε δηλαδή να κλειστείς μες το σπίτι σου να μην πηγαίνεις πουθενά για να μην ταλαιπωρείσαι; Όλος ο κόσμος ταλαιπωρείται. Τώρα ταλαιπωρήσου κι εσύ. Και σιγά την ταλαιπωρία. Μες το κρύο κ τη βροχή είσαι; Να ‘χα εγώ τα νιάτα σου και θα σου ‘λεγα εγώ! Μανουλομανουλιτσάκι».

Με φαντάζεσαι εμένα τώρα, με πίεση στο 80, με τα νεύρα ζαρτιέρα, με τη μαμά με τα απανωτά μηνύματα τρέλας σε τι κατάσταση παιδί μου βρισκόμουν; Θα μπορούσα πολύ άνετα να κάνω φόνο και μετά να μην το θυμάμαι καν! Κάποιες φορές στη ζωή μου εύχομαι να ήξερα γιόγκα, πιστεύω θα με είχε γλιτώσει από πολλές παρακρούσεις. Βαθιές ανάσες, βαθιές ανάσες, δε σκέφτομαι τίποτα προσπαθώ μόνο να ακούσω την ανακοίνωση της Ολυμπιακής, μπας και…η ώρα 5 το απόγευμα και εγώ είμαι ακόμα στο αεροδρόμιο και είναι άγνωστο το πότε και αν θα φύγω ποτέ από δω μέσα, αρχίζω να καταλαβαίνω απόλυτα τον Τομ Χανκς και την αντίστοιχη ταινία μες το αεροδρόμιο και αρχίζω να βηματίζω πάνω κάτω στην τεραστίων διαστάσεων αίθουσα, θα ‘ταν δε θα ‘ταν και 10 βήματα πάνω-κάτω και να χαμογελάω στον άλλο ταλαίπωρο κόσμο που σαν τους πρόσφυγες κι αυτοί είχαν ξαπλωθεί όπου υπήρχε κάθισμα και έκλαιγαν τη μοίρα τους και την γκαντεμιά τους. Με τα πολλά και ενώ ήδη με κάποιους νεότερους είχαμε αρχίσει να μιλάμε και να ανταλλάσσουμε ιστορίες, τουλάχιστον πριν πεθάνουμε από πλήξη και νεύρα να έχουμε δημιουργήσει κάποιους δεσμούς, χτυπάει το τηλέφωνό μου, σε συνομιλία που ακούστηκε σε όλο το αεροδρόμιο, καθότι όταν βρίσκεσαι σε ένα χώρο δύο επί δύο και ο άλλος για έναν ανεξήγητο λόγο γκαρίζει μες το αυτί σου, δεν το γλιτώνεις το ρεζίλεμα, όσο κυρία και να θες να το παίξεις.

-«Έλα μωρό μου. Τι κάνεις;;», (ο gentleman που λέγαμε).
- «Έχω καθυστέρηση».

Πρέπει να πέρασαν και 10’ πλήρους σιωπής, απανωτών εγκεφαλικών, κρίσεων πανικού και απείρων σκέψεων τρόπων για αυτοκτονία.

-« Τι;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;»
Με τα πολλά ήταν το μόνο μάλλον που κατάφερε να πει. Ωστόσο, η δικιά σου ατάραχη στην κοσμάρα της.

-« Τι κάνεις έτσι; Άμα για σένα είναι πρόβλημα, για μένα τι είναι;» (νομίζω μπορώ να δώσω ρεσιτάλ παρεξήγησης, ώρες ώρες).
- «Όχι, εντάξει δε λέω και για σένα είναι πρόβλημα, αλλά…τι θα κάνεις;»
-«Τι θα κάνω; Τίποτα δε θα κάνω. Θα περιμένω. Πού είσαι; Δεν μπορείς να έρθεις από δω να μου κάνεις παρέα;».
-«Πού είσαι;».
-«Στο ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ! Τι λέμε τόση ώρα; Έχει καθυστέρηση το αεροπλάνο!!!!!!!!!», κορώνα λυρικής.

Πρέπει να πέρασαν άλλα 10’ μέχρι η καρδιά του ανθρώπου να ξαναέρθει στη θέση της, ο κόσμος να ξαναγίνει όπως ήταν, η γη είναι σφαιρική και τα πεπόνια λίγο πεπλατυσμένα, μέχρι να ξαναβρεί μιλιά και να λυθεί η παρεξήγηση.

Και επειδή ξέρω ότι καίγεστε για το ηθικό δίδαγμα και θα με ρωτήσετε τι έγινε τελικά με την πάρτυ μου, να σας πω ότι εν τέλει το αεροπλάνο έφυγε στις 10 το βράδυ και μετά από μισή μέρα μέσα στο αεροδρόμιο έφτασα αισίως στο σπίτι μου, δεν είχα όρεξη να φάω τίποτα το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος, πήγα και ταβλιάστηκα και έκλεισα 12ωρο ύπνου μπας και όταν ξυπνήσω έχω ξεχάσει τι έζησα!

Ηθικό δίδαγμα 1: Μανούλες, απ΄την καλή σας την καρδιά τα κάνετε όλα το ξέρουμε, αλλά αν δεν μπορεί η μάνα να σε εξοντώσει με τις ατάκες της σε αυτή τη ζωή, τότε δεν μπορεί κανένας, είναι σίγουρο!

Ηθικό δίδαγμα 2: Γκόμενες, όταν αναφερόμαστε σε καθυστέρηση, παιδιά, σκυλιά, γατιά και λοιπά τερατάκια, πάντα μα ΠΑΝΤΑ διευκρινίζουμε στους γκόμενους ότι ΔΕΝ αναφερόμαστε σε εγκυμοσύνες και τα τοιαύτα, αλλά μιλάμε μεταφορικώς. Εκτός κι αν θέλουμε να τους ξεκάνουμε, οπότε συνιστώ το κόλπο αυτό, ανεπιφύλακτα ;)

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 5η Ιστορία: "Μετακομίσεις"


"Μετακομίσεις"


Και έρχεται η στιγμή στη ζωή (μιας φίλης σου) που θέλει να μετακομίσει και σου ζητάει βοήθεια. Κι εσύ εκεί που δε θα μετακόμιζες ούτε για την πάρτυ σου (το ρισκάρεις τώρα να βρεθείς ανοιξιάτικο- θα ‘ταν δε θα ‘ταν ΑπριλοΜάης του 2009- με κούτες και λοιπά λιλιτσικά που ο κόσμος για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν πετάει τα περιττά βρε αδερφέ ακόμα κι αν έχουν αχρηστευτεί προ αμνημονεύτων, ακόμα κι αν δεν κάνουν ούτε για τα σκουπίδια και την ανακύκλωση). Κι όμως. Κάποια στιγμή στη ζωή σου, θα βρεθείς! Και μεταξύ μας τώρα, το μέγιστο πρόβλημα δεν είναι τόσο το συμμάζεμα και το κουβάλημα, εκεί μπορείς να προσποιηθείς ότι βοηθάς (πετάγοντας τα πράγματα αχταρμά το ένα πάνω στο άλλο- αν τα ανοίξει μετά η φίλη σου και σου πει «μαρή πώς τα έβαλες έτσι;» θα της απαντήσεις με χάρη και έπαρση «κούκλα μου εγώ καλά τα έβαλα, αλλά πάνω- κάτω, τράβα-σπρώξε, τι να σου κάνει το έρημο το πράμα, ήρθε κι έκανε πιρουέτες και περιστροφές ωσάν καταδύτης στους Ολυμπιακούς) και να προσποιηθείς και ότι κουβαλάς (θυμίσου απλά τη Rachel από τους Friends- δεν είναι δύσκολο, όπως σηκώνουν οι άλλοι βάζεις κι εσύ το δάχτυλο σου, σφίγγεις τη μούρη σου να κοκκινίσει να φανεί ότι καταβάλλεις υπέρογκη προσπάθεια ή απλά λες την αλήθεια «σόρρυ κοπελιά έχω κάνει εγχείρηση κήλης, άντε γεια») και ξεμπερδεύεις. Το μεγάλο πατιρντί έρχεται όταν η φίλη σου δεν έχει βρει ακόμα σπίτι! (αν η παραγωγή ήταν οπτικοακουστική, θα επιθυμούσα στρουμφάκια αλλαλιασμένα να τρέχουν δεξιά-αριστέρα και να κάνουν τούμπες τσιρίζοντας απ’την γκαντεμιά που τους έτυχε και από πίσω για μουσική υπόκρουση ένα εμβατήριο για επικήδειους).

Και ξεκινάς χαρούμενος πάντα- ασχέτως πώς καταλήγεις στην πορεία- να διαβάζεις όλο το εφημεριδομάνι μετά μανίας, με το στάμπιλο ανά χείρας, με τα νεύρα που κροσιάζουν, ώσπου έρχεται το κερασάκι στην τούρτα. Μαζεύονται τα υποψήφια διαμερίσματα και είσαι αναγκασμένος να τρέχεις μες το κέντρο της Αθήνας (πιστέψτε με χειρότερο δεν έχω) για να τα δείτε μαζί ιδίοις όμασι και να πεις κι εσύ τη γνώμη σου (τι γνώμη να έχει ένας άνθρωπος που ακούει Αθήνα και βγάζει φλύκταινες, ήθελα να ‘ξερα). Φτάνουμε με τα πολλά εκείνο το απόγευμα της περασμένης άνοιξης εις την οδό Ιπποκράτους, λοιπές λεπτομέρειες δε θα αναφέρω για ευνόητους λόγους, στην πάροδο με μια άλλη οδό. Χτυπάμε τον κώδωνα. Εγώ και μόνο που έχουμε φάει το καυσαέριο και την μπόχα σύννεφο, όχι απλά δε θα νοίκιαζα σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, μη σου πω θα έφευγα απ’την Ελλάδα τελείως. Η φίλη μου συγκλονισμένη και κατενθουσιασμένη που μετά από χιλιάδες σπίτια που είχε δει και είχε απορρίψει (ασυνόδευτη από μένα φυσικά, γιατί να δεις ρε παιδί μου που πάντα μα πάντα να έχω να κάνω μια σοβαρή δουλειά!) θεώρησε ότι τι στο διάολο, τούτο το σπίτι θα ‘ναι και το τυχερό!

Ξαφνικά, η πόρτα ανοίγει. Οδηγούμαστε στα ενδότερα της πολυκατοικίας. Παίρνουμε το ασανσέρ, το οποίο μετά βίας χωρούσε εμένα και τη φίλη μου, που και οι 2 μαζί δεν πρέπει να ζυγίζαμε πάνω από 90 κιλά. Στριμωξίδι κανονικό μέσα στο ασανσέρ. Σκέφτηκα για να ελαφρύνω το κλίμα να πω καμιά σαχλαμάρα και λέω «ωραία, άμα στουκαριστείς με κανάν ωραίο γείτονα στο ασανσέρ, μη χάσεις την ευκαιρία να του πιάσεις τον κώλο» όχι βέβαια ότι θα μπορούσες να κάνεις και τίποτα άλλο, αφού δεν υπήρχε και μεγάλη χωρητικότητα για να απλωθείς όπως αρμόζει στον κόσμιο κόσμο. Αφού χαζογελάσαμε και με τα πολλά φτάσαμε στον 4ο όροφο, βγαίνουμε απ’το ασανσέρ και αντικρίζουμε μια ανοιγμένη πόρτα. Χωρίς κανείς να μας περιμένει. «Εδώ θα είναι» είπε όλο ενθουσιασμό. Μπήκαμε. Κάναμε 2 βήματα, φωνάξαμε αν είναι κανείς εκεί και μια φωνή απ’το υπερπέραν μας είπε ότι έρχεται. «Θα είναι μεγάλο το σπίτι» σκέφτηκε η φιλενάδα μου, όσο εγώ θαύμαζα κάτι ξέκωλες ημίγυμνες που δέσποζαν τους τοίχους, παρακαταθήκη απ’το play boy που προφανώς μανιωδώς διάβαζε ο ιδιοκτήτης, διότι άμα δεν έχεις εντριφύσει πάνω στα συλικονάτα στήθη ξανθών αλογόφατσων, κουλτούρα δεν έχεις! Με τα πολλά και ενώ είχαμε περάσει στο μπαλκόνι που έβλεπε Λυκαβηττό πιατέλα και χωρούσες μέχρι και τσιμπούσι και ρωμαϊκό όργιο να κάνεις, βγαίνει κοκκαλιάρικο, λιγδιασμένο, μουσάτο, γερασμένο, μπλιαχτερό ουδέτερου γένους, χαμογελαστό και ξεδοντιασμένο να μας υποδεχτεί. Δε θα πω ψέματα. Σκέφτηκα προς στιγμήν να πηδήξω απ’το μπαλκόνι σαν άλλη Σουλιώτισσα. Ο εν λόγω ιδιοκτήτης φορώντας μόνο μια τζιν βερμούδα, αφήνοντας ακάλυπτο το δασύτρεχο στέρνο, προς τέρψην μόνο των ψείρων και λοιπών ζωυφίων, μας ξεναγεί και στους υπόλοιπους χώρους, κάθε χώρος- να αναφέρω- είχε επιμελώς διακοσμηθεί από ξανθότσουλο με τους βύζους έξω. Πασχίζοντας να διατηρήσουμε το βλέμμα μας στο σπίτι που έζεχνε και βρώμαγε και την ψυχραιμία μας, παρά την έντονη επιθυμία μας να βυθιστούμε αμφότερες σε betadin, ο ιδιοκτήτης μας αποκαλύπτει ότι επαγγέλεται «ερωτικός μασέρ». Προσπάθησα ειλικρινά πάρα πολύ να μη βάλω τα γέλια, αν και νομίζω πως δεν τα κατάφερα, έστρεψα ωστόσο το βλέμμα μου απ’την άλλη, γιατί άμα έχεις τρόπους κυρά μου πας και στο Bachingham, όπου πέφτω μούρη με βύζο με μια άλλη playboyλίστρια.

«Έχω και άλλο ένα σπίτι που νοικιάζω να σας δείξω, δώστε μου μισό λεπτό να αλλάξω» είπε ο ερωτικός μασέρ, καθόσο μας εξηγούσε ότι το ερωτικό μασάζ βρε κουτά, μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν πρόκειται περί τσόντας βρε, πονηρά παιδιά, αλλά κάθεται λέει αυτός γυμνός (τύφλα να ‘χει ο Marlon Brando τώρα), ξαπλάρεις κι εσύ γυμνή και αυτός δως του και τρίψε την πλάτη σε ταράζει στις μαλάξεις και τα συναφή για να σπάσουν τα άλατα και όπως διεγήρεσθε ταυτόχρονα, έτσι φεύγει η κούραση και ο πυρήνας του άγχους διασπάται και τα στρώματα της κακής ενέργειας πάνε περίπατο και το είναι σου ταυτίζεται με το μυαλό σου και η καρδιά σου με τον κώλο σου και οι ενεργειακές πλάκες συνθέτουν μια δύναμη που έρχεται απ’τα φουι και απελευθερώνεται θετική ενέργεια τσάκρας και τα λοιπά και τα λοιπά.

Όσο ακούγαμε αυτό το τόσο σοβαρό επάγγελμα και όσο η φίλη μου ακόμα ονειρευόταν τα μπάρμπεκιου που θα έκανε στο μπαλκόνι, αυτός άλλαζε φορεσιά για να μπορέσει κόσμιος να μας συνοδέψει 3 στενά πιο κάτω που βρισκόταν και το επόμενο σπίτι. Εγώ που άλλο κακό να μη με έβρισκε, σώνει πια με το μπαλκόνι, δε βλέπεις χριστιανή μου τι καπνό φουμάρει ο ιδιοκτήτης, ήθελα να φύγουμε, βρισκόμουν ακόμα στο σαλόνι, όπου και γυρίζω από την άλλη να θαυμάσω και το μπούστο έταιρης ξανθοτσουλάρας και τι αντικρίζουν τα μάτια μου Παναγιά της Τήνου και της Σουμελά, δώδεκά μου απόστολοι και χερουβείμ του ουρανού;;;;;;;;;;;
Αυτό το θεσπέσιο κορμί ολόγυμνο!!!!!!!!!! Χωρίς μποξεράκι, χωρίς φανελάκι, χωρίς κάτι τέλος πάντων να κρύψει το έμφραγμα που κόντευα να πάθω! Σκέφτηκα προς στιγμήν «ώστε έτσι αισθάνεσαι όταν παθαίνεις εγκεφαλικό» και προσπαθώ να ξαναβρώ τη λαλιά μου και με άναρθρες κραυγές «να ω στη φλη μου ότι καλύτρα να πηγαίνμε», πού να έχεις το κουράγιο να τα πεις όλα τα γράμματα, μετά από τέτοιο θέαμα, Χριστέ! Δεν προλαβαίνω να πάω στο μπαλκόνι και να πω στη φιλενάδα μου να φύγουμε, εμφανίζεται ο φιλήδονος μασέρ, ο οποίος και έθεσε την χείρα του επί της κεφαλής μου!!!!!!!!!!!!

Απανωτά εγκεφαλικά με ηλεκτροσόκ με διαπέρασαν, φοβήθηκα ότι το κολάψους δεν το γλιτώνω, κλάφτε με μάνα κλάφτε με τη νύχτα με φεγγάρι, πού έχει ταξί να φύγω, δεν έχει δρόμο να διαβώ, σοκάκι να περάσω, όσο σκεφτόμουν πού βρισκόταν αυτό το χέρι, πριν έρθει να ακουμπήσει το φρεσκολουσμένο μου μαλλί, ήθελα να πάρω την ψιλή και να γίνω γλόμπος αυτοστιγμιαίως! Έντρομη γυρνάω προς το μέρος του, με ύφος που όχι απλά τον αφόπλισε, πρέπει και να του έκανε την αγκινάρα, μπάμια, ευτυχώς ο θεός μας φύλαγε και είχε φορέσει ένα βρομερό και τρισάθλιο μπλουζάκι που είχε λιώσει πάνω του και μια άλλη βερμούδα (χαρά στην αλλαγή που έκανε για να μας συνοδέψει), πετάχτηκε και η φιλενάδα μου και είπε ότι τα λεφτά είναι πολλά και η κρισή επερχόμενη και σηκωθήκαμε και φύγαμε μέχρι να πεις κύμινο. Μέχρι να φτάσουμε Κηφησίας στο ύψος του Χαλανδρίου ήμουν ακόμα υπό την επήρεια του σοκ. Στρατιωτάκι, αμίλητο, ακούνιστο, αγέλαστο, φοβόμουν μήπως έχει στραβώσει και το στόμα μου και μείνω για πάντα έτσι. Με τα πολλά και μόλις ξανα αντίκρισα το σπιτάκι μου, σαν να μου ήρθε μιλιά στο στόμα, κατάφερα να βγάλω 2-3 άναρθρες κραυγούλες και να πω «εντάξει» στις χιλιάδες απολογίες της φίλης μου, τι έφταιγε κι αυτή, μήπως ήξερε πού πηγαίναμε; «Μόλις ξαναφτιάξω τα μαλλιά μου ανθρώπινα και κάνω απανωτές πλύσεις με οινόπνευμα θα σου ξαναμιλήσω» της απάντησα. Την επόμενη ώρα την είχα ξαναπάρει τηλέφωνο για να κανονίσουμε για καφέ.

Ηθικό δίδαγμα: Για μετακομίσεις σπιτιών, μαζευτείτε ένα μπούγιο ολόκληρο να πηγαίνετε στα σπίτια, γιατί δεν ξέρετε σε τι τρελό μπορεί να πέσετε. Τουλάχιστον άμα είστε πολλοί μαζεμένοι να γίνει ένα όργιο της προκοπής ρε παιδιά!