Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 6η Ιστορία: "Καθυστερήσεις"


"Καθυστερήσεις"

Όποιος με γνωρίζει καλά, ασφαλώς και θα ξέρει ότι το αγαπημένο μου θέμα συζήτησης είναι οτιδήποτε σχετίζεται με ερωτικά, φλερτ, σεξουαλικά και λοιπά καλιαρντά. Θα σας φάνηκε λοιπόν ιδιαίτερα περίεργο πώς είναι δυνατόν να μου πήρε 5 ιστορίες, μέχρι τελικά να φτάσω στο πραγματικό αντικείμενο συζήτησης! Κάλλιο αργά παρά ποτέ, λέει ο σοφός λαός και επανορθώνω πάραυτα λοιπόν. Η σημερινή μου ιστορία χρονολογείται το έτος 2008 το οποίο βρίθει από ιστορίες απείρου κάλλους και τρέλας. Το συγκεκριμένο περιστατικό νομίζω δικαιωματικά ανήκει και στο κάλλος και στην τρέλα ταυτόχρονα! Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, διατηρούσα σχέση με σχεδόν συνομίληκό μου, τον οποίο έψαξα πολύ για να βρω, γι αυτό και τον εντόπισα σε νησί και όχι εις τας Αθήνας, γιατί όπως και να το κάνεις άμα είσαι γυναίκα με κύρος και πείρα τουλάχιστον 2 ετών, έχεις απλώσει τον ιστό σου σαν άλλη μαύρη χήρα αράχνη και στην αγαπημένη επαρχία, καθότι δε μας έκαναν οι γκόμενοι της πρωτεύουσας, οι νησιώτες μας μάραναν.

Το θέμα με τις σχέσεις εξ’αποστάσεως δεν είναι ούτε στην εμπιστοσύνη, ούτε στην απιστία, ούτε σε λοιπές μικροαστικές σεμνότητες και σοβαροφάνειες, αλλά στο ξεπαράδιασμα που πέφτει, «έλα εσύ αυτό το μήνα εγώ ήρθα τον προηγούμενο, έλα εσύ και τον επόμενο γιατί οι γονείς δε μου δίνουν» και λοιπές εκφράσεις πόνου που δείχνουν πόσο εξαρτώμενο κοριτσάκι είσαι, ασχέτως πόσο macho γκόμενα ήθελες να δείχνεις από τα 22 σου χρόνια. Με τα πολλά και ενώ οι άντρες μου ήταν και είναι πάντα gentlemen, αφού ξεπαραδιάστηκε ο άνθρωπος για τα όμορφά μου μάτια, πήγαινε-έλα συνέχεια, η Ολυμπιακή είχε θησαυρίσει είμαι σίγουρη, αποφασίζει και η γράφουσα να πάρει επιτέλους των οματιών της και να κάνει κι αυτή ένα ταξιδάκι στο νησί. Χριστούγεννο λοιπόν, γιατί οι Υδροχόες όταν είμαστε μικρές είμαστε και ρομαντικούρες τρομάρα μας, μην κοιτάς μετά που ο κυνισμός ξεχειλίζει απ’τα μπατζάκια μας, φτάνω στο ανθοστολισμένο αεροδρόμιο του νησιού (γιατί ως γνωστόν αν και τη θάλασσα την λατρεύω και δεν μπορώ να την αποχωριστώ, σε πλεούμενα πάσης φύσης δεν μπαίνω,γιατί τα βαριέμαι αφόρητα σε σημείο που την τελευταία φορά που είχα μπει κατά το έτος 2007, ήθελα πραγματικά να βουτήξω στη θάλασσα και να το πιάσω στον κολυμπητό να φτάσω στο νησί, γιατί τα καράβια της Ελλάδας πάνε πιο αργά και βασανιστικά κι απ’το θάνατο). Σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ούτε εσείς δε θέλετε να μπω (πιστέψτε με, δεν είναι θέμα σεμνοτυφίας είναι για το καλό ΣΑΣ) και ενώ περάσαμε ένα σχεδόν ευχάριστο Χριστούγεννο, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα ότι στις σχέσεις εξ’αποστάσεως όσο είσαι στην απόσταση και ο άλλος σου λείπει και δε θες να τον χάσεις με τίποτα κάθεσαι και κάθεται σούζα σε ό,τι λες, αλλά όταν έρθει η ευλογημένη ώρα να είστε μαζί 24 ώρες το 24ωρο σφάζεστε σαν τα αρνιά του Πάσχα, ήρθε και η μέρα του αποχαιρετισμού, η οποία εκτός από κλάμα και οδυρμό (εσωτερικό όσον αφορά τη γράφουσα- γιατί ο κυνισμός της Υδροχόου που έρχεται λίγο αργότερα στη ζωή της, έχει χτυπήσει ήδη την πόρτα της και κάνει δειλά βήματα γενναιότητας μη χαλάσει και η ρίμελ) συνοδεύτηκε και από απανωτά μπουμπουνητά και βροντοαστραπές, όστις βρισκόμασταν στον κατακλυσμό του Νώε και επουδενί στην πραγματικότητα.

Το αεροπλάνο θα έφευγε κανονικά στις 8 το πρωί, βέβαια εκείνη την ημέρα πρωί δεν την λες καθότι ακόμα και στις 8 δεν είχε ξημερώσει, μιλάμε για ένα ατέλειωτο βράδυ με απίστευτη βροχή και χαλάζι. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο και μετά τις τελευταίες αγκαλιές του αποχαιρετισμού (μη δακρύσετε οι γυναίκες που το διαβάζετε σας παρακαλώ!) η υποφαινόμενη μένει μόνη της στο αεροδρόμιο έτοιμη (πού να ‘ξερες κουκλίτσα μου) να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο του γυρισμού και να πάει σπίτι της να ξεραθεί στον ύπνο, γιατί η ταλαιπωρία ταλαιπωρία όταν συναναστρέφεσαι με άντρες. Η Ολυμπιακή μας ενημερώνει ότι το αεροπλάνο λόγω καιρού δε θα φύγει και ότι έχουμε καθυστέρηση 1 ώρα. Σκέφτομαι «ε καλά 1 ώρα δεν είναι τίποτα, ας ακούσω λίγο μουσική και θα περάσει». Η 1 ώρα πέρασε και ήρθε άλλη ανακοίνωση που αυτή τη φορά τη 1 ώρα καθυστέρησης μας τις έκανε 2 ώρες. Με τα πολλά και για να μη μακρυγορώ οι ώρες της αναμονής αυξανόντουσαν και πλήθαιναν ωσάν τις κατσαρίδες, όστις φτάσαμε σχεδόν μεσημέρι και εγώ είχα ακούσει 2 και 3 φορές όλα τα τραγούδια απ’το mp3 (άλλες εποχές τότε) και είχε αρχίσει να με πιάνει και μια λόρδα, αλλά επουδενί δεν τρώω απέξω και μάλιστα τέτοιο απέξω τύπου φαστφουντάδικο της κακιάς ώρας που μετά ψάχνεις να βρεις την τουαλέτα και κάνεις κατοστάρι αλά Μπολτ, όταν την εντοπίσεις. «Δεν πειράζει», σκέφτηκα, «θα ψωμολυσσάξω τώρα, αλλά όταν πάω σπίτι θα πω στη μαμά να μου έχει ετοιμάσει κάτι καλό». Στο 100ο τηλεφώνημα προς τη μαμά να την ειδοποιήσω ότι τελικά ούτε αυτή την ώρα θα φύγουμε, τα νεύρα μου είχαν αρχίσει ολίγον τι να σπάνε, έφταιγε και η καταραμμένη πείνα και η ταλαιπωρία και μια ενδόμυχη σκέψη- προφητική- ότι μάλλον αυτό το βάσανο θα κρατήσει για ώρες ακόμα, την παρακαλώ να μου φτιάξει ένα φαί της προκοπής με φωνή σπασμένη και ραγισμένη καρδιά, σκεφτόμενη όχι ότι βρίσκομαι μισή ώρα μακριά απ’το σπίτι μου (αν βέβαια δεηθεί το αεροπλάνο να σηκωθεί) αλλά λες και βρίσκομαι στη μακρινή Αυστραλία και το σπίτι μου έμοιαζε πιο μακρινό από ποτέ.

Εδώ θέλω να απευθυνθώ προς όλες τις μαμάδες που διαβάζουν αυτή την ιστορία, ταπεινά και παρακαλετά. Όταν ο άλλος άνθρωπος βρίσκεται μες τη μέση του πουθενά, σε ένα αεροδρόμιο της συμφοράς τρία τέταρτα μακριά απ’την πόλη και 25 ευρώ μακριά απ’την πόλη του νησιού επίσης, έξω γίνεται της Ποπάρας το χάβαρο, η κοιλιά του βαράει βιολιά και βιολοντσέλα απ’την αφαγία, η αϋπνία σε κάνει να φαίνεσαι σαν ζόμπι, δεν υπάρχει άνθρωπος να ανταλλάξεις μια κουβέντα, να κάνεις μια γνωριμία βρε παιδί μου, και ψυχανεμίζεσαι ότι θα γυρνάς κι άλλες ώρες σαν την Κοσοβάρα στα αεροδρόμια, παρακαλώ παρακαλώ παρακαλώ πολύ ΜΗΝ πετάξετε ατάκες τύπου «ζήσε την περιπέτεια», «η ζωή είναι μικρή» και άλλες τέτοιες θυμοσοφίες που ακούγονται ώραιες, μόνο όταν είσαι στο ζεστό σου σπιτάκι και κοιτάς το τζάκι και ονειρεύεσαι ότι είσαι ο Τομ Κρουζ στις επικίνδυνες αποστολές. Η δόλια μάνα μου, ωστόσο, που δώσ’της περιπέτεια και πάρ’της την ψυχή, προφανώς θέλοντας να ελαφρύνει το κλίμα και το λυγμό στη φωνή μου και το ξανθοπούλειο ύφος μου «Χριστέ μου τι με βρήκε, δε θα γυρίσω στο σπίτι μου ποτέ», είπε να το ρίξει στην τρελή (σε μένα δηλαδή) και να με αρχίσει σε αμπελοφιλοσοφίες περί ζωής, περιπέτειας, έντασης, ευχάριστων αναμνήσεων που θα διηγούμαι μετά από χρόνια σε ταλαίπωρους που διαβάζουν όσα γράφω κτλ κτλ. Κλείνω το τηλέφωνο και τη συνομιλία με τη δόλια μαμά με το που αρχίζει να ψελλίζει τις πρώτες ατάκες για το πόσο ωραία είναι η ζωή και ξανακάθομαι στη θέση μου να ξανακούσω μουσική. Αίφνις αρχίζουν να μου έρχονται απανωτά μηνύματα στο κινητό, όλα αρχίζοντα απ’την ατάκα «μήνυμα χωρίς χρέωση». Και συνεχίζοντα ως εξής:

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Η ζωή είναι μια πλάκα. Δες το έτσι και μην κλαίγεσαι και θα δεις που όλα θα πάνε καλά. Μαμά.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Η ζωή είναι περιπέτεια. Ζήσε την περιπέτεια και μην κάνεις σαν κωλόγρια. Μανούλα.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Άμα θες να γλιτώσεις την ταλαιπωρία, παντρέψουν έναν από κει που είσαι και μη γυρίσεις ποτέ. Μανουλίτσα.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Τι θα ‘χεις βρε να λες αύριο μεθαύριο στα εγγόνια σου; Θα λες και γι αυτό. Σιγά το πράγμα. Να ‘μουν εγώ στη θέση σου, να δεις τι θα έκανα! Μανουλιτσάκι.»

«Μήνυμα χωρίς χρέωση. Πώς κάνεις έτσι πια; Τι έπρεπε δηλαδή να κλειστείς μες το σπίτι σου να μην πηγαίνεις πουθενά για να μην ταλαιπωρείσαι; Όλος ο κόσμος ταλαιπωρείται. Τώρα ταλαιπωρήσου κι εσύ. Και σιγά την ταλαιπωρία. Μες το κρύο κ τη βροχή είσαι; Να ‘χα εγώ τα νιάτα σου και θα σου ‘λεγα εγώ! Μανουλομανουλιτσάκι».

Με φαντάζεσαι εμένα τώρα, με πίεση στο 80, με τα νεύρα ζαρτιέρα, με τη μαμά με τα απανωτά μηνύματα τρέλας σε τι κατάσταση παιδί μου βρισκόμουν; Θα μπορούσα πολύ άνετα να κάνω φόνο και μετά να μην το θυμάμαι καν! Κάποιες φορές στη ζωή μου εύχομαι να ήξερα γιόγκα, πιστεύω θα με είχε γλιτώσει από πολλές παρακρούσεις. Βαθιές ανάσες, βαθιές ανάσες, δε σκέφτομαι τίποτα προσπαθώ μόνο να ακούσω την ανακοίνωση της Ολυμπιακής, μπας και…η ώρα 5 το απόγευμα και εγώ είμαι ακόμα στο αεροδρόμιο και είναι άγνωστο το πότε και αν θα φύγω ποτέ από δω μέσα, αρχίζω να καταλαβαίνω απόλυτα τον Τομ Χανκς και την αντίστοιχη ταινία μες το αεροδρόμιο και αρχίζω να βηματίζω πάνω κάτω στην τεραστίων διαστάσεων αίθουσα, θα ‘ταν δε θα ‘ταν και 10 βήματα πάνω-κάτω και να χαμογελάω στον άλλο ταλαίπωρο κόσμο που σαν τους πρόσφυγες κι αυτοί είχαν ξαπλωθεί όπου υπήρχε κάθισμα και έκλαιγαν τη μοίρα τους και την γκαντεμιά τους. Με τα πολλά και ενώ ήδη με κάποιους νεότερους είχαμε αρχίσει να μιλάμε και να ανταλλάσσουμε ιστορίες, τουλάχιστον πριν πεθάνουμε από πλήξη και νεύρα να έχουμε δημιουργήσει κάποιους δεσμούς, χτυπάει το τηλέφωνό μου, σε συνομιλία που ακούστηκε σε όλο το αεροδρόμιο, καθότι όταν βρίσκεσαι σε ένα χώρο δύο επί δύο και ο άλλος για έναν ανεξήγητο λόγο γκαρίζει μες το αυτί σου, δεν το γλιτώνεις το ρεζίλεμα, όσο κυρία και να θες να το παίξεις.

-«Έλα μωρό μου. Τι κάνεις;;», (ο gentleman που λέγαμε).
- «Έχω καθυστέρηση».

Πρέπει να πέρασαν και 10’ πλήρους σιωπής, απανωτών εγκεφαλικών, κρίσεων πανικού και απείρων σκέψεων τρόπων για αυτοκτονία.

-« Τι;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;»
Με τα πολλά ήταν το μόνο μάλλον που κατάφερε να πει. Ωστόσο, η δικιά σου ατάραχη στην κοσμάρα της.

-« Τι κάνεις έτσι; Άμα για σένα είναι πρόβλημα, για μένα τι είναι;» (νομίζω μπορώ να δώσω ρεσιτάλ παρεξήγησης, ώρες ώρες).
- «Όχι, εντάξει δε λέω και για σένα είναι πρόβλημα, αλλά…τι θα κάνεις;»
-«Τι θα κάνω; Τίποτα δε θα κάνω. Θα περιμένω. Πού είσαι; Δεν μπορείς να έρθεις από δω να μου κάνεις παρέα;».
-«Πού είσαι;».
-«Στο ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ! Τι λέμε τόση ώρα; Έχει καθυστέρηση το αεροπλάνο!!!!!!!!!», κορώνα λυρικής.

Πρέπει να πέρασαν άλλα 10’ μέχρι η καρδιά του ανθρώπου να ξαναέρθει στη θέση της, ο κόσμος να ξαναγίνει όπως ήταν, η γη είναι σφαιρική και τα πεπόνια λίγο πεπλατυσμένα, μέχρι να ξαναβρεί μιλιά και να λυθεί η παρεξήγηση.

Και επειδή ξέρω ότι καίγεστε για το ηθικό δίδαγμα και θα με ρωτήσετε τι έγινε τελικά με την πάρτυ μου, να σας πω ότι εν τέλει το αεροπλάνο έφυγε στις 10 το βράδυ και μετά από μισή μέρα μέσα στο αεροδρόμιο έφτασα αισίως στο σπίτι μου, δεν είχα όρεξη να φάω τίποτα το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος, πήγα και ταβλιάστηκα και έκλεισα 12ωρο ύπνου μπας και όταν ξυπνήσω έχω ξεχάσει τι έζησα!

Ηθικό δίδαγμα 1: Μανούλες, απ΄την καλή σας την καρδιά τα κάνετε όλα το ξέρουμε, αλλά αν δεν μπορεί η μάνα να σε εξοντώσει με τις ατάκες της σε αυτή τη ζωή, τότε δεν μπορεί κανένας, είναι σίγουρο!

Ηθικό δίδαγμα 2: Γκόμενες, όταν αναφερόμαστε σε καθυστέρηση, παιδιά, σκυλιά, γατιά και λοιπά τερατάκια, πάντα μα ΠΑΝΤΑ διευκρινίζουμε στους γκόμενους ότι ΔΕΝ αναφερόμαστε σε εγκυμοσύνες και τα τοιαύτα, αλλά μιλάμε μεταφορικώς. Εκτός κι αν θέλουμε να τους ξεκάνουμε, οπότε συνιστώ το κόλπο αυτό, ανεπιφύλακτα ;)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου