Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Αύγουστοι


εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω Σεπτέμβρης,  έλεγε ο Αύγουστος

Τι να είναι οι 6 τι να είναι οι 7 μήνες. Μονά ζυγά, δικά σου, ζωή. Κοντεύεις να με μεγαλώσεις ακόμα ένα μήνα. Σαν φύγει ο Αύγουστος σκέφτηκα ποιος αντέχει να μεγαλώσει τα όνειρά του; Θέλει και η ύπαρξη αντοχή και υπομονή και ποιος αντέχει να υπομείνει το χειμώνα της απουσίας σου; Όχι, καλύτερα έτσι, καλύτερα στη ζέστη, καλύτερα στη θάλασσα και στον ήλιο του Αυγούστου. Διπλό φεγγάρι μας έλαχε. Μια στην αρχή και μια στο τέλος. Κύκλος που σε κρατάει πανσέληνος, παντού. Καλύτερα να ζεις στο φεγγάρι του Αυγούστου μου. Κι ας μην τύχουμε σε διπλό, κι ας μην ολοκληρωθεί η εικόνα της ανυπαρξίας σου. Έτσι, απλά για να σε κρατάω στα δειλινά που ο ήλιος ανταμώνει τη θάλασσα και βυθίζεται εντός της, υπομονετική η θάλασσα, καρτερική, υπομονεύει κάθε σου κίνηση σιωπηλά και σε δέχεται πάντα, την ίδια ώρα, δευτερόλεπτα μπρος δευτερόλεπτα πίσω, δεν κοιτάνε οι αιώνες το χρόνο που με περνάει εμένα. Γεύομαι το αθάνατο τα καλοκαίρια. Το απεριόριστο, το ατερμάτιστο, για να μπορώ ευκολότερα να σε εντοπίσω μες το άδειο. Κάθε κενό που γέμισα, κενό θα παραμείνει. Διασπώμαι. Και διαλύομαι. Κάθε ολόκληρο ας σταματήσει στις Αυγουστιάτικες πανσελήνους.

Γιατί πώς αλλιώς; Σαν γυρίσει το φεγγάρι και ο άνεμος, τα τελευταία κρύσταλλα που με κρότο έσπασα, φωτογραφία κενή και αγέλαστη, θα τα πάρει η θάλασσα εντός της. Έχεις δει όταν φυσάει νοτιάς πώς η θάλασσα μαζεύει τα απομεινάρια της, τα κομμάτια της που εξέθεσε στον ήλιο σου; Σιγά σιγά τα μαζεύει εντός της, επανασυντίθεται για να σε αντέξει, εσένα και την απουσία σου. Γι αυτό σου λέω. Εσύ κατοικείς στα καλοκαίρια μου. Κι ας αποσυντίθεμαι εγώ, μήπως και οι αχτίνες μου φωτίσουν μια μέρα το δρόμο της επιστροφής σου.



Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 4η Ιστορία: "Ανάστροφες"


«Ανάστροφες»
Σωτήριον έτος 2006. Για κάποιο λόγο οι περισσότερες ιστορίες μου έχουν ως κεντρικό άξονα, εκτός από την τρέλα που με καταδιώκει ολούθε, το ζεστό καλοκαίρι, πηγή έμπνευσης και χαράς μου. Ωστόσο, πριν από 6 χρόνια τα καλοκαίρια δεν τα περνούσα τεμπελιάζοντας και ρεμβάζοντας τη θάλασσα, με απανωτά κολύμπια εντός της και χαρτοπαίγνιο μέχρι τελικής πτώσης (εως ότου δηλαδή μαζευτεί καμιά αστυνομία και μας συλλάβει σαν άλλη βίλα των οργίων- τι το κάναμε εδώ μέσα American bar κι έτσι), καθότι ήμανε ακόμα φοιτήτρια εν Φιλοσοφική, ήτοι άλογο κούρσας σε χειμερινούς και θερινούς μήνες για να περάσω όχι μόνο τα μαθήματα του έτους μου, αλλά και όλων των υπολοίπων ετών, των συναφών και ασυναφών σχολών που θα μπορούσε να δηλώσει φοιτητής. Ιούνιος μήνας, η λύπη του φοιτητή και η χαρά του τεμπέλη, από τα πρώτα έφτασα στα δεύτερα, αλλά το 2006, όπως προείπα λυπόμουν μέχρι τα τρίσβαθα τσι ψυχής μου γιατί ενώ ονειρευόμουν να λούομαι στις θαλάσσεις, είχα αγκαλιάσει την Εξελικτική Ψυχολογία, που όσο κι αν την διάβαζα δεν έβλεπα καμία εξέλιξη, παρά μόνο μια ακατάσχετη μανία μου να διαβάζω μέχρι και την υποσημείωση της υποσημείωσης, καθότι είχα κάνει λάβαρο το μότο «ο καλός ο φοιτητής πρέπει να το ξεκοκκαλίσει το βιβλίο» και συμπεριφερόμουν ως άλλο βαμπίρ.

Η δόλια μάνα απ’την άλλη που άλλο καημό δεν είχε η γυναίκα, σιγά μην καθόταν να σιγοβράζει στην Αθήνα, σαν τα ντολμαδάκια της Πετρουλάκη στον ατμό, και ούτε είχε και καμιά όρεξη η γυναίκα να με βλέπει ολημερίς και ολονυχτίς με το ροζ βιβλιαράκι του Παρασκευόπουλου ανά χείρας, ούτε οι καλόγριες την Καινή Διαθήκη τέτοιος έρωτας, αποφασίζει να πάει στην εξοχική παραθαλάσσια κατοικία, να μου κάνει τα νεύρα ζαρτιέρες και το θυμικό φουστανέλα, όχι μόνο γιατί μετά βίας αντέχω ένα χειμώνα ολόκληρο μακριά απ’τη θάλασσα, αλλά και γιατί ώστις φρικτή μαγείρισσα θα έπρεπε να αναγκάζω την καημένη τη γιαγιά μες την ντάλα να με ταίζει πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ (γιατί έχω και απανωτές πείνες τρομάρα μου και στομάχι με ταινία). Με τα πολλά και αφού η δόλια μάνα συναισθάνεται το τέκνον της και την κλαψούρα του απ’το τηλέφωνο που με πλάγιο και πολύ υποχθόνιο τρόπο παρακαλάει τη μαμά του να γυρίσει εν Αθήναις για να το ταίζει συνέχεια, γιατί καίει φλάτζες απ’το διάβασμα και χρειάζεται και ήλιο για τη σωστή φωτοσύνθεση (φυτάρα απ’τις λίγες) αποφασίζει να πάρει τον προαστιακό και να έρθει να με μπουκώσει στο φαί.

Σημαντική παρένθεσις ότι η δόλια μάνα αν και έκανε την υπέρβαση να αφήσει τις διακοπές της για χάρη του τέκνου είναι ικανή να σε πηδήξει ανάποδα στη γκρίνια (μιλάμε για μερόνυχτα μουρμούρας που ούτε ωτοασπίδα δε σε σώζει) αν τύχει και αργήσεις να πας να την παραλάβεις απ’το σταθμό. Γνωρίζουσα η δικιά σου ότι απ’τη γκρίνια της μάνας άλλο κακό να μη σε βρει στη ζωή σου, έχω προνοήσει να βάλω ξυπνητηράκι 4 το μεσημέρι, γιατί τον παίρνω και λίγο τα μεσημέρια για να διατηρώ το δέρμα φράπα και γιατί είμαι της φιλοσοφίας ότι ο πολύς ο ύπνος κάνει καλό στο φοιτητή γιατί κάθεται η γνώση στο κεφάλι σου καλά και άλλα τέτοια, ώστε να προλάβω που λες να πάω να την παραλάβω απ’το σταθμό. Έλα μου όμως, που εκείνη την ημέρα η γιαγιά, μαγείρισσα παραδοσιακή που σε μπουκώνει ανελέητα μέχρι θανάτου με συνταγές που ονειρεύεσαι και σου τρέχουν τα σάλια και σου σηκώνονται…οι τρίχες βρε κουτά, έχει μαγειρέψει γεμιστά, φαί που απαιτεί 2-3 κομμάτια στην καθισιά σου, μισή φραντζόλα ψωμί και ένα κιλό τυρί φέτα, για να ‘χει ο νεκροθάφτης να λέει ότι πέθανες από χοληστερίνη. Εντάξει, άνθρωπος είμαι κι εγώ, μια ντάγκλα μου ήρθε βρε αδερφέ μετά απ’αυτό το γαστριμαργικό όργιο. Όχι ξυπνητηράκι δεν άκουσα και οι καμπάνες της εκκλησιάς να βαράγανε, πρώτα θα γινόταν η Δευτέρα παρουσία, μετά θα ξύπναγα εγώ. Όπως αντιλαμβάνεστε, με το που ανοίγω τα μάτια μου απ’το μεσημεριανό λήθαργο είμαι ήδη 10’ αργοπορημένη, οπότε και παίρνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου και εκσφενδονίζομαι στον Κριστιάν, κλαίγοντας τη μαύρη μου τη μοίρα που μέσα στο καλοκαίρι η γκρίνια της μαμάς θα με εξοντώσει και τελειωμό δε θα ‘χει.

Στη φούρια μου απάνω έχω ξεχάσει και τις σαφέστατες οδηγίες της δόλιας μάνας που και όσο τις άκουγα στο τηλέφωνο, από το ένα αυτάκι μπαίνανε από το άλλο βγαίνανε, γιατί τον προσανατολισμό τον έχω έμφυτο, οπότε τι να σου μπιπ τώρα οι οδηγίες της μαμάς, φτάνω στο σταυροδρόμι το μοιραίο και έλα μου τώρα που βρίσκομαι σε ένα δίλημμα: πας δεξιά, πας αριστερά; Όχι, αγάπη μου, δεν είναι ότι είχα χαθεί, έναν προβληματισμό είχα απλά. Τον υπόλοιπο δρόμο τον θυμόμουν τέλεια, αυτή τη μικρή λεπτομέρεια δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ. Λεπτομέρειες, σκέφτηκα. Θα πάω δεξιά, έτσι γιατί και το ΚΚΕ μας τα ‘χει κάνει τσουρέκια. Και αφού κάνω μια στροφή σαν αυτές τις καλές που έχουν στις νεροτσουλήθρες μόνο ξέρεις, φτάνω μπροστά σε διόδια. Γαμώ το φελέκι, σκέφτηκα. Το υπόλοιπο υβρεολόγιο που ξεχύθηκε εντός της κεφαλής μου δεν είναι πρέπον να σας το αναφέρω. Η μαμά μού είχε επιστήσει την προσοχή ότι αν βρω στο δρόμο μου διόδια, σημαίνει ότι πήρα το λάθος δρόμο, που γυρισμό δεν έχει. Ψάχνω για κέρματα. Σιγά μην είχα. Εδώ για καφέ έξω βγαίνω και συνειδητοποιώ αφού έχω ήδη παραγγείλει το τσαγιερό μου, ότι δεν κρατώ πάνω μου πορτοφόλι και με αθώο βλέμμα αλά Αλίκης στο ναυτικό θα αναγκαστώ να μου το πληρώσουν οι άλλοι! Σταθμεύω λίγο αριστερά σε ένα πλάτωμα και σκέφτομαι εκτός απ’το κραξίδι που με περιμένει, μήπως αν πήγαινα να παρακαλέσω αυτά τα έρμα κουλά στα διόδια, με άφηναν να περάσω έτσι, για τα ωραία μου τα μάτια; Ναι. Σκέφτηκα από μέσα μου. Αυτό θα κάνω. Αίφνης και καθώς έχω ήδη ανοίξει την πόρτα συνειδητοποιώ ότι με αυτή την αμφίεση όχι δημόσια δεν κυκλοφορείς, ούτε και μέσα στο σπίτι σου με καθρέφτες, μπορεί να είναι οδυνηρό το αποτέλεσμα, αν τύχει και τρακάρεις τη μούρη σου σε κανέναν από δαύτους. Περιγράφω με ακρίβεια, παντοφλάκι-σανδαλάκι θαλάσσης ροζ με μπλε φωσφοριζέ από κάτω, κοντομάνικη πυτζάμα του δημοτικού, γυαλί μυωπίας, αστιγματισμού, πρεσβυωπίας και λοιπών αμφιβληστροειδών παθήσεων, μαλλί πιασμένο της Φιλιπιννέζας που σου καθαρίζει το τζάμι, γυφτιά σκέτη εν ολίγοις. Και τώρα; Συλλογιέμαι. Τι δυνατότητες έχω; Λεφτά δεν παίζουν, άρα; Βγαίνω απ’το αυτοκίνητο και κατευθύνομαι προς το ταμείο. Διερχόμενα αυτοκίνητα ελαττώνουν ταχύτητα στην όψη της γιούφτισσας που αποφάσισε να αυτοκτονήσει στην Αττική Οδό, οι κουλοί των διοδίων με κοιτάνε απ’τα τζαμάκια τους με τρόμο, σου λέει αυτή η πρεζού θα έρθει να μας ζητήσει κανά ψιλό.

«Συγγνώμη, επειδή δεν έχω ψιλά μπορείτε να με αφήσετε να περάσω; Μπήκα κατά λάθος εδώ, ήθελα να πάω στο σταθμό», ρώτησα με πολύ σοβαρό ύφος, που είμαι σίγουρη με έκανε ακόμα πιο γελοία.

«Δε γίνεται αυτό», σοβαρός και ο κουλός υπάλληλος και λίγο αγενής μη σου πω.
«Και εγώ τώρα τι θα κάνω δηλαδή;» εύλογη απορία μου.
«Ό,τι κάνετε πάντως με δική σας ευθύνη» ατακάρα απ’τις λίγες του τύπου άμα θες να αυτοκτονήσεις, αυτοκτόνα, να σηκώσεις τις μπάρες σαν άλλος Γκλέτσος, σήκωσέ τες, να ξεβρακωθείς μπας και σου δώσουν κανά ψιλό, ξεβρακώσου, πάντως με δική σου ευθύνη.

Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο και σκέφτομαι ξανά και ξανά πως τώρα που ανακαλύφθηκε το μποζόνιο πρέπει να του ανάψω ένα κερί, να του βάλω ένα ηλεκτρόνιο να κινείται γύρω απ’τον πυρήνα του, δεν ξέρω τι τελετή θέλει τέλος πάντων, αλλά είναι πραγματικά μεγάλη κωλοφαρδία ότι μπήκα τελικά στο αυτοκίνητο, άναψα και τα αλάρμ, γιατί άμα είναι να πεθάνεις, καλύτερα να πεθάνεις με στυλ, και έκοψα τη στροφή την απότομη που δε βλέπεις τι σε περιμένει στη γωνία μετωπική για να ξαναβγώ στο δρόμο τον αγύριστο και αυτή τη φορά να τον πάρω πιο σωστά (το δρόμο πάντα) και ό,τι ήθελε προκύψει. Θα την πω την αμαρτία μου: όταν είσαι 18 και ολίγον τι βλαμμένο σαν και του λόγου μου, γυρνάς μετά στο σπίτι και έχοντας παντελή άγνοια του κινδύνου που διέτρεξες δε σκέφτεσαι την άσπρη σου τη μοίρα που σε αξίωσε όχι μόνο να ζεις εσύ ηλίθιο κουτάβι, αλλά και να μην πάρεις στο λαιμό σου κανά δύσμοιρο που βρέθηκε στο διάβα σου, αλλά απολογείσαι που άργησες φοβούμενη μην τύχει και φθινοπωριάσει και η μαμά ακόμα γκρινιάζει, η μαμά που έπαθε το τέταρτο εγκεφαλικό μόλις έμαθε την ιστορία μου!

Ηθικό δίδαγμα: Πάντα μα πάντα πάντα πάντα, ακόμα κι αν απλά θες να κατέβεις στον κάτω όροφο ρε παιδί μου να ζητήσεις ζάχαρη απ’τη γειτόνισσα ή λάδι απ’το γείτονα, να παίρνετε μαζί σας λεφτά. 1-2 ευρώ έστω.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 3η Ιστορία: "Ο μαύρος και η Μέγκαν Φοξ"


«Ο μαύρος και η Μέγκαν Φοξ»
Το καλοκαίρι νομίζω είναι η εποχή που τα ευτράπελα όχι απλά με κυνηγούν αλλά με ορέγονται σαν ξερολούκουμο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη. Το περιστατικό λαμβάνει χώρα στον επίγειο παράδεισο ήτοι αλλιώς και ονομαζόμενο «εξοχική Κιρχοφική κατοικία». Την αγάπη μου για το ύδωρ την έχω επισημάνει και αλλού (προς γνώση μερικών αμόρφωτων λαϊκών αστοιχείωτων περί των μεγάλων επιστημών, όπως της αστρολογίας, μην κάνουν συνειρμούς λανθασμένους ότι ο Υδροχόος ανήκει στα ζώδια του νερού και άρα κατ’επέκταση γι αυτό όταν είμαι στη θάλασσα νιώθω σαν το φυσικό μου περιβάλλον, διότι να σας πληροφορήσω μεταλαμπαδεύοντας αυτή τη στιγμή πολύτιμη γνώση, ότι εμείς οι Υδροχόοι ανήκουμε στα ζώδια του αέρα). Αυτή μου η αγάπη λοιπόν με οδήγησε εκείνη την ημέρα στο να βουτηχθώ εντός θαλασσών τρεις φορές, μια κατά τις 7,30 το πρωί με την τσίμπλα στο μάτι με το που σηκώθηκα, αυτομάτως φόρεσα μαγιώ, μετά τις διόπτρες μου μην τρακάρω με καμιά τσιπούρα και μπήκα σούμπιτη στη θάλασσα να με ξυπνήσει το δροσερό νερό.

Πριν αφηγηθώ τη δεύτερη και φαρμακερή φορά, να ενημερώσω φίλες και φίλους ότι στο απέναντι σπίτι βρίσκεται το εξοχικό της αγαπημένης μου θειάς, αδερφής του μπαμπά μου, με λεξιλόγιο 20χρονης και συμβουλές μπασμένης στα κόλπα ώριμης γυναίκας που μπορείς να της εμπιστευθείς απ’τη γκομενική σου σαχλαμάρα, μέχρι και οτιδήποτε σοβαρό μπορεί να γυροφέρνει τον εγκέφαλο μιας 24χρονης. Η θειά λοιπόν τυγχάνει άνευ οχήματος αυτό το καλοκαίρι και το κοντινότερο σούπερ-μάρκετ είναι σε απόσταση που αν την κάνεις με τα πόδια μες την ντάλα καλοκαίρι, το πιθανότερο είναι να σε τρέξουν στα επείγοντα πριν καν βρεθείς στη μέση της διαδρομής. Σαν καλή ανηψιά λοιπόν κι εγώ είπα να προθυμοποιηθώ να πάω τη θεία στην αγορά με τον Κριστιάν (δε θέλω να ακούω αυτοκίνητο, ο Κριστιάν δεν είναι αυτοκίνητο είναι ο Κριστιάν ή αλλιώς το Σάξο της μικρής) για να ψωνίσει τα απαραίτητα υλικά να μου φτιάξει και εμένα κανά μπιφτέκι το βράδυ να την κάνω λαχείο, γιατί τίποτα σ’αυτή τη ζωή δε γίνεται ανιδιοτελώς. Έλα μου όμως που αι νοικοκυραί όταν σου λένε ότι θα βγω έξω να πάρω 1-2 πράγματα, που τα έχουν γραμμένα και σε χαρτάκι, και τα βλέπεις ότι όντως είναι 1-2 πραγματάκια και λες εντάξει σε ένα εικοσαλεπτάκι θα έχουμε ξεμπερδέψει, στην ουσία φιλοδοξούν να αγοράσουν όλο το σούπερ-μάρκετ και το φορτηγό ανεφοδιασμού που θα σκάσει μύτη αργότερα. Και σαν να μην έφτανε αυτό για κάποιο ανεξήγητο λόγο έχουν στοχεύσει τα μισά προϊόντα να τα παίρνουν απ’το ένα σούπερ-μάρκετ και τα άλλα μισά απ’το άλλο σούπερ-μάρκετ, κάτι φαγώσιμα από ένα τρίτο και μπανιεροκωλοχαρτικά από γνωστή γερμανική αλυσίδα γιατί είναι πάμφθηνα. Όπερ μεθ’ερμηνευόμενον εστί μπορεί μεν στο κάθε σούπερ-μάρκετ να κάθονται 20 λεπτάκια, αλλά όταν έχεις να γυρίσεις όλα τα σούπερ-μάρκετ του νομού περνάει ένα τριωράκι στο νερό ή για την ακρίβεια ευχόμενη να είσαι στο νερό, πριν ψοφήσεις και αφήσεις τα κοκκαλάκια σου από θερμοπληξία.

Αφού λοιπόν γεμίσαμε τον Κριστιάν ίσαμε και την οροφή και τιγκάραμε ωσάν τους γιούφτους που πάνε σε πανηγύρι καταφέραμε τελικά να επιστρέψουμε, μες την ιδρωτίλα και την κούραση, με μάτια που έβλεπαν πουλάκια και ξελιγωμένη από δίψα σαν τον περιπλανώμενο στην έρημο για βδομάδες. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ένα δεύτερο μπάνιο στη θάλασσα φάνταζε όχι απλά σαν όαση, αλλά και κάτι παραπάνω. Ξεβρακώθηκα αυτοστιγμιαίως, φόρεσα το μαγιώ μου (απ’τα καλά όχι το άλλο που σε τσιτσιδώνει θες δε θες) και βούτηξα χωρίς δεύτερη σκέψη στη θάλασσα μπας και ξεγκανιάσω η γυναίκα. Και εκεί που ελουόμην αμέριμνη και έκανα τα μακροβούτια μου, αφού παπάριασα καλά καλά αποφασίζω να βγω. Αίφνης, και ενώ έχω φτάσει ήδη στα ρηχά και ετοιμάζομαι να αναδυθώ ωσάν άλλη Αφροδίτη της Μήλου, ύποπτο αλλοδαπό μαυριδερό απ’τα καλά τα αφρικάνικα τα τουρμπάτα σταματάει με το ποδήλατό του, ξεπεζεύει και κάθεται στα βραχάκια μου χαμογελά και περιμένει το μπανιστήρι της τρελής (προφανώς έβλεπε μόνο το κεφάλι και χάρηκε γιατί δεν ήξερε τι τον περίμενε άμα τη ανάδυσή μου). Η δικιά σου αντιλαμβάνεται ότι στην ακτή δε ζει το ψάρι και πως ο αφρικανός δεν αστειεύεται ούτε άμα του πω κανά καλιαρντό θα το πάρει στην πλάκα, αποκλεισμοί καραδοκούν επίσης-πάω και για χρυσό στην εμμονική κολύμβηση, κάνει αυτόματη βουτιά και ξαναγυρίζει εντός θαλάσσης, ότι τύπου βγήκα βγήκα έξω σαν την μαρίδα στα ρηχά όχι για να βγω στη στεριά βρε κουτά, έτσι από πίκα και συνεχίζω το μπάνιο μου αμέριμνη. Το αλλοδαπό δουλειά δεν είχε να κάνει φαίνεται, απτόητο, σου λέει πόση ώρα θα το παίζει Πάμελα Άντερσον στο Baywatch αυτή κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να βγει.

Εν τω μεταξύ επειδή εγώ γενικά δεν το ‘χω και πολύ και άμα είναι να συμβεί το ευτράπελο θα συμβεί σε μένα και θα ‘ρθει να με σφιχταγκαλιάσει μην τυχόν και του ξεφύγω, μου ‘ρχεται φλασιά εκείνη την ώρα πριν κάνα 2 χρονάκια που έχω πάει σε ένα beach party τρομάρα να μου ‘ρθει με μεγάλη παρέα και εκεί που παίξαμε τη ρακέτα μας και το beach volley μας και μπήκαμε και κάναμε και τις βουτιές μας και τα μπαλαμούτια μας γιατί ο καλός ο Δίας είχε προνοήσει στην παρέα να υπάρχει και ψηλό μελαχρινό τουμπανάτο αγόρι, ήτοι πειρασμός απ’τους λίγους, αποφασίζουμε να βγούμε για να ηλιοθεραπιαστούν οι άλλοι κι εγώ να κρυφτώ σε καμιά σκιερή γωνίτσα σαν το ποντίκι, γιατί τον ήλιο του καλοκαιριού τον τρέμω περισσότερο και απ’τις κατσαρίδες που κάνουν πανηγύρι τους θερινούς μήνες. Και επειδή όταν θες να το παίξεις και πολύ καυλάτη γκόμενα το πιθανότερο είναι να γελοιοποιηθείς περισσότερο απ’ότι αν ήσουν πραγματικά ο εαυτός σου, καθώς βγαίνουμε με το ψηλό μελαχρινό τουμπανάτο προς τα έξω και σκέφτομαι εγώ τώρα τι μπανιστήρι θα πέσει έτσι που αναδύονται τα κορμιά με τα νερά και τα αλάτια και αντί για μένα φαντάζομαι ότι είμαι η Μέγκαν Φοξ, γιατί το γελοίο του πράγματος κάπως έτσι ξεκίνησε, εκεί που κολυμπάμε κολυμπάμε κ έχουμε φτάσει στα ρηχά ρηχά και πρέπει να σηκωθούμε να το κόψουμε με περπατητό τα τελευταία μέτρα προς τη στεριά γιατί θα στουκάρει κανά γόνατο στην άμμο, σηκώνομαι απότομα και προχωρώ κοντά κοντά με το ψηλό μελαχρινό και τουμπανάτο προς χάρη και τέρψη του οφθαλμού του. Όμως, για κακή μου τύχη, θα έπρεπε ως Κίρχοφ να είχα δώσει περισσότερη βάση στα μαθήματα της Φυσικής όπου θα εξηγούσαν με φυσικούς τρόπους και αξιώματα ακαταλαβίστικα ότι για κάποιο λόγο, που ακόμα δεν μπορώ να σας τον εξηγήσω με επιστημονική γλώσσα, οπότε θα το πω σε καλιαρντό, όταν σηκώνεσαι απότομα μπαίνει πολύ νερό στα βυζιά σου και το ύφασμα του σουτιέν σπρώχνεται πιο πέρα με αποτέλεσμα να μην καλύπτει πια τη ρώγα σου αλλά την πλάτη σου. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν και 10 βήματα που έκανα ώσπου να καταλάβω ότι η πλαζζζζ δε με κοιτάει επειδή είδε τη Μέγκαν Φοξ της Ελλάδας, αλλά επειδή απλά υπάρχει βυζί στον ορίζοντα ανεξαρτήτως μεγέθους, σώματος, φάτσας, ράτσας και εθνικότητας. Ε με τα πολλά και αφού μέχρι και τα 2χρονα σταμάτησαν να παίζουν με τα κουβαδάκια τους αντελήφθην κι εγώ, ο κερατάς τα μαθαίνει πάντα τελευταίος, ότι το βυζί μου είναι φάτσα φόρα παρτίδα και αρχίζω να μαζεύομαι αντιλαμβανόμενη ότι χωρίς την έπαρση της Μέγκαν Φοξ και ως απλή Τατιάνα Κίρχοφ (όσο απλό μπορεί να είναι ένα τέτοιο όνομα με τέτοια ιστορία) θα ξεφτιλιζόμουν λιγότερο.

Και σκεφτόμενη αυτή την ιστορία διότι για κάποιο λόγο το μυαλό της Υδροχόου κάνει συνάφειες τρελές και από φόβο μην ξαναπάθω μια απ’τα ίδια,γιατί όποιος καίγεται στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι μετά, και τελικά επειδή ο καλός ο Δίας αγαπά τα αλλοδαπά μαυριδερά, αλλά αγαπάει και τα ντόπια τα λευκά, πάνω στον παροξυσμό και στην απόγνωση πώς διάολο θα ξεφύγω τώρα, σκάει μύτη γείτονας ψαροντουφεκάς με το όπλο του αναχείρας αγριοκοιτάει το αλλοδαπό το οποίο και τα βρίσκει κωλυώμενα και γίνεται μπουχός.

Δε θα σας κρυφτώ παιδιά μου. Όση ώρα το αλλοδαπό με ορέγετο και εγώ δεν ήξερα προς τα πού να φύγω, μια και μόνο σκέψη πέρναγε απ’το μυαλό μου «Κίρχοφ, αν δεν μπορέσεις να το αποφύγεις, κοίτα τουλάχιστον να το απολαύσεις».

Ηθικό δίδαγμα 1: καλύτερα να γελοιοποιηθείς ως ο εαυτός σου, παρά και καλά υποδυόμενος κάποιον άλλον, γιατί στη δεύτερη περίπτωση η γελοιποίηση θα είναι διπλάσσια.

Ηθική δίδαγμα 2: αν ο ψαροντουφεκάς που θα εμφανιστεί σαν από μηχανής θεός για να σας σώσει είναι νέος και παιδαράς κάντε ένα ευτυχές τρίο στην παραλία, γιατί τέτοιες ευκαιρίες δεν πάνε χαμένες!