Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 2η Ιστορία: "Η καλή νοικοκυρά..."


“H  καλή  νοικοκυρά…»
Και έρχεται μια στιγμή στη ζωή σου που όσο ακαμάτρα και τεμπέλα να είσαι, όσο ανεπρόκοπη γομάρα και εκσυγχρονισμένη φεμινιστογκόμενα (και καλά) που όχι απλά δεν ξέρει ούτε ένα αυγό να βράζει, ούτε πώς πιάνουν την πατάτα για να την ξεφλουδίσουν, θα αναγκαστείς να μάθεις να μαγειρεύεις. Όχι, για τους κλασικούς λόγους ότι η καρδιά του άντρα περνάει απ’το στομάχι (άλλωστε επιστημονικότατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι αν η καρδιά του άντρα περνάει απ’το στομάχι, τότε το κεφάλι του άντρα βρίσκεται κάπου εκεί χαμηλά), αλλά γιατί θα έρθει η μέρα που για να το παίξεις όντως ανεξαρτήτου και φιλελευθέρου θα πρέπει να πας να ζήσεις μόνη σου, χωρίς τη δόλια μάνα που σου βγάζει μέχρι και το κουκούτσι απ’το καρπούζι μην τύχει και πνιγείς ολόκληρο μουλάρι 22 χρόνων.

Για μένα αυτή η στιγμή ήρθε όταν στα 22,5 μου (γιατί όταν είσαι νέος μετράς και τους μήνες, δε λες ποτέ είμαι 23 αν δεν είναι όντως η ημέρα των γενεθλίων σου και δεν έχει περάσει όντως η ακριβής ώρα κατά την οποία η μάνα σου σε πέταξε έξω απ’την κοιλιά της- ήτοι για τους πιο επιστήμονες η ώρα του ωροσκόπου σου), όταν και σαν κλασικό φύτουκλο απ’τα λίγα είχα τελειώσει τη Φιλοσοφική απ’τα 21 (γιατί άμα οι γονείς σου σε έστελναν από μικρό νηπιαγωγείο, έχεις κερδίσει και χρονιά και το παίζεις και ιστορία) στα 3,5 χρόνια κοινώς και αφού είχα τεμπελχανιάσει και έναν ολόκληρο χρόνο για να συνέλθω απ’την υστερία του να δίνεις 17 μαθήματα σε 2 εξεταστικές, ενώ παράλληλα θες να παίρνεις και αριστεία και σε όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες με τις οποίες καταπιάνεσαι και σου τρώνε 25 ώρες απ’την καθημερινότητά σου, με μονολόγους, πρόβες, χορογραφίες, τσακωμούς και θεατρινισμούς απ’τους λίγους στα μαύρα μπουντρούμια των κουλτουριάρικων δραματικών σχολών, αποφασίζω να πάω να συνεχίσω τις σπουδές μου- γιατί η τρέλα και η βλακεία του ανθρώπου είναι σαν τον έναστρο ουρανό= ατελείωτη- εις την Αγγλαιτέρα. Και καλά ρε παιδί μου τώρα πες όσο ασχέτου και να ‘σαι ένα ποτήρι ξέρεις να το πλένεις, ένα σιδερωματάκι στα γρήγορα ξέρεις να το ρίχνεις και μια μαξιλαροθήκη κουτσά στραβά ξέρεις να την αλλάζεις. Με το φαί όμως τι γίνεται;

Θα μου πεις η εύκολη λύση είναι να τρως απέξω. Ούτε μαγείρεμα, ούτε πλύσιμο των πιάτων, ούτε τίποτα. Λογικότατο. Αλλά εδώ δε μιλάμε για λογικούς ανθρώπους. Είναι σαφές ότι η λογική και η Κίρχοφ έχουν χωρίσει εδώ και 24 χρόνια και 5 μήνες. Η γνωστή υποχονδρίαση λοιπόν εδώ μεταφράζεται ως σιχαίνομαι τη ζωή μου να τρώω απέξω τα σκατά που βάζουν αυτοί οι βρωμοάγγλοι και κατ’επέκταση επειδή όταν είσαι και υποχόνδρια για να μετριάσεις την υστερία σου προς τρίτους ευφερίσκεις κι άλλους μπάνικους τρόπους για να υποστηρίξεις ότι το παράλογο που σκέφτεσαι είναι ό,τι πιο λογικό έχει σκεφτεί ανθρώπινος νους, αραδιάζεις επιχειρηματολογία Χάρβαρντ για το πόσο ακριβή είναι η ζωή στην αλλοδαπή και πόσο άθλια η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων και πόσο εξωφρενικά παράλογο να δίνεις 13 λίρες, κοινώς κάπου 15 ευρώ πάνω κάτω, για να φας ένα απλό σαντουιτσάκι και άλλα παραδείγματα που μόνο η Κίρχοφ και ο Σκρουτζ θα μπορούσαν να σκεφτούν.

Με λίγα λόγια η λύση ήταν μια και ο μπακλαβάς γωνία: έπρεπε να μάθω να μαγειρεύω. Η αλήθεια είναι ότι όταν το συνειδητοποίησα η πρώτη σκέψη που μου πέρασε απ’το μυαλό ήταν να μείνω στο σπιτάκι μου,να μου μαγειρεύει η μανούλα μου, να πλένει μετά και τα πιάτα, να μην πάω ποτέ να σπουδάσω στο εξωτερικό και άλλωστε τι θα σου χρησίμευε βρε αδερφέ και ένα τρίτο πτυχίο; Άνεργη δε θα ‘σουν και με τα δύο, άνεργη δε θα ‘σουν και με τα τρία; Αίφνης, όταν έκανα αυτό το συλλογισμό σκέφτηκα πως ναι άνεργη θα ‘μουν και με τα δύο, άνεργη και με τα τρία, αλλά τα τρία είναι πάντα καλύτερα απ’τα δύο και αποφασίζω λοιπόν να πάω για το τρίτο το μακρύτερο εις την αλλοδαπήν και να αναγκαστώ να μάθω να ξεπετάω ένα-δυό φαγητάκια ώστε μη φτάσω 30 κιλά όταν ξαναγυρίσω στην Αθήνα και είμαι εγώ και η σκιά μου παραλαβή απ’το αεροδρόμιο μόνο.

Η δόλια μάνα που προανέφερα είχε πάρει ένα τετραδιάκι με κάτι γουρουνοαρκουδάκια απέξω, για να κάνει το περιέχομενο πιο εύκολο στην ανάγνωση, και μέσα είχε αραδιάσει συνταγές μαγειρικής αλά Βέφα με λεπτομερέστατες περιγραφές, όπως «παίρνουμε το τηγάνι στα χέρια μας, το κρατάμε απ’τη λαβή, χύνουμε εντός του μισή κουταλιά λάδι, αφού πρώτα έχουμε πάρει ένα κουταλάκι και χύνουμε πρώτα στο κουταλάκι το λάδι και μετά το βάζουμε στο τηγάνι. Εν συνεχεία ακουμπάμε το τηγάνι πάνω στο μάτι της κουζίνας και είμεθα προσεκτικοί στο να ανοίξουμε το σωστό μάτι της κουζίνας γιατί αλλιώς θα λαμπαδιαστούμε ολόκληροι στο 2 και ύστερα αφού πρώτα έχουμε ξεπλύνει καλά την μπριζόλα με κρύο νερό και την έχουμε στραγγίξει και καλά στο νεροχύτη και όχι στο πάτωμα και τρέχουν τα νερά και φάμε καμιά γλίστρα ξεγυρισμένη, τοποθετούμε την μπριζόλα εντός του τηγανιού» κτλ κτλ. Η δόλια μάνα όταν ήρθε μαζί μου στην εστία του αγγλικού πανεπιστημίου για να με εγκαταστήσει, όχι απλώς άφησε το τετραδιάκι με τις συνταγές μαγειρικής φάτσα φόρα σε περίοπτη θέση, γνωρίζουσα σαφέστατα ότι απ’τη στιγμή που θα επέστρεφε στην Ελλάδα και θα έμενα μόνη μου στο διαμερισματάκι σε λιγότερο από 2 ώρες θα είχε μετατραπεί σε ένα μπουρδελάκι ακαταστασίας που όχι το τετραδιάκι δε θα έβρισκες, ούτε βρακί να βάλεις, άρχισε λοιπόν να μου αραδιάζει και προφορικά τις συνταγές, διότι η επανάληψη είναι η μήτηρ της μαθήσεως. Με τα πολλά και αφού στη θεωρία είχα μάθει να μαγειρεύω μέχρι και μουσακά, ήρθε και εκείνη η μέρα που η δόλια μάνα γύρισε στην Αθήνα και έμεινε η Κίρχοβα μόνη της σε μια ξένη γη, χωρίς να γνωρίζει κανέναν, με θηρία έτοιμα να την κατασπαράξουν όπως «πλύσιμο, στέγνωμα, σφουγγάρισμα, σκούπισμα, άλλαγμα, μαγείρεμα, ψώνια» και άλλα αιμοδιψή τέρατα.

Η πρώτη αναμέτρηση ήρθε λίγες ώρες αφότου είχα απομείνει μόνο στο νησί της Αγγλίας και η λόρδα άρχισε να βαράει τούμπανα και αφού είχα περιοδρομιάσει κάτι κουλουράκια, μπισκοτάκια, κρουασανάκια, σκατουλάκια που μου είχε ψωνίσει η μαμά, έπρεπε να περάσουμε και στην κυρίως μαγειρική. Δε θα κουράσω φίλους και αναγνώστες με περιγραφές πολέμου Βιετνάμ και συναγερμούς φωτιάς που βάραγαν λες και είχε τυλιχτεί στις φλόγες ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο απ’τη ρουφιάνα την μπριζόλα που προσπαθούσα να ψήσω και ντουμάνιασε όλο το τέσσερα επί τέσσερα διαμερισματάκι μου και βάραγαν τα κλαπατσίμπανα σε όλη την πολυκατοικία με αποτέλεσμα να μας πετάξουν όλους έξω για να κάνουν έλεγχο ποιανού το σπίτι καίγεται πήρε η ζωή του φωτιά και να ανακαλύψουν ότι μπαρουτιάζεται το 106 του πρώτου ορόφου από μια βλαχάρα Ελληνίδα η οποία τυλιγμένη στην τσίκνα και προσπαθούσα να μετριάσει τα πυροτεχνήματα ώστε να μη γίνει η μπριζόλα κόκκαλο και μείνει νηστικιά, συνέχιζε να μαγειρεύει απτόητη. Θα πω απλώς ότι παρόλο που μου πήρε 3-4 απόπειρες καμμένων φαγητών και μια κατσαρόλα που πήγε από κει που ‘ρθε καθότι κόλλησε το ρύζι στον πάτο της και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα το αναθεματισμένο, κατάφερα εν τέλει όχι απλώς να μαγειρεύω, αλλά να μαγειρεύω και καλά και όχι απλώς ένα φαγητό, αλλά καμιά 15αρια στην καθισιά μου. Θα πω επίσης και το άλλο ότι ενώ έφυγα απ’την Αθήνα 43 κιλά σκιάχτρο όταν γύρισα ξανά στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα μετά από 3 δηλαδή μήνες μαγειρέματος αλά Κίρχοφ ήμουν 48 κιλά περήφανο γομαράκι.

Κι αν και ακόμα δεν ξέρω να φτιάχνω τα φαγιά τα καλά, ξέρεις απ’αυτά των γιαγιάδων, μουσακάδες, παστίτσια, γεμιστά και τα ρέστα, ωστόσο παίρνω θεωρητικά μαθήματα εντός θαλάσσης κάθε καλοκαίρι, όπου λουόμενη μετά των γιαγιάδων τις πρωινές ώρες, γιατί αυτός ο γεροντισμός δε μου φύγει ποτέ μάλλον, να ξυπνάω στα 24 και 5 μηνών μου από τις 7,30 το πρωί χειμώνα-καλοκαίρι, μαθαίνω για όλα τα ωραία φαγιά, ξέρεις απ’τις καλές συνταγές απ’αυτές που ένας τρώει δέκα χορταίνουν, και τις τιμές όλων των οπωροκηπευτικών στην μπουτίκ λάικα για να μην πάω σαν το μαλάκα και με πιάσουν κότσο, ούτε σαν την ασχέτου και γελάνε οι λαϊκατζήδες, όπως ο πατατολαϊκατζής μου στην Αγγλαιτέρα που πήγα μια μέρα να αγοράσω 10 πατάτες και μου είπε ότι κάνουν 90 λεπτά και εγώ νόμιζα 90 λίρες και είχα γίνει κάτασπρη σαν το πανί και προσπαθούσε ο κακόμοιρος να μου εξηγήσει do you know 1 pound? E, less than that και εγώ να ακούω αγγλικά και να σκέφτομαι ρώσικα και να μην καταλαβαίνω Χριστό, όπου απήυδυσε ο άνθρωπος και με ρώτησε αν είμαι ανιψιά της βασίλισσας και πού ζω που νομίζω ότι οι 10 πατάτες κάνουν 90 λίρες!

Ηθικό δίδαγμα: τις συμβουλές της μανούλας και τις συνταγές των γιαγιάδων τις ακούμε πάντα και με τα δύο αυτιά μας ανοιχτά. Είναι πάντα χρήσιμες!

3 σχόλια:

  1. ΗΑΗΑΗΑ!!!! έλιωσα στα γέλια με τον πατατολαϊκατζή!!
    nice one κιρχοφάκι!!! καλή όρεξη!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καλε το τέτερτο πτυχίο το σκέφτηκες? μαγειρικής!!! και οι καλύτερες σχολές για σεφ στο... Ελβετία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. χαχαχαχαχα καλά τα λέτε...έφυγα κατευθείαν!!!!!! χαχαχαχα

    ΑπάντησηΔιαγραφή