Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 8η Ιστορία: Back to black


Back   to   black
Οι φίλοι είναι η οικογένεια που φτιάχνεις, λέει ένα σοφό ρητό και θα έρθω να συμφωνήσω όσο δεν πάει. Σαν κλασική Υδροχόος (εκτός από πολλαπλές ψυχώσεις και εμμονικά παραληρήματα) με διαπνέει επάξια και μια ιδιαίτερη αδυναμία στους φίλους, μεγαλύτερη και από γκόμενους δεν το συζητώ. Άλλωστε, το εγκεφαλικό σεξ που μπορείς να απολαύσεις με τους φίλους σου (ανεξαρτήτως φύλου, εμφάνισης και λοιπών προδιαγραφών που διπλοτσεκάρεις, μην πω και τριπλοτσεκάρεις στο σωματικό σεξ) ίσως να μην ηδονίζει περισσότερο (σόρρυ που σας το χαλάω guys είμαι άνθρωπος του σώματος, όχι του πνεύματος) αλλά σίγουρα σε δένει περισσότερο με τον άλλον. Γιατί όπως και να το κάνεις βρε αδερφέ, ένα πήδουλο μπορείς να τον ρίξεις με τον οποιονδήποτε (αρκεί να είναι κούκλος) αυτό δε σημαίνει ότι μετά θα κάτσεις να πεις και τα σώψυχά σου, ούτε να κλαις στον ώμο του για το γκόμενο που σε παράτησε, ούτε να κάνετε μαζί αναλύσεις επί αναλύσεων μέχρι να καταλήξετε στο μόνο συμπέρασμα που σε αυτές τις περιπτώσεις είναι και η μόνη αλήθεια «δε σε θέλει, ξεκόλλα», ούτε να γελάτε με ατάκες από ξεχασμένα σίριαλ που βλέπετε μανιωδώς ενισχύοντας τα καντάρια τρέλας που αμφότεροι διαθέτετε, ούτε στην τελική βρε αδερφέ να μιξοκλαίτε και να χαζογελάτε μαζί από απίστευτες δόσεις χαράς και ευτυχίας.

Και επειδή σήμερα που γράφω το κείμενο ξύπνησα και τραγούδαγα Άντζελα (μη ρωτήσεις ποια, μία είναι η lady) μπορεί νομίζω να μου συγχωρεθεί και έτερο άσμα του ελέους που θυμήθηκα μόλις τώρα «έχω κλάψει για πολλούς φίλους έχω κλάψει….λα λα λαααααα» με μια μικρή παραλλαγή ένεκα της περίστασης. Επειδή λοιπόν η φιλία πάνω απ’όλα και οι όρκοι περί αιώνιας φιλίας είναι πιο ιεροί και απ’τους παπάδες, τα καλύτερα κλάματα έβα πέφτουν όταν χαλάει μια φιλική σχέση και όχι μια ερωτική. Γιατί όπως και να το κάνεις, ο επόμενος γκόμενος θα είναι πάντα στη γωνία. Ο επόμενος φίλος όμως δεν έχει προσανατολισμό, να πας να ψάξεις να τον βρεις ρε παιδί μου, να αναπληρώσεις το κενό. Αλλά επειδή το δακρύβρεχτο και το μελό δε μου πάει ρε παιδάκι μου, άσε που αφήνει και ρυτίδες, για τέτοια είμαστε τώρα, κοντεύουμε να καβατζάρουμε τα 25, προληπτική ιατρική λέγεται αυτό, θα επικεντρωθώ σε μια φιλία σχετικά πρόσφατη, για να υπερτονίσω και να υπερθεματίσω (εντάξει το κόβω) ότι η χημεία, δεσμός, επαφή, ουάου που συμβαίνει μεταξύ 2 ανθρώπων είναι θέμα ενός ελάχιστου τσακ (ανάλογου του τσακ της ηλεκτροπληξίας ένα πράγμα) που θα σε δέσει με τον άλλον σχεδόν αυτόματα και ουχί του χρόνου που θα περάσεις μαζί του. Εξού και υπάρχουν φίλοι μας χρόνια και αιώνες στους οποίους δεν έχουμε εκμυστηρευτεί πράγματα, που έχει τύχει να πούμε σε ένα φίλο που τον κάνουμε παρέα λίγους μήνες. Μια τέτοια αδυσώπητα γρήγορη και κεραυνοβόλα φιλική σχέση δημιουργήθηκε κάτω απ’το βροχερό ουρανό της Αγγλίας ένα Σεπτέμβρη του 2010.

Και επειδή η δικιά σου έκανε ένα λάθος με τις ημερομηνίες για να πάει στην Αγγλαιτέρα για το μεταπτυχιακό της, χάνει την 1η μέρα γνωριμίας και πάει 1η φορά κατευθείαν στο μάθημα (αν ήταν σεξ θα μπορούσες να το μεταφράσεις ως «μπήκαμε κατευθείαν στο ψητό, χωρίς προκαταρκτικά, χωρίς καν να συστηθούμε»). Κάθομαι που λες γνωρίζουμε αρχικά με 2-3 παιδιά, ώσπου μπαίνει μέσα black power απ’τις λίγες που έρχεται και κάθεται ακριβώς δίπλα μου. Στα καπάκια σκάει μύτη και η λίστα (όχι Λαγκάρντ μη μου μπερδεύεσαι) ή το λεγόμενο αλλιώς και «απουσιόλογιο» όπου υπογράφεις τη σωματική σου παρουσία στην τάξη και την πνευματική σου απουσία σε κάποια καφετέρια ή γκόμενο κατά προτίμηση. Κλασική κουτσομπόλα εγώ κοιτάω και τα ονόματα των υπολοίπων μπας και πιάσω η άμοιρη καμιά εθνικότητα να δω με τι σόι κόσμο θα συναναστραφεί η Πελοπoννήσια μετανάστρια και βλέπω 2 αντρικά ελληνικά ονόματα! Λέω κοπελιά όχι μόνο υπάρχουν άντρες, αλλά και Greek lovers, το μάθημα και η παραμονή στα ξένα εδάφη αρχίζει να παίρνει άλλες διαστάσεις. Αίφνης και αφού έχω υπογράψει δίπλα απ’το όνομά μου πασάρω τη λίστα στη μαύρη δύναμη που λέγαμε και τον βλέπω τον τυπά να υπογράφει δίπλα από ένα ελληνικό όνομα. Σκέφτομαι από μέσα μου «μα τι διάολο αυτός δεν είδε πού υπέγραψε;». Με τα πολλά και ενώ αλληλοκοιτιόμαστε στο μάθημα και χαμογελάμε, στο διάλειμμα συστηνόμαστε, ώσπου μου έρχεται η άλλη ολέθρια κεραμίδα στην κεφάλα «Θεόφιλος». Ή για την ακρίβεια «Theofilus». Λέω Χριστέ, εκτός απ’το Σχορτσιανίτη έχουμε κι άλλον; Γίνεται; Και συνεχίζεται ο διάλογος στα αγγλικά, διότι όχι ηλίθια Πελοποννήσια, ο άνθρωπος μπορεί να έχει ορθόδοξο όνομα, αλλά είναι Νιγηριανός καρατσεκαρισμένος.

Για να μην τα πολυλογώ περνάμε όλη την 1η μέρα μαζί με το Θεόφιλο που μου λέει χίλιες δύο ιστορίες απ’την πατρίδα του κι εγώ απ’τη δική μου. Και το αυτό συμβαίνει και την επόμενη. Και τη μεθεπόμενη. Και κάπως έτσι γίνεται θεσμός. Να περπατάμε στους κατάφυτους κήπους του αγγλικού πανεπιστήμιου (βλέπε ελληνικό πανεπιστήμιο μες το αποτσίγαρο, την μπίχλα, τη βρώμα, τους γκρι τοίχους ζωγραφισμένους με κάθε είδους πολιτική παπάρα και αφίσα της συμφοράς από μπουζουξίδικο του κώλου και κάνε σύγκριση) και να μας κοιτάει άπαν το σύμπαν ολόκληρο, γιατί τελικά η προκατάληψη και τα στερεότυπα δε φεύγουν τόσο εύκολα απ’τη συνείδηση όλου του κόσμου και όσο και να το κάνεις μια λευκή με ένα μαύρο μαζί προκαλούν βλεμματάκια και ψουψού. Και ενισχύω αυτό που λέω: κάθε φορά που λες που έχουμε μάθημα στο πανεπιστήμιο έχουμε δώσει ραντεβού και παίρνουμε το ίδιο λεωφορείο (από διαφορετική στάση), ξέρεις τώρα αυτά τα διώροφα τα ωραία τα αγγλικά τα λεωφορεία που νομίζεις ότι σε πάνε εκδρομή και σε ξεναγούν στην πόλη. Κάθεται η δικιά σου πάνω τραπέζι πίστα παράθυρο και βλέπει τον αγαπημένο Θεόφιλο στη στάση 2ο στη σειρά να μπαίνει τελευταίος παραχωρώντας τη θέση του σε όλους τους υπόλοιπους, σημειωτέον λευκούς που έπονταν. Όταν έρχεται και κάθεται δίπλα μου τον ρώτησα «γιατί». Για να μου επιβεβαιώσει τελικά πως αυτό που νομίζουμε ότι ο κόσμος ξύπνησε και κατάλαβε επιτέλους ότι δεν κρίνονται οι άνθρωποι απ’το χρώμα του δέρματος είναι μια πλάνη και ο κόσμος κοιμάται ακόμα βαθιά. Το αυτό τον είδα να κάνει και στο σούπερ-μάρκετ και το ακόμα χειρότερο μερικούς λευκούς Εγγλέζαρους (κατά το Ελληνάρες) να τον προσπερνάνε λες και είμαστε ακόμα την εποχή του λίθου που στέλνανε τους μαύρους δούλους στα κωλόσπιτα των πλουσίων.

Και μετά απ’αυτό το ιδεολογικό παραλήρημα συνεχίζω λέγοντας πως θα ήταν 2 Φεβρουαρίου του 2011, λίγες ημέρες πριν τα γενέθλιά μου, που πήγαμε εκδρομή στο tate museum του Λονδίνου. Σ’όλη τη διαδρομή από εκεί που μας άφησε το τρένο μέχρι να φτάσουμε στο μουσείο, εκτός του το ότι έκανε ένα σιβηρικό κρύο στους μείον 6 και ο κώλος μας να φέξει, οι περισσότεροι συμφοιτητές είχαν τη φαεινή ιδέα (του Γιαπωνέζου) να σταματάμε σε κάθε «αξιοθέατο» (τύπου ααα έχει ένα ωραίο γκράφιτι ο τοίχος, ας φωτογραφηθούμε όλοι μαζί, ο καθένας ξεχωριστά, ο Α με το Β, ο Β με το Γ και πάει λέγοντας) και να κάνουμε εν τέλει 1 ώρα να φτάσουμε στο μουσείο! Εγώ είχα εξοπλιστεί με μπουφάν που ο νορμάλ κόσμος το φοράει μόνο στην κορυφή του Έβερεστ, μια πανέμορφη άσπρη κινητή σόμπα και ο Θεόφιλος με ένα μαύρο μπουφάν ανάλογου τύπου. Την έχεις την εικόνα τώρα έτσι; Άσπρη άσπρη εγώ με το άσπρο το μπουφανάκι, μαύρος μαύρος αυτός με το μαύρο το μπουφανάκι να περπατάμε αγκαζέ και να φωτογραφιζόμαστε παντού. Δεν αντέχω, το σκέφτομαι, με πιάνουν γέλια, του το λέω γελάει και μου λέει «είμαστε τραγικοί». Γελάμε, γιατί ξέρουμε ότι μπορεί να μη γνωριζόμαστε χρόνια, ότι μπορεί να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ άπαξ και φύγουμε απ’την Αγγλία, αλλά αυτό το μοίρασμα, αυτή η χημεία, αυτή η οικειότητα (γιατί αυτό είναι) δε θα φύγει ποτέ. Ακόμα και αν δεν ξαναβρεθούμε ποτέ ή κάποια φορά μετά από πολλά χρόνια ξανασυναντηθούν οι δρόμοι μας θα είναι πάντα ο Θεόφιλος που τον φώναζα μέσα σε όλο τον κόσμο με ελληνική προφορά συνεχίζοντας τη φράση μου με λονδρέζικη (τρομάρα μου) accent, ο άνθρωπος που προσφέρθηκε να είναι δίπλα μου σε ό,τι μου τύχει στην ξένη αυτή χώρα και που λυπημένος μού είπε πως αν μου συνέβαινε όντως κάτι και με συνόδευε σε ένα νοσοκομείο, ας πούμε, δε θα είχα την ίδια μεταχείριση επειδή θα με συνόδευε ένας μαύρος. Και για εκείνον θα είμαι πάντα η Τατιάνα η τρελή Ελληνίδα που βαριόταν σε κάθε μάθημα, αλλά δεν έκανε ούτε μία απουσία, που σε κάθε μάθημα έλεγε ότι θα φύγει νωρίτερα, αλλά δεν το έκανε ποτέ, που φύλαγε πάντα μια θέση για να καθίσει δίπλα στο φίλο της, που του εκμυστηρευόταν όλες τις ιδέες της για θεατρικές παραστάσεις και που μια μέρα τον ρώτησε αν του αρέσει η Angelina Jolie (για να κόψω κίνηση, καθότι είμαστε και ντάλε κουάλε) για να πάρει την αποστομωτική απάντηση «καλή είναι, αλλά οι μαύρες είναι καλύτερες και άλλωστε η μαμά μου δύσκολα θα ενέκρινε μια λευκή για νύφη», έτσι γιατί ο άντρας το ‘χει το Οιδιπόδειο τελικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, να ξέρεις.

After all, Υδροχόος εγώ, Δίδυμος εκείνος, καταλαβαίνεις ότι μιλάμε για μια κατάσταση αέρινης τρέλας!

Ηθικό δίδαγμα: τους καλούς φίλους (που δε μετριούνται σε χρόνια, αλλά σε δέσιμο) μην τους αφήσεις από τη ζωή σου να περάσουν. Ρίξε τα μούτρα σου, αυτό-μαστιγώσου, κάνε όχι ένα αλλά δύο βήματα πίσω, αλλά κράτησέ τους στη ζωή σου, γιατί μαζί τους θα νιώθεις ότι το «είμαστε τραγικοί» είναι απ’τα μεγαλύτερα δεσίματα που μπορείς να νιώσεις ποτέ σου. Στο τέλος θα δεις πως η οικογένεια που φτιάχνουμε είναι πολύ σημαντική, όπως και η οικογένεια που έχουμε.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 7η Ιστορία: "Ιστορίες αυτοκινήτου"


«Ιστορίες αυτοκινήτου»

Το γνωστό αγαπημένο ελληνικό κινηματογραφικό έργο «η Σωφερίνα» αν δεν το είχε παίξει τόσο έξοχα η Αλίκη (είμαι μέχρι κόκκαλο φανατική θαυμάστριά της- αντιρρήσεις δε δέχομαι), θα μπορούσα να το είχα παίξει κάλλιστα κι εγώ. Με το που έγινα 18 η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να βγάλω δίπλωμα οδήγησης. Και όταν λέμε η πρώτη μου δουλειά εννοούμε όντως, 6 Φεβρουαρίου γίνομαι 18, 7 Φεβρουαρίου προσκομίζω τα 15.000 χαρτιά από γιατρούς, οφθαλμιάτρους, παθολόγους και λοιπούς γιατρούς που με εμπεριστατωμένες εξετάσεις (όπως του παθολόγου «είσαι καλά;») διαπίστωσαν ότι όντως είμαι καλά (σε ψυχίατρο δεν πήγα, για να σας λυθεί κι αυτή η απορία), πήγα να γραφτώ στη σχολή οδηγών για να πάρω το πολυπόθητο δίπλωμα, ενώ παράλληλα κοίταζα και με τον μπαμπά μικρά τσαχπίνικα αυτοκίνητα, υποψήφια να γίνουν το δεύτερο μου σπίτι και συνοδοιπόροι μου στην τρέλα. Και επειδή όλο το προηγούμενο καλοκαίρι μέχρι να γίνω 18 άλλη δουλειά δεν έκανα εκτός απ’το να οδηγώ συνέχεια μετά της συνοδείας του πατρός, όστις δεινός driver και αν και ασπαζόμενος πλήρως – το ορθότατο- ρητό ότι οι γυναίκες καλύτερα να πλένουν πιάτα, παρά να σοφεράρουν, με αποκάλεσε άξια «Μικαέλα» Σουμάχερ, είχα μάθει που λες μέχρι και σε αγώνας φόρμουλα 1 να πηγαίνω, το διπλωματάκι για μένα δεν ήταν τίποτα, 5’ πορεία και ένα παρκάρισμα που ακόμα και τώρα αν με πετύχουν πουθενά οι εξεταστές είμαι σίγουρη ότι θα με θυμούνται γιατί τέτοιο επαγγελματικό παρκάρισμα κάνω μόνο εγώ, όπως θα έχετε διαπιστώσει όλοι όσοι έχετε μπει στο αυτοκίνητό μου και με το που πάω να παρκάρω αρχίζω τα συχαρίκια στον ίδιο μου τον εαυτό «μπράβο κουκλάρα μου», «μα πώς πάρκαρα έτσι η μπιμ γαμώ το κέρατό μου», «τι επαγγελματικό παρκάρισμα έκανα πάλι γαμώ το μπιμ» κτλ κτλ.

Ηλίου φαεινότερο λοιπόν εδώ και 6 χρόνια επίμονης οδήγησης, καθότι οδηγώ κάθε μέρα και τεράστιες αποστάσεις και στο κέντρο της Αθήνας που είναι δρόμοι που ούτε πεζός δεν μπορείς να περάσεις έτσι όπως έχουν παρκάρει μερικοί και επιπλέον έχοντας χιλιο-οδηγήσει στο γύρο του θανάτου, όπως αλλιώς λέγεται και η πλατεία Καραϊσκάκη, όπου δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει αυτοκίνητο, μηχανάκι, ποδήλατο, τρόλεϋ, λεωφορείο, ταξί, δίκυκλο, τρίκυκλο, ζέπελιν και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς, μου έχουν τύχει πάμπολλες ιστορίες τρέλας εντός εκτός και επί τα αυτά του αυτοκινήτου.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την πρώτη μίνι ιστορία που έλαβε χώρα ένα βράδυ του 2007 που γυρνούσα κουρασμένη και καταϊδρωμένη απ’τη δραματική σχολή, τελευταία ώρα είχαμε χορό, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω σπίτι και να μπω κάτω απ’το ντουζ να ξεβρωμίσω, ώσπου ο Κριστιάν για κάποιον ανεξήγητο λόγο λίγα χιλιόμετρα πριν το σπίτι μου κάπου στην Κηφησίας αποφασίζει να αποδημήσει εις τόπον χλοερόν της αναπαύσεως. Πριν πανικοβληθώ και φωνάξω τη Μαρούσκα με το εβιάν, αρχίζουν όλα τα αυτοκίνητα που βρίσκονται από πίσω μου στο φανάρι να μου βαράνε κόρνες, καραμούζες, τρομπόνια και όμποε σε συνδυασμό με ευγενέστατες ελληνικές ατάκες που ο νορμάλ κόσμος μόνο άμα του είχες σκοτώσει τη μάνα θα σου έλεγε, κατεβαίνω απ’το αυτοκίνητο και προσπαθώ να το σπρώξω στην άκρη. Παρόλο που τα διερχόμενα αυτοκίνητα είχαν δει μια πιτσιρίκα να της έχει σβήσει το αυτοκίνητο και να προσπαθεί να το μετακινήσει στην άκρη, ουδείς πτοήθηκε –όχι να έρθει να βοηθήσει, έστω να σταματήσει το βρισίδι- και λουσμένη από άπλετου κύρους κοσμητικά επίθετα και σπρώχνοντας χωρίς βέβαια να έχω καταφέρει να το μετακινήσω ούτε μισό μέτρο, εθεάθη νεαρός ετών 30, κοστουμαρισμένος και χαμογελαστός από απέναντι, να παρκάρει αυτοστιγμαίως, να βγαίνει έξω, να έρχεται προς το μέρος μου, να βρίζει όσους με έβριζαν, να με βοηθάει με το αυτοκίνητο, να μου πιάνει τη συζήτηση, να μου συστήνεται και να μου χαμογελάει. Δεν έχω λόγια. Θα μπορούσα να έκλεινα δραματικά λέγοντας ότι πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων, σαν άλλη Ντυμπουά, αλλά προτιμώ να ρίξω το επίπεδο και να κάνω τη στήλη λίγο Athens Voice, οπότε εσύ ψηλέ, μελαχρινέ, που σε λένε Παναγιώτη (ακόμα σε θυμάμαι) αν θυμάσαι τότε που με βοήθησες με το αυτοκίνητο στην Κηφησίας στείλε μου αμέσως μήνυμα στο 6978********!!!!!

Η δεύτερη μίνι ιστορία συνέβη πολύ πρόσφατα. Έχω παρκάρει η δικιά σου σε έναν ανήφορο. Και επειδή είμαι και πολύ τούμπανο βαράω μια το χειρόφρενο και το πάω στο θεό, να σιγουρευτώ κιόλας ότι δε θα φύγει ο Κριστιάν να πάει βόλτα προς τα πίσω συμπαρασύροντας σε καραμπόλα ντόμινο τα λοιπά οχήματα. Πάει η δικιά σου κάνει τις δουλειές της χαρούμενη που ενώ γύρναγε 100 ώρες 100 στροφές το τετράγωνο, επιτέλους βρήκε μια θεσούλα και σπρώξε-δείξε κατάφερε να παρκάρει, έρχεται η στιγμή που θέλω να φύγω. Μπαίνω στον Κριστιάν, κυρία, κάτι καλό φόραγα δε θυμάμαι γιατί, κάπου επίσημα μάλλον θα είχα πάει και ανακαλύπτω ότι το χειρόφρενο μόνο αν έχεις μπράτσο Σουγκλάκου μπορείς πλέον να το κατεβάσεις. Και δώστου με το ένα χέρι και δώστου με το άλλο, παιδί μου δεν κατέβαινε με τίποτα. Και να μου ‘χει ανέβει το αίμα στο κεφάλι και να λέω «υπέροχα» η θεωρία του «ό,τι μπαίνει, βγαίνει» δεν έχει αντίκτυπο στη θεωρία «ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει» πράγμα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν θετικό. Ευτυχώς, που πέρναγε ένας καλός άνθρωπος, καλός μεταφράζεται ως ωραίος, ωραίος μεταφράζεται ως ψηλός, μελαχρινός και λίγο αξύριστος, όπου βγαίνω έξω με το σανδαλάκι σαν την κυράτσα που φοβάται μην της σπάσει το νύχι και τον παρακαλάω να έρθει να μου το κατεβάσει. Έλα όμως, που το χειρόφρενο ήταν τόσο ψηλά που ούτε αυτός ο χριστιανός μπορούσε να το κατεβάσει. Και δως του να του έχουν ανέβει οι φλέβες στο κεφάλι, θα ‘χε ο καψερός και το άγχος κάθε άντρα «να δείξω στην γκόμενα ότι είμαι δυνατός και μπορώ να την εξυπηρετήσω» δεν κατέβαινε με τίποτα. Σκέφτηκα τότε, μια ζωή την έχουμε. Πρέπει να είμαστε γρήγοροι και αποτελεσματικοί. Αφού δεν μπορεί μόνος του, θα το κάνουμε μαζί (το μαζί είναι πάντα καλύτερο απ’το μόνος σου, καρατσεκαρισμένο). Βάζω κι εγώ το χέρι μου από πάνω να βοηθήσω το δικό του και ωπ ως εκ θαύματος τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, το χειρόφρενο κατέβηκε, πουλάκια κάνανε τα μάτια μας, ευτυχώς που πάτησε και το φρένο να μην τρακάρουμε τον από πίσω να λες!

Η 3η μίνι ιστορία συνέχεια της προηγούμενης ιστορίας με την καθυστέρηση του αεροπλάνου δεν την ενέταξα στην προηγούμενη αφήγησή μου, καθότι θεωρώ ότι αποτελεί μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνη της. Και το λέω αυτό, γιατί όσοι θυμάστε την ιστορία του αεροδρομίου (όσοι όχι τρέξτε αμέσως να την ξαναδιαβάσετε, δεν μπορεί να σας ρωτάει η δασκάλα και να μην έχετε μελετήσει το μάθημά σας) αυτή η ιστορία είχε και συνέχεια. Μετά την κατα-ταλαιπωρία του αιώνα, όταν επιτέλους έφτασα στο αθηναϊκό αεροδρόμιο, τα βάσανά μου δεν έλαβαν τέλος. Εγώ εκτός του ότι θέλω να οδηγάω συνέχεια, έχω κι ένα ακόμα βίτσιο επίσης να οδηγάω και τα αυτοκίνητα των άλλων. Κοινώς, δως μου τιμόνι και πάρε μου την ψυχή. Ωστόσο, η δόλια μάνα που με την οδήγηση δεν είναι και τόσο φανατική, έχει ένα αυτοκίνητο για να το χρησιμοποιεί μόνο όταν πηγαίνει σούπερ-μάρκετ. Τώρα μη με ρωτάς τι αυτοκίνητο είναι αυτό ειδικής διαδρομής. Πάει μόνο αυτή την κατεύθυνση, αλλού πουθενά, αλλά έτσι είναι. Ως εκ τούτου, όπως αντιλαμβάνεστε, όταν κινείς το αυτοκίνητό σου μια φορά το μήνα, έχει και τις φθορές του. Όταν δε έχεις ένα αυτοκίνητο 20 χρόνια λες και το πήρες οικόσιτο και περιμένεις να ψοφίσει πρώτα για να το πετάξεις καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν το λες και κανονικό αυτοκίνητο, αλλά ένα σαραβαλάκι που σήμερα μπορεί να σε πάει, αύριο όμως όχι. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, που μεταξύ μας τον ξέρω- ο Δίας είχε συνομωτίσει εναντίον μου εκείνη την ημέρα-, αντί να έρθουν να με πάρουν με το δικό μου αυτοκίνητο αμφότεροι οι γονείς από το αεροδρόμιο, ήρθαν με το αυτοκίνητο της μαμάς. Με το που το θωρούν τα μάτια μου με πιάνει πανικός. «Γιατί ήρθατε με αυτό το σαράβαλο; Κι άμα μας μείνει;», ψέλλισα. Ωστόσο, απάντηση δεν πήρα πάρα μόνο κάτι ψίθυρους θυμάμαι ότι το αυτοκίνητο είναι εντάξει και δεν έχει κανένα πρόβλημα. Ας είναι. Αρκεί να φτάσουμε σπίτι, σκέφτηκα, «οδηγώ εγώ» τους είπα και μπαίνουμε μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν προλαβαίνουμε να πάμε 100μ. και το αυτοκίνητο ενώ πάταγες το γκάζι ήταν λες και πάταγες φρένο, είχε φτάσει το πόδι μου τέρμα, σε κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να είχαμε πιάσει 200, με το αυτοκίνητο της μαμάς ήμασταν στα 40 χλμ. Λέω μα τι συμβαίνει; Γιατί δεν πάει; Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου και το αυτοκίνητο αρχίζει να ανεβοκατεβαίνει σαν σέικερ, να σε κουνάει σε αργούς ρυθμούς πάνω-κάτω, να κάνει μικρά αλματάκια στον ουρανό και πάλι στη γη, σαν άλλο καγκουρό και ενώ πάταγα το γκάζι ως το τέρμα να μην μπορεί να ξεπεράσει τα 50χλμ. την ώρα, ούτε να μπορεί τουλάχιστον να ευθυγραμμιστεί και να μην πηγαίνει σαν το αυτοκίνητο του Γκούφυ. Νομίζω κατάφερα να σιχτιρίσω- παρά την κούρασή μου- δυό τρία βρισίδια ψιθυριστά για το κακό που με βρήκε και να λέω στη μάνα μου ότι αυτό το πράγμα είναι ένα σαράβαλο του κερατά που θέλει πέταμα και ότι έτσι πάνε τα αυτοκίνητα στα κόμιξ, ήτοι άμα κατουριέσαι δεν παίζει να μην κατουρηθείς πάνω σου έτσι πάνω κάτω που σε πάει συνέχεια.

Ηθικό δίδαγμα 1: Τα αυτοκίνητα είναι καλά για 5-7 χρόνια άμα τα καλοδιατηρείς. Μετά θέλουν άλλαγμα. Αλλιώς τα χρυσοπληρώνεις και δεν έχει νόημα, γιατί καινούργιο θα σου στοίχιζε λιγότερο.

Ηθικό δίδαγμα 2: Όσοι πιάνουν το τιμόνι, ξέρουν πολύ καλά τι γκομενομαγνήτης είναι το αυτοκίνητο και τι υπέροχο «ξενοδοχειάκι» για όσους μένουν ακόμα με γονείς και δεν έχουν πού να πάνε με το αμόρε τους ;)