Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Φταίω


Φταίω. Γράφε.
Για τις νύχτες με πανσέληνο που τις μέτρησα όλες μακριά σου κι ας ήθελα να τις δούμε αγκαλιά, σε απομάκρυνε κάποια ενοχική δειλία, κάποια αφοσίωση στην πίστη της αγάπης που δεν πρέπει να διασκορπίζεται αριστερά και δεξιά, άστοχα.

Φταίω. Γράφε.
Για τις μέρες τις ηλιόλουστες που με έκαιγε ο ιδρώτας της απουσίας σου και με το αλάτι στα μάτια έκανα πως δε σε βλέπω κι ας σε σχημάτιζε η θάλασσα εικόνα δικιά σου κι απαράλλαχτη της φοράς που μου χαμογέλασες για πρώτη φορά.

Φταίω. Γράφε.
Για όσες σκέψεις ακατόρθωτες ανάθρεψα μέσα στο μυαλό μου και τις τάιζα απ’το αίμα της προσδοκίας ενός έρωτα που μου έταξες κι είδα σιγά σιγά να ελαττώνει, να λιγοστεύει το όνειρο- τιμωρός της σκοτεινής αργοπορίας μου.

Φταίω. Γράφε.
Για τις διαθέσεις που προσέφερες να μου υπερ-παρέχεις και δεν άφησε η πίστη στο αδύνατο, το θνητό σώμα να γίνει χώμα με χώμα, νερό με νερό, αέρας με αέρα, φωτιά με φωτιά και να μας κάψει για μια ακόμα φορά με τον τρόπο που ήθελες.

Φταίω. Γράφε.
Και μη σταματάς. Έχω πολλά να σου πω για λάθη του παρελθόντος, του μέλλοντος απουσίες που θα γευτώ. Όμως, για να έχω γράψει το μέλλον σου για να έχω επηρεάσει τη μέρα σου, για να στέκεσαι σαν ακίνητη απουσία και να ντύνεσαι το ψέμα σου και να ξεγυμνώνεις την αλήθεια μου για να αντέξεις το δράμα σου, πάει να πει πως κάπου έφταιξες κι εσύ.
Γι αυτό στο τέλος της σελίδας σου σημείωσε και με ψιλά γράμματα και τούτο: συγχωρώ σημαίνει αφήνω χώρο να σταθεί η ψυχή μου στο άδειο δωμάτιο.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Για την άνοιξη,πριν την άνοιξη...


Κοντεύει η άνοιξη είπες.
Κοντεύει.
Ποιος να σου αρνηθεί το ανύπαρκτο;

Ζεστή μέρα με ξεγέλασε σήμερα. Είναι κι αυτός ο ήλιος, δαμαστής των μελαγχολικών ορμήσεων, των επιπόλαιων βέλων αισθημάτων, έτσι όπως εξστομίζονται εξακολουθητικά και συνεχόμενα, όπως έραβε θυμάμαι στα παλιά χρόνια η πρόγονος μάνα τα υφαντά προικιά- να μη σε δει ο ξένος κόσμος απογυμνωμένη από παρελθόν και σε θεωρήσει στόχο εύκολο. Ελεύθερα περάστε, να σαρώσετε τον κόσμο μου, τα ψίχουλα που σας πέταξε η απληστία σας να τα μαζέψετε κι αυτά, μη λογαριάζετε τον ήλιο τον ανοιξιάτικο, ποια άνοιξη σου είπα άλλωστε, κοντεύει είπες- διαψευστής και ψεύτης των παλαιότερων ήλιων που μας έκαψαν μαζί.

Κι αυτός ο δρόμος που με φέρνει ξανά και ξανά στη θάλασσα, μη θαρρείς πως ξεγελάστηκα, η θάλασσα δεν είναι ήλιος, ξέρω καλά τα βήματα της θάλασσας, ξέρω καλά σε ποια στροφή κύμα να γυρίσω το κορμί μου μη με βρέξει ολάκερη η υδάτινη απουσία. Γουλιά γουλιά να πίνω το επώδυνο κι αυτή η γεύση της αρμύρας στα χείλη σου εκεί θα είναι ακόμα, πρώτα να βρέξεις λίγο με τις παλάμες σου την κοιλιά σου κι ύστερα την καρδιά, μετά αποθεώσου εύχαρις στην αιώνια λήθη σου που ανθρώπους σαν κι εμένα έγδυσε και πέταξε και άδειασε. Εμπρός παρακαλώ, το πρώτο βήμα κάντο εσύ, προσεκτικά, με μέθοδο συγχρόνισε τους χτύπους σου με το ρυθμό της θάλασσας- μη σε έβρει το αιώνιο, χωμάτινο θνητό και σε λούσει με ενοχές. Εγώ ακολουθώ, μη νοιάζεσαι. Εγώ μια κι έξω το δέχομαι το απεριόριστο. Να με βρέξει από άκρο σε άκρο να μ’αγκαλιάσει στα ολόκληρα που ένιωσα, να με ξεχάσει στη μετάνοια, να με ξεπλύνει στην ευπιστία των λόγων σου, μη και καταλάβω πως δε βάσταξες τη θάλασσα που σου προσέφερα.