Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 4η Ιστορία: "Ανάστροφες"


«Ανάστροφες»
Σωτήριον έτος 2006. Για κάποιο λόγο οι περισσότερες ιστορίες μου έχουν ως κεντρικό άξονα, εκτός από την τρέλα που με καταδιώκει ολούθε, το ζεστό καλοκαίρι, πηγή έμπνευσης και χαράς μου. Ωστόσο, πριν από 6 χρόνια τα καλοκαίρια δεν τα περνούσα τεμπελιάζοντας και ρεμβάζοντας τη θάλασσα, με απανωτά κολύμπια εντός της και χαρτοπαίγνιο μέχρι τελικής πτώσης (εως ότου δηλαδή μαζευτεί καμιά αστυνομία και μας συλλάβει σαν άλλη βίλα των οργίων- τι το κάναμε εδώ μέσα American bar κι έτσι), καθότι ήμανε ακόμα φοιτήτρια εν Φιλοσοφική, ήτοι άλογο κούρσας σε χειμερινούς και θερινούς μήνες για να περάσω όχι μόνο τα μαθήματα του έτους μου, αλλά και όλων των υπολοίπων ετών, των συναφών και ασυναφών σχολών που θα μπορούσε να δηλώσει φοιτητής. Ιούνιος μήνας, η λύπη του φοιτητή και η χαρά του τεμπέλη, από τα πρώτα έφτασα στα δεύτερα, αλλά το 2006, όπως προείπα λυπόμουν μέχρι τα τρίσβαθα τσι ψυχής μου γιατί ενώ ονειρευόμουν να λούομαι στις θαλάσσεις, είχα αγκαλιάσει την Εξελικτική Ψυχολογία, που όσο κι αν την διάβαζα δεν έβλεπα καμία εξέλιξη, παρά μόνο μια ακατάσχετη μανία μου να διαβάζω μέχρι και την υποσημείωση της υποσημείωσης, καθότι είχα κάνει λάβαρο το μότο «ο καλός ο φοιτητής πρέπει να το ξεκοκκαλίσει το βιβλίο» και συμπεριφερόμουν ως άλλο βαμπίρ.

Η δόλια μάνα απ’την άλλη που άλλο καημό δεν είχε η γυναίκα, σιγά μην καθόταν να σιγοβράζει στην Αθήνα, σαν τα ντολμαδάκια της Πετρουλάκη στον ατμό, και ούτε είχε και καμιά όρεξη η γυναίκα να με βλέπει ολημερίς και ολονυχτίς με το ροζ βιβλιαράκι του Παρασκευόπουλου ανά χείρας, ούτε οι καλόγριες την Καινή Διαθήκη τέτοιος έρωτας, αποφασίζει να πάει στην εξοχική παραθαλάσσια κατοικία, να μου κάνει τα νεύρα ζαρτιέρες και το θυμικό φουστανέλα, όχι μόνο γιατί μετά βίας αντέχω ένα χειμώνα ολόκληρο μακριά απ’τη θάλασσα, αλλά και γιατί ώστις φρικτή μαγείρισσα θα έπρεπε να αναγκάζω την καημένη τη γιαγιά μες την ντάλα να με ταίζει πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ (γιατί έχω και απανωτές πείνες τρομάρα μου και στομάχι με ταινία). Με τα πολλά και αφού η δόλια μάνα συναισθάνεται το τέκνον της και την κλαψούρα του απ’το τηλέφωνο που με πλάγιο και πολύ υποχθόνιο τρόπο παρακαλάει τη μαμά του να γυρίσει εν Αθήναις για να το ταίζει συνέχεια, γιατί καίει φλάτζες απ’το διάβασμα και χρειάζεται και ήλιο για τη σωστή φωτοσύνθεση (φυτάρα απ’τις λίγες) αποφασίζει να πάρει τον προαστιακό και να έρθει να με μπουκώσει στο φαί.

Σημαντική παρένθεσις ότι η δόλια μάνα αν και έκανε την υπέρβαση να αφήσει τις διακοπές της για χάρη του τέκνου είναι ικανή να σε πηδήξει ανάποδα στη γκρίνια (μιλάμε για μερόνυχτα μουρμούρας που ούτε ωτοασπίδα δε σε σώζει) αν τύχει και αργήσεις να πας να την παραλάβεις απ’το σταθμό. Γνωρίζουσα η δικιά σου ότι απ’τη γκρίνια της μάνας άλλο κακό να μη σε βρει στη ζωή σου, έχω προνοήσει να βάλω ξυπνητηράκι 4 το μεσημέρι, γιατί τον παίρνω και λίγο τα μεσημέρια για να διατηρώ το δέρμα φράπα και γιατί είμαι της φιλοσοφίας ότι ο πολύς ο ύπνος κάνει καλό στο φοιτητή γιατί κάθεται η γνώση στο κεφάλι σου καλά και άλλα τέτοια, ώστε να προλάβω που λες να πάω να την παραλάβω απ’το σταθμό. Έλα μου όμως, που εκείνη την ημέρα η γιαγιά, μαγείρισσα παραδοσιακή που σε μπουκώνει ανελέητα μέχρι θανάτου με συνταγές που ονειρεύεσαι και σου τρέχουν τα σάλια και σου σηκώνονται…οι τρίχες βρε κουτά, έχει μαγειρέψει γεμιστά, φαί που απαιτεί 2-3 κομμάτια στην καθισιά σου, μισή φραντζόλα ψωμί και ένα κιλό τυρί φέτα, για να ‘χει ο νεκροθάφτης να λέει ότι πέθανες από χοληστερίνη. Εντάξει, άνθρωπος είμαι κι εγώ, μια ντάγκλα μου ήρθε βρε αδερφέ μετά απ’αυτό το γαστριμαργικό όργιο. Όχι ξυπνητηράκι δεν άκουσα και οι καμπάνες της εκκλησιάς να βαράγανε, πρώτα θα γινόταν η Δευτέρα παρουσία, μετά θα ξύπναγα εγώ. Όπως αντιλαμβάνεστε, με το που ανοίγω τα μάτια μου απ’το μεσημεριανό λήθαργο είμαι ήδη 10’ αργοπορημένη, οπότε και παίρνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου και εκσφενδονίζομαι στον Κριστιάν, κλαίγοντας τη μαύρη μου τη μοίρα που μέσα στο καλοκαίρι η γκρίνια της μαμάς θα με εξοντώσει και τελειωμό δε θα ‘χει.

Στη φούρια μου απάνω έχω ξεχάσει και τις σαφέστατες οδηγίες της δόλιας μάνας που και όσο τις άκουγα στο τηλέφωνο, από το ένα αυτάκι μπαίνανε από το άλλο βγαίνανε, γιατί τον προσανατολισμό τον έχω έμφυτο, οπότε τι να σου μπιπ τώρα οι οδηγίες της μαμάς, φτάνω στο σταυροδρόμι το μοιραίο και έλα μου τώρα που βρίσκομαι σε ένα δίλημμα: πας δεξιά, πας αριστερά; Όχι, αγάπη μου, δεν είναι ότι είχα χαθεί, έναν προβληματισμό είχα απλά. Τον υπόλοιπο δρόμο τον θυμόμουν τέλεια, αυτή τη μικρή λεπτομέρεια δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ. Λεπτομέρειες, σκέφτηκα. Θα πάω δεξιά, έτσι γιατί και το ΚΚΕ μας τα ‘χει κάνει τσουρέκια. Και αφού κάνω μια στροφή σαν αυτές τις καλές που έχουν στις νεροτσουλήθρες μόνο ξέρεις, φτάνω μπροστά σε διόδια. Γαμώ το φελέκι, σκέφτηκα. Το υπόλοιπο υβρεολόγιο που ξεχύθηκε εντός της κεφαλής μου δεν είναι πρέπον να σας το αναφέρω. Η μαμά μού είχε επιστήσει την προσοχή ότι αν βρω στο δρόμο μου διόδια, σημαίνει ότι πήρα το λάθος δρόμο, που γυρισμό δεν έχει. Ψάχνω για κέρματα. Σιγά μην είχα. Εδώ για καφέ έξω βγαίνω και συνειδητοποιώ αφού έχω ήδη παραγγείλει το τσαγιερό μου, ότι δεν κρατώ πάνω μου πορτοφόλι και με αθώο βλέμμα αλά Αλίκης στο ναυτικό θα αναγκαστώ να μου το πληρώσουν οι άλλοι! Σταθμεύω λίγο αριστερά σε ένα πλάτωμα και σκέφτομαι εκτός απ’το κραξίδι που με περιμένει, μήπως αν πήγαινα να παρακαλέσω αυτά τα έρμα κουλά στα διόδια, με άφηναν να περάσω έτσι, για τα ωραία μου τα μάτια; Ναι. Σκέφτηκα από μέσα μου. Αυτό θα κάνω. Αίφνης και καθώς έχω ήδη ανοίξει την πόρτα συνειδητοποιώ ότι με αυτή την αμφίεση όχι δημόσια δεν κυκλοφορείς, ούτε και μέσα στο σπίτι σου με καθρέφτες, μπορεί να είναι οδυνηρό το αποτέλεσμα, αν τύχει και τρακάρεις τη μούρη σου σε κανέναν από δαύτους. Περιγράφω με ακρίβεια, παντοφλάκι-σανδαλάκι θαλάσσης ροζ με μπλε φωσφοριζέ από κάτω, κοντομάνικη πυτζάμα του δημοτικού, γυαλί μυωπίας, αστιγματισμού, πρεσβυωπίας και λοιπών αμφιβληστροειδών παθήσεων, μαλλί πιασμένο της Φιλιπιννέζας που σου καθαρίζει το τζάμι, γυφτιά σκέτη εν ολίγοις. Και τώρα; Συλλογιέμαι. Τι δυνατότητες έχω; Λεφτά δεν παίζουν, άρα; Βγαίνω απ’το αυτοκίνητο και κατευθύνομαι προς το ταμείο. Διερχόμενα αυτοκίνητα ελαττώνουν ταχύτητα στην όψη της γιούφτισσας που αποφάσισε να αυτοκτονήσει στην Αττική Οδό, οι κουλοί των διοδίων με κοιτάνε απ’τα τζαμάκια τους με τρόμο, σου λέει αυτή η πρεζού θα έρθει να μας ζητήσει κανά ψιλό.

«Συγγνώμη, επειδή δεν έχω ψιλά μπορείτε να με αφήσετε να περάσω; Μπήκα κατά λάθος εδώ, ήθελα να πάω στο σταθμό», ρώτησα με πολύ σοβαρό ύφος, που είμαι σίγουρη με έκανε ακόμα πιο γελοία.

«Δε γίνεται αυτό», σοβαρός και ο κουλός υπάλληλος και λίγο αγενής μη σου πω.
«Και εγώ τώρα τι θα κάνω δηλαδή;» εύλογη απορία μου.
«Ό,τι κάνετε πάντως με δική σας ευθύνη» ατακάρα απ’τις λίγες του τύπου άμα θες να αυτοκτονήσεις, αυτοκτόνα, να σηκώσεις τις μπάρες σαν άλλος Γκλέτσος, σήκωσέ τες, να ξεβρακωθείς μπας και σου δώσουν κανά ψιλό, ξεβρακώσου, πάντως με δική σου ευθύνη.

Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο και σκέφτομαι ξανά και ξανά πως τώρα που ανακαλύφθηκε το μποζόνιο πρέπει να του ανάψω ένα κερί, να του βάλω ένα ηλεκτρόνιο να κινείται γύρω απ’τον πυρήνα του, δεν ξέρω τι τελετή θέλει τέλος πάντων, αλλά είναι πραγματικά μεγάλη κωλοφαρδία ότι μπήκα τελικά στο αυτοκίνητο, άναψα και τα αλάρμ, γιατί άμα είναι να πεθάνεις, καλύτερα να πεθάνεις με στυλ, και έκοψα τη στροφή την απότομη που δε βλέπεις τι σε περιμένει στη γωνία μετωπική για να ξαναβγώ στο δρόμο τον αγύριστο και αυτή τη φορά να τον πάρω πιο σωστά (το δρόμο πάντα) και ό,τι ήθελε προκύψει. Θα την πω την αμαρτία μου: όταν είσαι 18 και ολίγον τι βλαμμένο σαν και του λόγου μου, γυρνάς μετά στο σπίτι και έχοντας παντελή άγνοια του κινδύνου που διέτρεξες δε σκέφτεσαι την άσπρη σου τη μοίρα που σε αξίωσε όχι μόνο να ζεις εσύ ηλίθιο κουτάβι, αλλά και να μην πάρεις στο λαιμό σου κανά δύσμοιρο που βρέθηκε στο διάβα σου, αλλά απολογείσαι που άργησες φοβούμενη μην τύχει και φθινοπωριάσει και η μαμά ακόμα γκρινιάζει, η μαμά που έπαθε το τέταρτο εγκεφαλικό μόλις έμαθε την ιστορία μου!

Ηθικό δίδαγμα: Πάντα μα πάντα πάντα πάντα, ακόμα κι αν απλά θες να κατέβεις στον κάτω όροφο ρε παιδί μου να ζητήσεις ζάχαρη απ’τη γειτόνισσα ή λάδι απ’το γείτονα, να παίρνετε μαζί σας λεφτά. 1-2 ευρώ έστω.

3 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ηθικό δίδαγμα 2: Άλλη φορά, θυμόμαστε ότι το ΚΚΕ πάντα επιβεβαιώνεται όταν είναι πια αργά.. Οπότε, όταν είμαστε ανάμεσα στο δεξιά ή αριστερά, στρίβουμε αριστερά και φτάνουμε στην αγκαλιά της μαμας αντι για τον κουλό αττικάνθρωπο και το φλερτ με τον Χάρο.. ;)

    Και κάποια κρίσιμα ζητήματα που το κείμενο δεν καλύπτει και δημιουργούνται εύλογες απορίες στον αναγνώστη: Στα γεμιστά προτιμάς τις ντομάτες ή τις πιπεριές; Η γιαγιά τα κάνει oρφανά ή με κιμά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. χααχχαχαχαχαχαχαχαχα ήταν οξυδερκής η παρατήρησή σου, αν και δε θα την αναλύσω πολιτικά περαιτέρω,γιατί με ξέρεις ;) έχουμε μιλήσει με ίνμποξ περί αυτού,οπότε με πιάνεις!! :)

    αχχααχαχχα και ντομάτες και πιπεριές,χωρίς κύμα,ρυζάκι σκέτο,ποίημα θεϊκό σου λέω!!!!!! :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή