Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 2η Ιστορία: "Η καλή νοικοκυρά..."


“H  καλή  νοικοκυρά…»
Και έρχεται μια στιγμή στη ζωή σου που όσο ακαμάτρα και τεμπέλα να είσαι, όσο ανεπρόκοπη γομάρα και εκσυγχρονισμένη φεμινιστογκόμενα (και καλά) που όχι απλά δεν ξέρει ούτε ένα αυγό να βράζει, ούτε πώς πιάνουν την πατάτα για να την ξεφλουδίσουν, θα αναγκαστείς να μάθεις να μαγειρεύεις. Όχι, για τους κλασικούς λόγους ότι η καρδιά του άντρα περνάει απ’το στομάχι (άλλωστε επιστημονικότατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι αν η καρδιά του άντρα περνάει απ’το στομάχι, τότε το κεφάλι του άντρα βρίσκεται κάπου εκεί χαμηλά), αλλά γιατί θα έρθει η μέρα που για να το παίξεις όντως ανεξαρτήτου και φιλελευθέρου θα πρέπει να πας να ζήσεις μόνη σου, χωρίς τη δόλια μάνα που σου βγάζει μέχρι και το κουκούτσι απ’το καρπούζι μην τύχει και πνιγείς ολόκληρο μουλάρι 22 χρόνων.

Για μένα αυτή η στιγμή ήρθε όταν στα 22,5 μου (γιατί όταν είσαι νέος μετράς και τους μήνες, δε λες ποτέ είμαι 23 αν δεν είναι όντως η ημέρα των γενεθλίων σου και δεν έχει περάσει όντως η ακριβής ώρα κατά την οποία η μάνα σου σε πέταξε έξω απ’την κοιλιά της- ήτοι για τους πιο επιστήμονες η ώρα του ωροσκόπου σου), όταν και σαν κλασικό φύτουκλο απ’τα λίγα είχα τελειώσει τη Φιλοσοφική απ’τα 21 (γιατί άμα οι γονείς σου σε έστελναν από μικρό νηπιαγωγείο, έχεις κερδίσει και χρονιά και το παίζεις και ιστορία) στα 3,5 χρόνια κοινώς και αφού είχα τεμπελχανιάσει και έναν ολόκληρο χρόνο για να συνέλθω απ’την υστερία του να δίνεις 17 μαθήματα σε 2 εξεταστικές, ενώ παράλληλα θες να παίρνεις και αριστεία και σε όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες με τις οποίες καταπιάνεσαι και σου τρώνε 25 ώρες απ’την καθημερινότητά σου, με μονολόγους, πρόβες, χορογραφίες, τσακωμούς και θεατρινισμούς απ’τους λίγους στα μαύρα μπουντρούμια των κουλτουριάρικων δραματικών σχολών, αποφασίζω να πάω να συνεχίσω τις σπουδές μου- γιατί η τρέλα και η βλακεία του ανθρώπου είναι σαν τον έναστρο ουρανό= ατελείωτη- εις την Αγγλαιτέρα. Και καλά ρε παιδί μου τώρα πες όσο ασχέτου και να ‘σαι ένα ποτήρι ξέρεις να το πλένεις, ένα σιδερωματάκι στα γρήγορα ξέρεις να το ρίχνεις και μια μαξιλαροθήκη κουτσά στραβά ξέρεις να την αλλάζεις. Με το φαί όμως τι γίνεται;

Θα μου πεις η εύκολη λύση είναι να τρως απέξω. Ούτε μαγείρεμα, ούτε πλύσιμο των πιάτων, ούτε τίποτα. Λογικότατο. Αλλά εδώ δε μιλάμε για λογικούς ανθρώπους. Είναι σαφές ότι η λογική και η Κίρχοφ έχουν χωρίσει εδώ και 24 χρόνια και 5 μήνες. Η γνωστή υποχονδρίαση λοιπόν εδώ μεταφράζεται ως σιχαίνομαι τη ζωή μου να τρώω απέξω τα σκατά που βάζουν αυτοί οι βρωμοάγγλοι και κατ’επέκταση επειδή όταν είσαι και υποχόνδρια για να μετριάσεις την υστερία σου προς τρίτους ευφερίσκεις κι άλλους μπάνικους τρόπους για να υποστηρίξεις ότι το παράλογο που σκέφτεσαι είναι ό,τι πιο λογικό έχει σκεφτεί ανθρώπινος νους, αραδιάζεις επιχειρηματολογία Χάρβαρντ για το πόσο ακριβή είναι η ζωή στην αλλοδαπή και πόσο άθλια η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων και πόσο εξωφρενικά παράλογο να δίνεις 13 λίρες, κοινώς κάπου 15 ευρώ πάνω κάτω, για να φας ένα απλό σαντουιτσάκι και άλλα παραδείγματα που μόνο η Κίρχοφ και ο Σκρουτζ θα μπορούσαν να σκεφτούν.

Με λίγα λόγια η λύση ήταν μια και ο μπακλαβάς γωνία: έπρεπε να μάθω να μαγειρεύω. Η αλήθεια είναι ότι όταν το συνειδητοποίησα η πρώτη σκέψη που μου πέρασε απ’το μυαλό ήταν να μείνω στο σπιτάκι μου,να μου μαγειρεύει η μανούλα μου, να πλένει μετά και τα πιάτα, να μην πάω ποτέ να σπουδάσω στο εξωτερικό και άλλωστε τι θα σου χρησίμευε βρε αδερφέ και ένα τρίτο πτυχίο; Άνεργη δε θα ‘σουν και με τα δύο, άνεργη δε θα ‘σουν και με τα τρία; Αίφνης, όταν έκανα αυτό το συλλογισμό σκέφτηκα πως ναι άνεργη θα ‘μουν και με τα δύο, άνεργη και με τα τρία, αλλά τα τρία είναι πάντα καλύτερα απ’τα δύο και αποφασίζω λοιπόν να πάω για το τρίτο το μακρύτερο εις την αλλοδαπήν και να αναγκαστώ να μάθω να ξεπετάω ένα-δυό φαγητάκια ώστε μη φτάσω 30 κιλά όταν ξαναγυρίσω στην Αθήνα και είμαι εγώ και η σκιά μου παραλαβή απ’το αεροδρόμιο μόνο.

Η δόλια μάνα που προανέφερα είχε πάρει ένα τετραδιάκι με κάτι γουρουνοαρκουδάκια απέξω, για να κάνει το περιέχομενο πιο εύκολο στην ανάγνωση, και μέσα είχε αραδιάσει συνταγές μαγειρικής αλά Βέφα με λεπτομερέστατες περιγραφές, όπως «παίρνουμε το τηγάνι στα χέρια μας, το κρατάμε απ’τη λαβή, χύνουμε εντός του μισή κουταλιά λάδι, αφού πρώτα έχουμε πάρει ένα κουταλάκι και χύνουμε πρώτα στο κουταλάκι το λάδι και μετά το βάζουμε στο τηγάνι. Εν συνεχεία ακουμπάμε το τηγάνι πάνω στο μάτι της κουζίνας και είμεθα προσεκτικοί στο να ανοίξουμε το σωστό μάτι της κουζίνας γιατί αλλιώς θα λαμπαδιαστούμε ολόκληροι στο 2 και ύστερα αφού πρώτα έχουμε ξεπλύνει καλά την μπριζόλα με κρύο νερό και την έχουμε στραγγίξει και καλά στο νεροχύτη και όχι στο πάτωμα και τρέχουν τα νερά και φάμε καμιά γλίστρα ξεγυρισμένη, τοποθετούμε την μπριζόλα εντός του τηγανιού» κτλ κτλ. Η δόλια μάνα όταν ήρθε μαζί μου στην εστία του αγγλικού πανεπιστημίου για να με εγκαταστήσει, όχι απλώς άφησε το τετραδιάκι με τις συνταγές μαγειρικής φάτσα φόρα σε περίοπτη θέση, γνωρίζουσα σαφέστατα ότι απ’τη στιγμή που θα επέστρεφε στην Ελλάδα και θα έμενα μόνη μου στο διαμερισματάκι σε λιγότερο από 2 ώρες θα είχε μετατραπεί σε ένα μπουρδελάκι ακαταστασίας που όχι το τετραδιάκι δε θα έβρισκες, ούτε βρακί να βάλεις, άρχισε λοιπόν να μου αραδιάζει και προφορικά τις συνταγές, διότι η επανάληψη είναι η μήτηρ της μαθήσεως. Με τα πολλά και αφού στη θεωρία είχα μάθει να μαγειρεύω μέχρι και μουσακά, ήρθε και εκείνη η μέρα που η δόλια μάνα γύρισε στην Αθήνα και έμεινε η Κίρχοβα μόνη της σε μια ξένη γη, χωρίς να γνωρίζει κανέναν, με θηρία έτοιμα να την κατασπαράξουν όπως «πλύσιμο, στέγνωμα, σφουγγάρισμα, σκούπισμα, άλλαγμα, μαγείρεμα, ψώνια» και άλλα αιμοδιψή τέρατα.

Η πρώτη αναμέτρηση ήρθε λίγες ώρες αφότου είχα απομείνει μόνο στο νησί της Αγγλίας και η λόρδα άρχισε να βαράει τούμπανα και αφού είχα περιοδρομιάσει κάτι κουλουράκια, μπισκοτάκια, κρουασανάκια, σκατουλάκια που μου είχε ψωνίσει η μαμά, έπρεπε να περάσουμε και στην κυρίως μαγειρική. Δε θα κουράσω φίλους και αναγνώστες με περιγραφές πολέμου Βιετνάμ και συναγερμούς φωτιάς που βάραγαν λες και είχε τυλιχτεί στις φλόγες ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο απ’τη ρουφιάνα την μπριζόλα που προσπαθούσα να ψήσω και ντουμάνιασε όλο το τέσσερα επί τέσσερα διαμερισματάκι μου και βάραγαν τα κλαπατσίμπανα σε όλη την πολυκατοικία με αποτέλεσμα να μας πετάξουν όλους έξω για να κάνουν έλεγχο ποιανού το σπίτι καίγεται πήρε η ζωή του φωτιά και να ανακαλύψουν ότι μπαρουτιάζεται το 106 του πρώτου ορόφου από μια βλαχάρα Ελληνίδα η οποία τυλιγμένη στην τσίκνα και προσπαθούσα να μετριάσει τα πυροτεχνήματα ώστε να μη γίνει η μπριζόλα κόκκαλο και μείνει νηστικιά, συνέχιζε να μαγειρεύει απτόητη. Θα πω απλώς ότι παρόλο που μου πήρε 3-4 απόπειρες καμμένων φαγητών και μια κατσαρόλα που πήγε από κει που ‘ρθε καθότι κόλλησε το ρύζι στον πάτο της και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα το αναθεματισμένο, κατάφερα εν τέλει όχι απλώς να μαγειρεύω, αλλά να μαγειρεύω και καλά και όχι απλώς ένα φαγητό, αλλά καμιά 15αρια στην καθισιά μου. Θα πω επίσης και το άλλο ότι ενώ έφυγα απ’την Αθήνα 43 κιλά σκιάχτρο όταν γύρισα ξανά στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα μετά από 3 δηλαδή μήνες μαγειρέματος αλά Κίρχοφ ήμουν 48 κιλά περήφανο γομαράκι.

Κι αν και ακόμα δεν ξέρω να φτιάχνω τα φαγιά τα καλά, ξέρεις απ’αυτά των γιαγιάδων, μουσακάδες, παστίτσια, γεμιστά και τα ρέστα, ωστόσο παίρνω θεωρητικά μαθήματα εντός θαλάσσης κάθε καλοκαίρι, όπου λουόμενη μετά των γιαγιάδων τις πρωινές ώρες, γιατί αυτός ο γεροντισμός δε μου φύγει ποτέ μάλλον, να ξυπνάω στα 24 και 5 μηνών μου από τις 7,30 το πρωί χειμώνα-καλοκαίρι, μαθαίνω για όλα τα ωραία φαγιά, ξέρεις απ’τις καλές συνταγές απ’αυτές που ένας τρώει δέκα χορταίνουν, και τις τιμές όλων των οπωροκηπευτικών στην μπουτίκ λάικα για να μην πάω σαν το μαλάκα και με πιάσουν κότσο, ούτε σαν την ασχέτου και γελάνε οι λαϊκατζήδες, όπως ο πατατολαϊκατζής μου στην Αγγλαιτέρα που πήγα μια μέρα να αγοράσω 10 πατάτες και μου είπε ότι κάνουν 90 λεπτά και εγώ νόμιζα 90 λίρες και είχα γίνει κάτασπρη σαν το πανί και προσπαθούσε ο κακόμοιρος να μου εξηγήσει do you know 1 pound? E, less than that και εγώ να ακούω αγγλικά και να σκέφτομαι ρώσικα και να μην καταλαβαίνω Χριστό, όπου απήυδυσε ο άνθρωπος και με ρώτησε αν είμαι ανιψιά της βασίλισσας και πού ζω που νομίζω ότι οι 10 πατάτες κάνουν 90 λίρες!

Ηθικό δίδαγμα: τις συμβουλές της μανούλας και τις συνταγές των γιαγιάδων τις ακούμε πάντα και με τα δύο αυτιά μας ανοιχτά. Είναι πάντα χρήσιμες!

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 1η ιστορία


Μακροβούτια  για  μπανιστιρτζήδες
Είναι αυτό που λες «ούτε στον εχθρό σου παιδί μου τέτοια ξεφτίλα». Γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός «όλα έχουν ένα όριο». Έλα μου όμως που κάποια πράγματα, όπως και να το κάνεις ρε παιδάκι μου, θες δεν είναι στο χέρι σου, θες είναι υπεράνω των δυνάμεών σου (όπως έλεγε και ο Βαλμόντ στις Επικίνδυνες σχέσεις, επικίνδυνη ώρα το θυμήθηκα αυτό), θες γιατί ο ύψιστος για όσους πιστεύετε Ύψιστος σε κάνει να φαίνεσαι μια μικρή τρίχα απ’το δασύτριχο στέρνο κάποιου ξεχασμένου νεάτερνταλ αρσενικού, πάντως κάποια πράγματα όπως και να το κάνεις, απλώς δεν ελέγχονται.

Θα πάρω τα πράγματα απ’την αρχή, όχι πολύ αρχή, γιατί η περιγραφή με καύσωνα είναι χειρότερη και από ζαμπόν χωρίς λιπαρά και καλοκαίρι δίχως θάλασσα. Η γράφουσα, γνωστή φαρδόκωλη με εξοχικό εις τας παραλίας, στο οποίο και ξεκαλοκαιριάζει κάθε χρόνο, προς τέρψην των απανταχού τσιμπουριών που την καλοπιάνουν και της κολλάνε για μια θέση στον ήλιο και στη μαγευτική βεράντα με θέα το πέλαγο και των απανταχού κολλητών που ικετεύει να την επισκεφθούν έστω και για δύο μέρες μόνο, για τόσο μόνο, όσο ένα μπάνιο διαρκεί για λίγο μόνο, γιατί τι να σου κάνει αγάπη μου και η θάλασσα και το καλοκαίρι και ο ήλιος και τα δειλινά τα πορτοκαλί και τα μενεξεδιά που για χάρη τους τραγούδησε μέχρι και η Βικάρα (η Μοσχολιού) αν είσαι μόνος σου ολημερίς και ολοβραδύς…μόνος ούτε στον Παράδεισο που λένε. Ένα τέτοιο πράγμα. Την αποφράδα ημέρα λοιπόν, αρχές του καλοκαιριού για τον περισσότερο κόσμο που σαν νορμάλ άνθρωποι μετράνε το καλοκαίρι απ’τον Ιούνιο και όχι απ’τον Απρίλη όπως εγώ που μόλις δω να ζεσταίνει λίγο ο καιρός έχω ήδη βουτήξει στη θάλασσα ιδρωμένη, ξυπνάω το πρωί εις το μαγευτικό εξοχικό και αποφασίζω αφού τουμπανιάσω με πρωινό εφάμιλλου των body-builderάδων που φιλοδοξούν να γίνουν Σουγκλάκοι, και αφού χωνέψω κανά 2ώρο για να μη βρεθώ εκατέρωθεν κανενός μπαρμπουνιού, αποφασίζω να βάλω το μαγιώ μου και να κάνω τα 5 βήματα που μου αναλογούν και με χωρίζουν απ’την πολυπόθητη θάλασσα.

Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι όταν σε τρώει η αφραγκία, όπως και του λόγου μου, ασχέτως αν ο υπόλοιπος κόσμος σε θεωρεί τουλάχιστον απόγονο του Λάτση επειδή έτυχε πριν από 60 τόσα χρόνια ο παππούς σου να κάνει μια επένδυση και να έχεις αυτή τη στιγμή αυτό το εξοχικό εις τας θάλασσας, αγοράζεις λοιπόν μαγιώ απ’την μπουτίκ λάικα. Χωρίς ντροπή, αλλά με απόλυτη περηφάνεια και τιμή πας στη γιούφτισσα την ξεδοντιάρα τη βρωμιάρα της σκας το 10ευρω και παίρνεις 3 νέα συνολάκια. Έτσι στο πιτς φιτίλι. Τώρα σου κάνουν δε σου κάνουν, πρέπει αγάπη μου να έχει εξασκηθεί και ο μάτης σου γιατί αλλιώς παίρνεις τέντα για βυζί κοριτσιού 2 μηνών ή όπως λέει και ο σοφός λαός μας «γουρούνι στο σακί». Η αφεντιά μου λοιπόν κλασική τεμπελχανού και βδελυρό παράδειγμα προς αποφυγή των απανταχού υπερκαταναλωτικών γυναικών, ομοιομάτων της Κάρυ Μπράτσω, δεν αντέχει να περάσει πάνω από 5’ στο οποιοδήποτε κατάστημα ή λαϊκή για να ψωνίσει το οτιδήποτε. Ρίχνω που λες εκεί μια ματιά στο συνολάκι, τσακ μπαμ, το ψωνίζω. Το φέρνω στο σπίτι, το πλένω ίσα με 30 φορές γιατί η υποχονδρίαση μου δεν έχει όρια και σύνορα και ποιος ξέρει οι γιούφτοι με τι βρωμόχερα το έπιασαν το ύφασμα που θα κοσμίσει σε λίγο τας ευαίσθητας περιοχάς μου, εν τέλει το φορώ και με χάρη και έπαρση πάω εκείνη την αποφράδα μέρα του Ιούνη να κολυμβήσω.

Ξεχασμένη δε ότι η ημέρα ήταν Κυριακή, και οι Κυριακές είναι πάντα δύσκολες πάντα, η πλαζζζζ ήταν γεμάτη με παιδάκια, μπρατσάκια, παιγνιδάκια, σωσιβιάκια, σκατουλάκια, γονείς που τσιρίζουν «Κωστάκη όχι τόσο βαθιά παιδί μου», κεφτεδάκια στο τάπερ και λοιπές σκηνές ελληνικής Κυριακής στις παραλίες. Απτόητη εγώ. Δε με πτοούν αγάπη μου τα παιδάκια, που παρόλο που όταν τα βλέπω βγάζω φλύκταινες, ούτε η αγριογκαρίδα τους μέσα στο τύμπανό μου, κάνω πως δεν τα ακούω, τα σνομπάρω κανονικά, ούτε ο άυπνος και κουρασμένος πατήρ τους που τρέχει ωσάν το Βέγγο εντός θαλάσσης για να μαζέψει το μπαλάκι στο ένα, για να φουσκώσει το σωσιβιάκι στο άλλο και για να κάνει κωλοτούμπες το τρίτο. Εγώ, λέω, θα μπουκάρω μέσα (αλά Σαπφώ Νοταρά). Και επειδή το ‘χω δει και χειμερινή κολυμβήτρια τον Ιούνιο είμαι στο 250ο μπάνιο μου οπότε και η θάλασσα μου φαίνεται πιο ζεστή και από το κέντρο της Αθήνας ντάλα Ιουλίου με καυσώνι 50αρι υπό σκιάν. Και ναι φίλε αναγνώστη, εκεί που λούομαι με μακροβούτι αλά Φελπς ο μαγιώς αποφασίζει να κάνει μια πασαρέλα μόνος του και να ακολουθήσει τη δική του τροχιά, ήτοι σε απλά ελληνικά «ξεβρακώνομαι».

Και πετάγομαι κακήν κακώς, άφησα το μακροβούτι στη μέση και αρχίζω έντρομη και πανικόβλητη να ψάχνω το βρακί, το οποίο και βρισκόταν εις τον πάτο της θάλασσας. Ευτυχώς και προς καλή μου τύχη βρισκόμουν στα ρηχά οπότε και το ανασηκώνω ευκόλως, όμως ο εν λόγω μαγιώς δεν ήταν βρακί βρακί ρε παιδί μου, τύπου βάζεις τα δύο σου πόδια στις δύο τρύπες και το ανεβάζεις προς τα πάνω, αλλά δενόταν με σχοινάκια δεξιόθεν και αριστερόθεν. Τα κορδονάκια αυτά είχαν λυθεί αμφότερα και πιστέψτε με αγαπητοί μου φίλοι είναι πιο εύκολο να ξεφύγεις από καρχαρία στον Ειρηνικό, παρά να καταφέρεις να δέσεις αυτά τα διαβολόσχοινα εντός νερού. Γιατί θα μου πεις εσύ τώρα, και γιατί εντός νερού; Ότι τι δηλαδή ρε φιλενάδα; Θα έπαιρνα εγώ σου λέω το βρακί ανά χείρας και υπερήφανα εκτός νερού θα το έσερνα σα λάφυρο, ώστε να μη δώσω ούτε μια ευκαιρία στους παρευρισκομένους εντός και εκτός θαλάσσης να καταλάβουν το ρεζιλίκι μου; Πρέπει να πέρασαν 10 βασανιστικότατα λεπτά όπου το αίμα μου είχε παγώσει, ασχέτως αν ο ήλιος κόρωνε και που μόνο και μια μοναδική σκέψη περνούσε απ’το μυαλό μου «ευτυχώς που δεν είμαι άντρας,  γιατί με όλα αυτά τα μωρά δίπλα μου να πλατσουρίζουν αμέριμνα κι εγώ με τον κώλο έξω, ο πατέρας τους θα με πέρναγε τουλάχιστον για ανωμαλάρα του κερατά».

Ηθικό δίδαγμα: συμβουλή της μανούλας: όταν πηγαίνουμε κάπου να ψωνίσουμε έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και παίρνουμε πράγματα στο νούμερό μας, τα οποία και προνοούμε να τα δοκιμάσουμε προτού επιδωθούμε σε μακροβούτια με άγριες διαθέσεις ενώπιων μωρών (εκτός κι αν πρόκειται για μωρά ηλικίας 18 και άνω)…

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 1 ιστορία


Μακροβούτια  για  μπανιστιρτζήδες

Είναι αυτό που λες «ούτε στον εχθρό σου παιδί μου τέτοια ξεφτίλα». Γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός «όλα έχουν ένα όριο». Έλα μου όμως που κάποια πράγματα, όπως και να το κάνεις ρε παιδάκι μου, θες δεν είναι στο χέρι σου, θες είναι υπεράνω των δυνάμεών σου (όπως έλεγε και ο Βαλμόντ στις Επικίνδυνες σχέσεις, επικίνδυνη ώρα το θυμήθηκα αυτό), θες γιατί ο ύψιστος για όσους πιστεύετε Ύψιστος σε κάνει να φαίνεσαι μια μικρή τρίχα απ’το δασύτριχο στέρνο κάποιου ξεχασμένου νεάτερνταλ αρσενικού, πάντως κάποια πράγματα όπως και να το κάνεις, απλώς δεν ελέγχονται.

Θα πάρω τα πράγματα απ’την αρχή, όχι πολύ αρχή, γιατί η περιγραφή με καύσωνα είναι χειρότερη και από ζαμπόν χωρίς λιπαρά και καλοκαίρι δίχως θάλασσα. Η γράφουσα, γνωστή φαρδόκωλη με εξοχικό εις τας παραλίας, στο οποίο και ξεκαλοκαιριάζει κάθε χρόνο, προς τέρψην των απανταχού τσιμπουριών που την καλοπιάνουν και της κολλάνε για μια θέση στον ήλιο και στη μαγευτική βεράντα με θέα το πέλαγο και των απανταχού κολλητών που ικετεύει να την επισκεφθούν έστω και για δύο μέρες μόνο, για τόσο μόνο, όσο ένα μπάνιο διαρκεί για λίγο μόνο, γιατί τι να σου κάνει αγάπη μου και η θάλασσα και το καλοκαίρι και ο ήλιος και τα δειλινά τα πορτοκαλί και τα μενεξεδιά που για χάρη τους τραγούδησε μέχρι και η Βικάρα (η Μοσχολιού) αν είσαι μόνος σου ολημερίς και ολοβραδύς…μόνος ούτε στον Παράδεισο που λένε. Ένα τέτοιο πράγμα. Την αποφράδα ημέρα λοιπόν, αρχές του καλοκαιριού για τον περισσότερο κόσμο που σαν νορμάλ άνθρωποι μετράνε το καλοκαίρι απ’τον Ιούνιο και όχι απ’τον Απρίλη όπως εγώ που μόλις δω να ζεσταίνει λίγο ο καιρός έχω ήδη βουτήξει στη θάλασσα ιδρωμένη, ξυπνάω το πρωί εις το μαγευτικό εξοχικό και αποφασίζω αφού τουμπανιάσω με πρωινό εφάμιλλου των body-builderάδων που φιλοδοξούν να γίνουν Σουγκλάκοι, και αφού χωνέψω κανά 2ώρο για να μη βρεθώ εκατέρωθεν κανενός μπαρμπουνιού, αποφασίζω να βάλω το μαγιώ μου και να κάνω τα 5 βήματα που μου αναλογούν και με χωρίζουν απ’την πολυπόθητη θάλασσα.

Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι όταν σε τρώει η αφραγκία, όπως και του λόγου μου, ασχέτως αν ο υπόλοιπος κόσμος σε θεωρεί τουλάχιστον απόγονο του Λάτση επειδή έτυχε πριν από 60 τόσα χρόνια ο παππούς σου να κάνει μια επένδυση και να έχεις αυτή τη στιγμή αυτό το εξοχικό εις τας θάλασσας, αγοράζεις λοιπόν μαγιώ απ’την μπουτίκ λάικα. Χωρίς ντροπή, αλλά με απόλυτη περηφάνεια και τιμή πας στη γιούφτισσα την ξεδοντιάρα τη βρωμιάρα της σκας το 10ευρω και παίρνεις 3 νέα συνολάκια. Έτσι στο πιτς φιτίλι. Τώρα σου κάνουν δε σου κάνουν, πρέπει αγάπη μου να έχει εξασκηθεί και ο μάτης σου γιατί αλλιώς παίρνεις τέντα για βυζί κοριτσιού 2 μηνών ή όπως λέει και ο σοφός λαός μας «γουρούνι στο σακί». Η αφεντιά μου λοιπόν κλασική τεμπελχανού και βδελυρό παράδειγμα προς αποφυγή των απανταχού υπερκαταναλωτικών γυναικών, ομοιομάτων της Κάρυ Μπράτσω, δεν αντέχει να περάσει πάνω από 5’ στο οποιοδήποτε κατάστημα ή λαϊκή για να ψωνίσει το οτιδήποτε. Ρίχνω που λες εκεί μια ματιά στο συνολάκι, τσακ μπαμ, το ψωνίζω. Το φέρνω στο σπίτι, το πλένω ίσα με 30 φορές γιατί η υποχονδρίαση μου δεν έχει όρια και σύνορα και ποιος ξέρει οι γιούφτοι με τι βρωμόχερα το έπιασαν το ύφασμα που θα κοσμίσει σε λίγο τας ευαίσθητας περιοχάς μου, εν τέλει το φορώ και με χάρη και έπαρση πάω εκείνη την αποφράδα μέρα του Ιούνη να κολυμβήσω.

Ξεχασμένη δε ότι η ημέρα ήταν Κυριακή, και οι Κυριακές είναι πάντα δύσκολες πάντα, η πλαζζζζ ήταν γεμάτη με παιδάκια, μπρατσάκια, παιγνιδάκια, σωσιβιάκια, σκατουλάκια, γονείς που τσιρίζουν «Κωστάκη όχι τόσο βαθιά παιδί μου», κεφτεδάκια στο τάπερ και λοιπές σκηνές ελληνικής Κυριακής στις παραλίες. Απτόητη εγώ. Δε με πτοούν αγάπη μου τα παιδάκια, που παρόλο που όταν τα βλέπω βγάζω φλύκταινες, ούτε η αγριογκαρίδα τους μέσα στο τύμπανό μου, κάνω πως δεν τα ακούω, τα σνομπάρω κανονικά, ούτε ο άυπνος και κουρασμένος πατήρ τους που τρέχει ωσάν το Βέγγο εντός θαλάσσης για να μαζέψει το μπαλάκι στο ένα, για να φουσκώσει το σωσιβιάκι στο άλλο και για να κάνει κωλοτούμπες το τρίτο. Εγώ, λέω, θα μπουκάρω μέσα (αλά Σαπφώ Νοταρά). Και επειδή το ‘χω δει και χειμερινή κολυμβήτρια τον Ιούνιο είμαι στο 250ο μπάνιο μου οπότε και η θάλασσα μου φαίνεται πιο ζεστή και από το κέντρο της Αθήνας ντάλα Ιουλίου με καυσώνι 50αρι υπό σκιάν. Και ναι φίλε αναγνώστη, εκεί που λούομαι με μακροβούτι αλά Φελπς ο μαγιώς αποφασίζει να κάνει μια πασαρέλα μόνος του και να ακολουθήσει τη δική του τροχιά, ήτοι σε απλά ελληνικά «ξεβρακώνομαι».

Και πετάγομαι κακήν κακώς, άφησα το μακροβούτι στη μέση και αρχίζω έντρομη και πανικόβλητη να ψάχνω το βρακί, το οποίο και βρισκόταν εις τον πάτο της θάλασσας. Ευτυχώς και προς καλή μου τύχη βρισκόμουν στα ρηχά οπότε και το ανασηκώνω ευκόλως, όμως ο εν λόγω μαγιώς δεν ήταν βρακί βρακί ρε παιδί μου, τύπου βάζεις τα δύο σου πόδια στις δύο τρύπες και το ανεβάζεις προς τα πάνω, αλλά δενόταν με σχοινάκια δεξιόθεν και αριστερόθεν. Τα κορδονάκια αυτά είχαν λυθεί αμφότερα και πιστέψτε με αγαπητοί μου φίλοι είναι πιο εύκολο να ξεφύγεις από καρχαρία στον Ειρηνικό, παρά να καταφέρεις να δέσεις αυτά τα διαβολόσχοινα εντός νερού. Γιατί θα μου πεις εσύ τώρα, και γιατί εντός νερού; Ότι τι δηλαδή ρε φιλενάδα; Θα έπαιρνα εγώ σου λέω το βρακί ανά χείρας και υπερήφανα εκτός νερού θα το έσερνα σα λάφυρο, ώστε να μη δώσω ούτε μια ευκαιρία στους παρευρισκομένους εντός και εκτός θαλάσσης να καταλάβουν το ρεζιλίκι μου; Πρέπει να πέρασαν 10 βασανιστικότατα λεπτά όπου το αίμα μου είχε παγώσει, ασχέτως αν ο ήλιος κόρωνε και που μόνο και μια μοναδική σκέψη περνούσε απ’το μυαλό μου «ευτυχώς που δεν είμαι άντρας,  γιατί με όλα αυτά τα μωρά δίπλα μου να πλατσουρίζουν αμέριμνα κι εγώ με τον κώλο έξω, ο πατέρας τους θα με πέρναγε τουλάχιστον για ανωμαλάρα του κερατά».

Ηθικό δίδαγμα: συμβουλή της μανούλας: όταν πηγαίνουμε κάπου να ψωνίσουμε έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και παίρνουμε πράγματα στο νούμερό μας, τα οποία και προνοούμε να τα δοκιμάσουμε προτού επιδωθούμε σε μακροβούτια με άγριες διαθέσεις ενώπιων μωρών (εκτός κι αν πρόκειται για μωρά ηλικίας 18 και άνω)…

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

Διάτρητη


Ζω στον αέρα και στη σιωπή. Και κρατιέμαι απ’τις φράσεις που ψιθύρισες μια νύχτα, είχε κόκκινο φεγγάρι θυμάμαι, ποτέ – μου είχαν πει- μην πιστέψεις τα λόγια της νύχτας που ντύθηκαν στο αίμα. Ας είναι. Δε χάθηκε και ο κόσμος, σκέφτηκα, τι κι αν πιστέψω τι κι αν όχι, μήπως θα άλλαζε ποτέ το χαρμόσυνο δρόμο για να με ακολουθήσει;


Ζω στο προχθές και στο μεθαύριο. Γιατί έτσι είναι. Το πριν και το μετά το χωρίζει πάντα αιώνας. Και συνήθισα σ’ αυτήν την ανάπαυλα μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, γιατί για τα δύσκολα χρειάζεται πάντα μια απόσταση, ένας χωρισμός. Μην αφήνεσαι- μου είχαν πει- ό,τι δεν κινείται βυθίζεται. Ας είναι, σκέφτηκα. Έχω βυθίσει το αίμα μου στην άμμο της θάλασσας και με χωρίς ανάσα θα μπορούσα να προχωρώ, ίσα για να φαίνομαι μαριονέτα στα μάτια σας να χαίρεστε κι ας περπατάω ξέπνοη.

Ζω στα αντίστροφα και στα αυθόρμητα. Και αφήνω το νήμα σε σένα, να σε περάσει μέσα απ’όλα όσα θα ‘θελες να ζήσεις μακριά μου και χορτασμένος πια απ’τα εφήμερα να τελειώσει ο σπάγγος σου έξω απ’την πόρτα μου. Να αφήσεις το νήμα να κατευθυνθεί όπου εκείνο ξέρει- μου είχαν πει. Ας είναι, σκέφτηκα. Συνήθισα να απλώνεις το νήμα μου διάχυτο και απροστάτευτο απ’τους καιρούς και να στέκεσαι στην άκρη της γραμμής του λυγίζοντας τα πόδια σου για να εκτοξευτείς πιο μακριά μου και πέφτοντας με δύναμη στο χείλος να μού ανατρέπεις τον κόσμο. Ελεύθερα. 
Για μένα ο κόσμος άρχιζει και τελειώνει όσο εσύ ακόμα, έστω και με το δάχτυλο, εφάπτεσαι στο νήμα μου.

Ζω στο σκοτάδι και στο ξημέρωμα. Κι όλα τα άλλα τ’αφήνω, για να τα γράψεις εσύ.