Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Η λέξη

Ποιες λέξεις μπορούν τώρα να σε περιγράψουν; Ποιες σύντομες λέξεις; Ποια ζωή; Από ποια ταχεία περιγραφή να περάσω τη ζωή σου που έδωσε το αίμα της για να μεγαλώσω και να σου κρατάω σφιχτά το χέρι; Ποια λέξη μπορεί να σημαίνει όλα αυτά που περάσαμε μαζί; Ποια λέξη να πω τώρα, που απ’τα χείλη μου έσβησε μια για πάντα τη λέξη που σε προσφωνούσα πάντα, λέξη που έκλεινε μέσα της όση αγάπη μου πρόσφερες απλόχερα όταν με πήρες απ’το χέρι μικρό παιδί για να με πας στο σχολείο και με συμβούλευες να μη μιλάω σε αγνώστους και δε με άφηνες ποτέ μόνη στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, ακόμα και τα 2 στενά που μας χώριζαν ήθελες να τα περπατήσουμε μαζί, φοβόσουν μήπως το μόνο σου εγγόνι πάθει κάτι στο δρόμο, μήπως και οι φόβοι σου επαληθευτούν, φόβοι υψωμένοι εις το διπλάσσιο, επιβεβαιώνοντας την παροιμία «του παιδιού μου, το παιδί...».

Κι ύστερα είναι και οι περιπέτειες του φαγητού. Σαν μου έφτιαχνες 10 φαγητά τη μέρα, μήπως και δε μ’άρεσε κάποιο και με κυνήγαγες με το πιρούνι να φάω, μια μπουκιά για τη μαμά έλεγες, μια για τον παππού, μια και για σένα που μ’αγαπάς. Και τα Χριστούγεννα; Και οι Πρωτοχρονιές; Όλες στολισμένες απ’τα γεύματα που πρόσφερες απλόχερα στον κάθε ένα, το βασίλειό σου το νοικοκυριό και η περιποίηση των άλλων, πάντα οι άλλοι πρώτα, πάνω απ’όλα, κάθε τι παραπάνω να εξυπηρετηθεί, να περιποιηθεί όπως του αξίζει, να ξεκουραστεί κι ας κουραζόσουν τόσο εσύ. Κάθε 1η του χρόνου που κόβαμε τη βασιλόπιτα, κάθε χαρά μου που το φλουρί τύχαινε πάντα σε μένα, θες 5, θες 10, θες 15 χρόνια τέτοια τύχη να έρχεται σε μένα το φλουρί, μόνο εσύ θα μπορούσες να το κάνεις!

Και έπειτα τα χρόνια περνούσαν ώσπου συναντήσαμε πρώτη φορά το θάνατο, το θάνατο εκείνο που σε βύθισε,που σε κράτησε μακριά απ’τον κόσμο, απ’τον εαυτό σου. Τα χρόνια που πέρασαν και μας έδεσαν κι άλλο μαζί, εγώ να κοιμάμαι στο διπλανό σου δωμάτιο, να σου κρατάω παρέα, να ξυπνάμε μαζί και να κοιμόμαστε μαζί, να σου λέω να μου χαμηλώσεις λίγο την τηλεόραση για να μπορώ να κοιμηθώ κι εσύ να την σιωπάς για χάρη μου και να την παρακολουθείς στο αθόρυβο, στο αμίλητο, ίσα ίσα να βλέπεις τις εικόνες να αλλάζουν όσο σιδέρωνες τα ρούχα μου μπροστά της.

Θα ήταν τότε που τέλειωσα το πανεπιστήμιο και σου αφιέρωσα το πτυχίο μου με δάκρυα στα μάτια και εσύ χαμογέλασες και ύψωσες το ποτήρι σου με το κρασί και με φίλησες γεμάτη από χαρά. Κι αν δε σου άξιζε εσένα αυτό το πτυχίο; Εσένα που κάθε φορά που ερχόμουν να δώσω μάθημα μου ευχόσουν να τα γράψω όλα τέλεια «να τα βλέπεις σαν να έχεις μπροστά σου το βιβλίο» μου έλεγες, κι εγώ κάθε φορά που αρίστευα για να σε ευχαριστήσω, να με αγκαλιάζεις, να με φιλάς και να μου δωρίζεις τον κόσμο. Σε κάθε επιτυχία μου έσπευα να στην ανακοινώσω πρώτη, άλλωστε απ’ του παιδιού σου το παιδί οι επιτυχίες μετριούνται πάντα διπλές και η χαρά είναι πάντοτε διπλή.

Και τα χρόνια πέρασαν κι εσύ βυθιζόσουν κι άλλο στον κόσμο, στον κόσμο που δεν κατάφερα εξαρχής να καταλάβω, να προλάβω, να σώσω, να περισώσω έστω ό,τι μπορούσα. Και η μοίρα με έστειλε στην Αγγλία και εσένα στους έμμονους φόβους σου ότι το παιδί κάτι έπαθε, κάτι του συμβαίνει, λες και το σύμπαν σου ολόκληρο τριγύριζε μόνο γύρω απ’τη δική μου έννοια. Και ο χρόνος πέρασε και όταν γύρισα να σε αντικρίσω, κατάλαβα. Κατάλαβα πως έπρεπε να τρέξω, να προλάβω, να σώσω, να περισώσω έστω ό,τι μπορούσα. Άρχισα να διαβάζω μανιωδώς, να ψάχνω, να βρίσκω λύσεις, να έρχομαι σε επαφές. Σου ανακοίνωσα πως για σένα θα ξεκινήσω καινούργιες σπουδές, θα τις αφιερώσω όλες σε σένα και το έκανα. Ερχόμουν κάθε φορά να σου πω τα νέα μου και κάθε φορά τα άκουγες σαν να ήταν η 1η φορά και κάθε φορά χαιρόσουν σαν να ήταν η 1η φορά. Και τα χρόνια πέρασαν κι εγώ τελικά κατάλαβα, βρήκα τον τρόπο, βρήκα τη λύση, όχι να σε σώσω, αλλά να περισώσω έστω ό,τι μπορούσα, μα δεν πρόλαβα. Ό,τι ήταν να γίνει έγινε πριν προλάβω. Είδα. Κατάλαβα. Μα δεν πρόλαβα. Κι εσύ βυθισμένη στον εαυτό σου, κάθε φορά που σε ρωτούσα να μου πεις για τα παιδιά σου, έλεγες το δικό μου όνομα, το δικό μου όνομα για παιδί σου, γιατί του παιδιού σου το παιδί...

Και τα μάτια έκλεισαν. Ταξίδεψε η ψυχή σου. Ηρέμησε. Γαλήνεψε, ένα όμορφο ηλιόλουστο απόγευμα του Σεπτέμβρη, την ώρα που εγώ και το παιδί σου γαληνεύαμε μαζί, ήρθες κι εσύ, να ξεκουραστείς μαζί μας. Ήρθες να μας βρεις την ώρα που ηρεμούσαμε κι εμείς, να ηρεμήσεις την ψυχή σου δίπλα μας και δίπλα στη θάλασσα, που σε πήρε, που μας παίρνει όλους,που θα μας ταξίδεψει μια μέρα και θα βρεθούμε και θα ‘ναι όλα όπως όταν ήμουν μικρό παιδί,που απ’το χέρι με κράταγες για να με πας στο σχολείο, που μου μαγείρευες του κόσμου τα φαγητά και που κάθε χρόνο τύχαινες σε εμένα το φλουρί για να χαρώ. Ποια λέξη να σε περιγράψει όταν έσβησε απ’τα χείλη μου το όνομα σου, γιαγιά;


24-09-2013

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Άνθρωποι

Με ρωτάς γιατί. Γιατί απλώνω το χέρι στο χώμα. Γιατί το αφήνω να περάσει μέσα απ’τις παλάμες μου, τα ακροδάχτυλά μου, το νερό. Γιατί τον κρατάω τον αέρα στη χούφτα μου και τον ανασαίνω τα βράδια με λυγμούς και με ζεστές αγκαλιές παρηγοριάς- λόγια ανέφικτα μπορεί, μα που θα φέρουν ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη. 

Με ρωτάς γιατί. Γιατί προσφέρω γιασεμιά σε κήπους που μαράθηκαν, γιατί δε στρέφω το βλέμμα μου αλλού, στους καθρέφτες του κόσμου που έχτισαν για να αυτοθαυμάζονται οι εγωισμοί και να ξεχνιούνται οι προθέσεις. 

Με ρωτάς γιατί. Γιατί θα περάσει έστω και σε λεπτά λιγοστά η σκέψη του χαμένου παραδείσου, η αγωνία της επανάκτησής του, η λαχτάρα για να συμβάλλει η ύπαρξή μου σα στυλοβάτης στα όνειρα που μισογκρεμίστηκαν και χάλασαν. 

Με ρωτάς γιατί. Γιατί ενώ πέρασα απ’τον ωκεανό ξαναγυρίζω. Γιατί ενώ με ξέβρασε η θάλασσα, θέλω να επιστρέψω μες τη φουρτούνα της. Γιατί ενώ σώθηκα απ’του ήλιου το κάψιμο δε βυθίζω το κεφάλι μου στο βυθό της μοναξιάς μου. Γιατί όσο και αν φουντώνει ο αέρας της απάθειας, τα μαλλιά μου δεν κουνιούνται στους ρυθμούς του. Γιατί δεν αγνοώ, δεν περιφρονώ, δεν καταδικάζω στη μοίρα τα χέρια που μου απλώνονται για να σωθούν απ’τις αντάρες. Ίσως γιατί ξέρω ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ένα ζώο. Ένα ζώο που μπορεί να κοιτάζει ουρανό, αλλά πατάει στις λάσπες. Κι αυτές τις λάσπες χρειάζεται πολύ νερό για να ξεπλυθούν.




14/09/2013