Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Η τελευταία μέρα του κόσμου

Τις μέρες και τις νύχτες κράτησέ τες εσύ. Μόνο δώσε σε μένα την τελευταία νύχτα του κόσμου, το τελευταίο φως, το τελευταίο ηλιοβασίλεμα για να το ζήσουμε μαζί. Θα σε πάω σε κατάλευκο νησί με εκκλησιές σε κάθε γωνιά του, να το σεργανίσουμε όλο, σε κάθε εκκλησιά να μπαίνουμε και να ανάβουμε ένα κερί- κι ας μην πιστεύουμε- έτσι, γιατί ο θεός μας γνώρισε σ'αυτή τη ζωή, δεν αξίζει κι αυτός το δώρο του; Κι ύστερα να κολυμπήσουμε στα ζεστά νερά του ωεκανού- το Ιόνιο με τις πρασινάδες το αγαπημένο σου- εξωτική ομορφιά έλεγες πάντα, σε ταξιδεύει αλλού- κι ας αγαπούσα πάντα την ξέρα του Αιγαίου περισσότερο-ερημικός άνθρωπος εγώ, την ερημιά θα αγαπούσα, την πέτρα, το θυμάρι, τον ήλιο που καίει το απομεσήμερο, εκείνα τα ξερόχορτα που μάταια υψώνονται δε θα πιάσουν ποτέ ουρανό. Τι έλεγα; Α ναι. Για το σεργιάνι μας. Θα περπατάμε σε όλα τα δρομάκια, τα στενά, σε κάθε γωνιά θα σταματάμε για φωτογραφίες, σε 1-2 βρισκόμαστε μαζί, καιρός να βγούμε κι άλλες, μην πάει το ταξίδι χαμένο, να το τάξουμε τάχα στην αιωνιότητα, να μας θυμούνται και μετά το θάνατό μας να λένε "να είδες; Αυτοί αγαπήθηκαν κάποτε τόσο που πέθαναν μαζί" κι έτσι θα το πιστέψουμε κι εμείς το ψέμα μας- θα πιστέψω κι εγώ πως μ'αγάπησες κι ας ξέρω...
Τις θάλασσες του κόσμου κράτησέ τες εσύ. Μόνο δώσε σε μένα την πιο γαλάζια και ζεστή θάλασσα να την κολυμπήσουμε μαζί. Σε πόσες και πόσες θάλασσες δεν κολυμπήσαμε εξάλλου; Παίζοντας πρώτα στις αμμουδιές λίγες ρακέτες, δεν ήξερες όταν σε πρωτοσυνάντησα, έμαθες μετά για να με εκπλήξεις, για να έχουμε πράγματα να κάνουμε οι δυό μας, να παθιαζόμαστε για τα πάντα, μέχρι και γι αυτό το αεικίνητο μπαλάκι που δε μας έπεφτε κάτω ποτέ, σου πέταγα εγώ την αγάπη μου κι εσύ μου την γυρνούσες πίσω δυνατά, έτρεχα εγώ μέσα στις θάλασσες, στα βότσαλα, υψωνόμουν και προσκύναγα για να την πιάσω ξανά και να στην ξαναπετάξω πίσω, κι όσο κι αν έλεγες εσύ πως δεν την ήθελες, σε έβλεπα- τι δε σε έβλεπα νομίζεις;- με τι κόπο πολέμαγες να μην την χάσεις; Και αυτές οι θάλασσες με σώματα γυμνά γιατί μας άρεσε πάντα να νιώθουμε το νερό λυτρωτή στα σωθικά μας, να μας εξαγνύζει αυτός ο δαίμων του νερού, να μη μένουνε οι αμαρτίες μου- που σ'αγάπησα τόσο και οι δικές σου αμαρτίες- που μ'απαρνήθηκες, ασυγχώρετες. Και να βουτάμε στα γαλανά νερά και να γελάμε σαν παδιά που για πρώτη φορά κατάλαβαν τον έρωτα. Να μη θέλουμε να βγούμε, γιατί ο χορός της θάλασσας είναι πάντα ενωτικός, στο νερό ξέρω πως δε θα σε χάσω ποτέ, δεν μπορείς να μου γλιστρήσεις, μόνο να εφάπτονται τα σώματά μας δέρμα με δέρμα, νερό με νερό, σταγόνα με σταγόνα, αλάτι με αλάτι, τα μάτια σου μπλε με το αιώνιο.
Τα δίκαια όλα κράτησέ τα εσύ. Μόνο δώσε σε μένα το δικαίωμα να σ'αγαπάω κι ας με διώχνεις κι ας με απορρίπτεις κι ας με παίζεις κι ας μη με εμπιστεύεσαι κι ας με αγνοείς. Το δικο μου δίκαιο ότι σ'αγάπησα χωρίς αύριο, χωρίς χθες, χωρίς καν σήμερα δε θα μου το πάρεις. Ούτε εσύ, ούτε κανένας. Γιατί τα βράδια που έλεγες όχι, τα πρωινά που με απέφευγες, τα λόγια σου τα ορισιτικά τελειωτικά (τάχα) εγώ έκανα πως δεν τα άκουσα κι ας με πονούσαν. Κι ας με τρυπούσαν στις φλέβες για να παγώσουν το αίμα μου, εγώ έμεινα εκεί. Πηνελόπη στους αιώνες- όχι για σένα Οδυσσέα μου- ποτέ για σένα- για μένα το έκανα. Για να δεθώ με το συναίσθημά μου, για να νιώθω ζωντανή, για να ευχαριστιέμαι το δικαίωμα του να προσφέρω χωρίς ανταλλάγματα, για να γίνοναι εγώ καλύτερη.
Τους έρωτες όλους κράτησέ τους εσύ. Όσους έζησες πριν από μένα και μετά από μένα, με ανώφελους ανθρώπους που όλοι με ζήλευαν πάντα- έλεγες ποτέ δεν κατάλαβες το γιατί- εκείνοι όμως ήξεραν. Τον άνθρωπο που τον κλείνεις απέξω κι όμως εκείνος σε περιμένει στο κεφαλόσκαλο είναι εχθρός που δεν μπορείς να τον παλέψεις. Ζώνεται με εκρηκτικά και περιμένει να τινάξει τον έρωτά σου στον αέρα. Την ευκαιρία ψάχνει και η υπομονή του είναι ο μεγαλύτερος του σύμμαχος. Αυτό που ποτέ κανείς δε θα μπορέσει να πολεμήσει. Γιατί ξέρουν ότι κανείς δε σ'αγάπησε όσο εγώ, γιατί κανείς δεν υπέμεινε όσο εγώ, γιατί κανείς δε σε δικαιολόγησε όσο εγώ, γιατί κανείς δε σε άντεξε όσο εγώ. Μόνο τον τελευταίο έρωτα κράτησέ τον για μένα. Να σου δείξω επιτέλους τι σημαίνει να είσαι ερωτευμένος, πραγματικά ερωτευμένος με κάποιον. Στο σημείο που κανένας και τίποτα δε θα μπορέσει να σε κάνει λιγότερο ερωτευμένο. Στο σημείο που το μηδέν συναντάει το άπειρο και οι τροχιές μας τρέχουν σε ευθείες συνεχιζόμενες γραμμές καθώς τέμνονται στο απόλυτο. Στο σημείο που σε κοιτάω στα μάτια σα να μην υπάρχει άλλος κόσμος παρά μόνο εσύ, λες κι όλος ο κόσμος κλείστηκε στα γαλανά σου μάτια κι εγώ τρέφομαι μόνο απ'την παρουσία σου. Στο σημείο που η ελευθερία μου κι η ελευθερία σου αλληλοκαλύπονται απ'την ανάγκη του να ζούμε μαζί, να αναπνέουμε μαζί, να ταξιδεύουμε μαζί, να τρώμε μαζί, να γελάμε μαζί.

Κράτα εσύ τον κόσμο όλο. Μόνο δώσε σε μένα τον εαυτό σου.


30/12/2014

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Παιγνίδι μας

Υποκύπτεις και απέχεις. Απομακρύνεσαι και λυτρώνεσαι θαρρείς, κρατάς τις αποστάσεις σου, δένεσαι εκ του ασφαλούς, αλλά εξακολουθητικά, ελέγχεις νομίζεις και χαίρεσαι να νικάς παιγνίδια. Επιμένω και υπομένω. Περιμένω τη στιγμή, κατασκοπεύω και συγκρατούμαι, δεν αναλώνομαι, δε διαμοιράζομαι, δεν επικοινωνώ. Δε σε επικοινωνώ. Ό,τι δε συζητάς γι αυτό είναι σα να μην υπάρχει. Αγνοώ την αίσθηση που μου προκαλείς, παραμερίζω και εξακολουθώ, δεν αναμετριέμαι με το βάθος σου, δεν αναλύω τις προθέσεις σου, δεν ψυχογραφώ τις αντιδράσεις σου, δε σε καταλαβαίνω, μα σε αντέχω. Έρχεσαι, φεύγεις, με δοκιμάζεις και συνεχίζεις, με θες από μακριά, μου παραδίνεσαι, χωρίς να με εμπιστεύεσαι, σε βυθίζεις, σε χάνεις, με φοβάσαι, οχυρώνεσαι, διατηρείσαι, δεν εφάπτεσαι, αναγεννιέσαι. Και ανακυκλώνεις. Και ανακυκλώνεσαι. 

Έρχεσαι, φεύγεις, με δοκιμάζεις και συνεχίζεις, με θες από μακριά, με θες από κοντά, μου παραδίνεσαι, δεν αντιστέκεσαι κι ας αντιστέκεσαι, χωρίς να με εμπιστεύεσαι, εκμυστηρεύεσαι, ρωτάς, με αναλύεις, αδιαφορείς, σε βυθίζεις, σε χάνεις, με φοβάσαι, οχυρώνεσαι, διατηρείσαι, εφάπτεσαι όταν δεν εφάπτεσαι, συγκρατείσαι και υπερπαρέχεσαι, αναγεννιέσαι. Δεν αναλύω και με κατηγορείς, δεν επανέρχομαι και με καταδικάζεις, δεν αγωνιώ και θυμώνεις, δεν επιστρέφω στα λάθη μου και εντυπωσιάζεσαι, δεν αυτοαναιρούμαι και καραδοκείς, δε συγκρατούμαι και δε διαχειρίζεσαι, δεν υπερπαρέχομαι και αφουγκράζεσαι, δε διασπώμαι και εμπιστεύεσαι, δεν αλλάζω και με καταλαβαίνεις. Συζητάς και απομακρύνεσαι, σε καλύπτεις πίσω από λόγια και αποστάσεις, σε δημιουργείς εκ του μηδενός, σε αλλάζεις στα φαινόμενα, σε διατηρείς στην ουσία, σε αποσυνθέτεις και σε επανασυνθέτω με ακρίβεια, σε αυτοαναιρείς και σε επιβεβαιώνω σε κάθε λέξη, σε περιορίζεις και σε διακρίνω, σε απομακρύνεις και σε αναμένω, σε παρέχεις και σε χειρίζομαι, σε στροβιλίζεις και σε αντέχω. 

Συνεχίζουμε;




15/07/2014

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Εξομολογήσεις

Θαυμάζω σε σένα το θάρρος σου.
Να στέκεσαι ακίνητος και να κοιτάς πάντα ψηλά, σα να κέρδισες κάτι, σα να σου ανήκει το σύμπαν ολόκληρο, ο ουρανός απόκτημα δικό σου, σαν το αδιευκρίνιστο του ύψους να είναι γη σου και πατρίδα. Κι αυτός ο κομπασμός του λόγου σου- θεέ- με πόσο μίσος ποδοπατάς τις φράσεις, τις λέξεις, τις συλλαβές και τα φωνήεντα όταν παρεκκλίνουν από την επιθυμία της στιγμής σου, λες και ο κόσμος τάχθηκε όλος υπέρ της δικής σου ικανοποίησης.

Θαυμάζω σε σένα την απόστασή σου.
Την ανελέητη αυτή απόσταση που αφήνεις ανάμεσα μας να περνάει ο χρόνος, λες και θα πρέπει να υπάρχει κάτι ανάμεσα, λες και τα σώματα δεν εφάπτονται το ένα κολλητά με το άλλο, λες και θες να γεμίσεις το συμπαγές συναίσθημά μου με αεροδιάλυτους συναισθηματισμούς παρελθόντος, που ξενίζουν και απομακρύνουν, θαρρείς πως το παρελθόν μεταξύ μας θα ξεγράψει το όποιο μέλλον, ξεχνώντας ότι η ιστορία δένει τους ανθρώπους, δεν τους απομάκρυνε ποτέ.

Θαυμάζω σε σένα την κυκλοθυμία σου.
Το πόσο εύκολα μετατρέπεις ένα σ’αγαπώ σου σε καθημερινή λέξη, λες και τα γράμματα που χρησιμοποιείς για να προφέρεις δεν έχουν στοιχειωθεί από το βάρος της αλήθειάς σου, λες και ξέρεις τελικά να προσπερνάς ανθρώπους- αν θα μπορούσες βέβαια να το ονομάσεις αυτό προσπέραση, ξεχνάς ότι για να περάσεις κάποιον πρέπει να τον βλέπεις να κινείται κι αυτός, αλλιώς τι σόι προσπέραση είναι αυτή στο ακίνητο; Μα μετακινείται ποτέ το άφθαρτο; Το αιώνιο; Μπορείς να μπεις μπροστά από τους στυλοβάτες ή μήπως πίσω τους, μπορείς αλήθεια να ηγηθείς ή να ακολουθήσεις ό,τι ριζώνει εδώ σταθερό και αμετάκλητο και σε αναμένει στους αιώνες να αλλάξεις πάλι τη γνώμη σου και να ξαναπροφέρεις το σ’αγαπώ σου σαν την πιο ιερή φράση του κόσμου;

Θαυμάζω σε σένα την υπομονή σου.

Ή μάλλον όχι. Δεν είναι υπομονή αυτό. Είναι άγνοια. Παντελής και εξ’ολοκλήρου καθηλωτική άγνοια της ευτυχίας που σε περιμένει να σου παραδωθεί άνευ όρων και ολοκληρωτικά, που εσύ για τους δικούς σου ανεξερεύνητους και ανεξήγητους λόγους καθυστερείς να βιώσεις, ίσως γιατί το δικαίωμα στην ευτυχία το έχουν λίγοι- θυμάμαι μου είπες- και θεώρησες τάχα τον εαυτό σου κομμάτι κάποιας μοιραίας συμφοράς. Έλα, ντύσου, φόρεσε το γαλανό σου χαμόγελο, ενδύσου τη σκέψη μου που σ’ακολουθεί παντού, διώξε από πάνω σου το θάρρος, την απόσταση, την κυκλοθυμία, την υποταγή στο μοιραίο και γίνε σάρκα στο αίμα μου, χαρά στη λύπη μου, θαύμα στη μοίρα μου και απόλαυσε αυτή τη θάλασσα που ανοίγεται μπροστά μας αστείρευτη να την κολυμπήσουμε μαζί μέχρι το τέλος.

Βλέπεις η υπομονή μου είναι αυτό που θαυμάζω σε μένα.





16/06/2014

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Κοινές ζωές

Κοίταζες απ’το τζάμι έξω θυμάμαι. Τη θάλασσα ή κάποιο περαστικό πουλί γι αλλού. Τα καράβια που χάνονται στο βάθος του ορίζοντα.
Περνάς καλά μαζί μου, θυμάμαι σ’είχα ρωτήσει. Δε θυμάμαι τι μου απάντησες. Πάνε χρόνια από εκείνη την καλοκαιριάτικη ημέρα που τα μάτια σου ενωθήκανε με το μπλε της θάλασσας σε ένα μαγευτικό πίνακα ζωγραφιάς που αναγέννησαν αλλοτινοί μελλοντικοί σου έρωτες και λησμόνησες πως πρώτη εγώ το είχα θαυμάσει επάνω σου.
Γέλασες σαν σου το ξαναθύμησα. Όπως γελάς πάντα όταν βρισκόμαστε, πάντα με δική σου πρωτοβουλία, σαν να μην έχουν άλλοι δικαίωμα στην παρουσία σου. Κι ο χρόνος που αφήνεις να μεσολαβεί ανάμεσά μας μετριέται πάντα σε αιώνες, ένας αιώνας βδομάδας, ένας αιώνας μήνας, ένας αιώνιος χρόνος.
Πόσο διαφορετικές άραγε γίνονται οι σιωπές σου όταν είμαστε μαζί και πόσο διαφορετικές όταν δεν είμαστε;  Λες και η απόσταση σε ανδριώνει, σε κάνει γενναίο, πολεμιστή, λες κι η απόσταση είναι η ασπίδα που σε προστατεύει απ’την αγάπη μου, τι είδους προστασία μπορεί να είναι αυτή, αντί να βουτήξεις μέσα της και να λυτρωθείς εξ’άπαντος, σε μια εκ βαθέων αναγέννηση, εσύ να περιορίζεσαι, να υποδουλώνεσαι, να επιβάλλεσαι στο λίγο σου, σα να μην έχεις μερίδιο στη χαρά.
Θυμάμαι να κλείνεις την πόρτα πίσω σου και να με αφήνεις απέξω. Λες και δεν ξέρουμε πως υπάρχουν και τα παράθυρα, λες και δεν έχουμε την υπομονή απέξω να ονειρευτούμε τα μάτια σου σαν θα ανοίξεις την πόρτα σου ξανά. Γιατί θα την ξανανοίξεις. Όπως άνοιξες και την αγκαλιά σου να δεχτείς το παρελθόν σου, το κομμάτι εκείνο που αρνήθηκες, το μέρος εκείνο του μυαλού σου που πάντα έπαιρνα θέση, το κομμάτι εκείνο της καρδιάς σου που προόριζες πάντα για μένα, το σεβασμό στην υπομονή μου που κατάλαβες – μετά από τόσα – ότι όσες πόρτες και να κλείσεις για να δώσεις την ευκαιρία στην εμπιστοσύνη σου να αναπλαθεί, ο άνθρωπος αυτός θα σε περιμένει πάντα στο κατώφλι για μια βόλτα που θα διαρκεί πάντα λίγο παραπάνω, ένα χάδι που θα είναι πάντα λίγο διαφορετικό, ένα φιλί που θα είναι πάντα αυτό που περίμενες, μια ζωή που θα είναι πάντα κοινή.





25/05/2014

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Υπόκειμαι

Υποψιάζομαι απουσίες, καθώς υποδέχομαι την άνοιξη. Κάποιος υποστήριξε κάποτε ότι την άνοιξη δεν την υπομένεις μόνος. Υπαινίσσεται το τοπίο κάτι που υπάρχει και δεν υπάρχει και υποφέρω και μόνο στη σκέψη της υπόνοιας της παντελούς απουσίας που υφέρπει το ξημέρωμά μου και τη νύχτα μου.  Δεν υπολόγισα σωστά καθώς υπαινίσσονται τα φαινόμενα, τις προθέσεις και τους στόχους σου, τα βέλη σου που πάντα υποδέχονταν το ένα το άλλο κατευθείαν στην καρδιά μου, δεν υπολόγισες κι εσύ το αίμα στο οποίο υπέβαλες τη μοίρα μου, υποτονικά να υπηρετεί κάθε σου όνειρο και ελπίδα και να υπομένει το ζυγό της σκοτεινής αδιαφορίας σου, της κυκλοθυμίας σου που μαζί με τους καιρούς, δεν υπολόγισε ούτε τα δικά μου συναισθήματα. Όσα υποσχέθηκες τις νύχτες, όσα υπαινίχθηκες τις μέρες, όσα υπηρέτησα με το αίμα μου, όσα δεν υποχώρησαν ακόμα κι όταν τα φαινόμενα υποδείκνυαν εμένα, δεν υπέπεσαν ποτέ στην αντίληψή μου ως το υποφαινόμενο τέλος που δεν υπολόγισα ποτέ να υπάρξει. Καρτερικά υπέμεινα τις αλλαγές και τα ξεχάσματά σου, υπόλογη ακόμα και στα σωστά δικά μου, υποτελής στις ορέξεις σου, υποταγμένη για μια ακόμα φορά στο τίποτα που ιδιοτελώς υπονόησα για αγάπη. Κι όλα αυτά τα υπό που υποθέτω δεν υποκαθίστανται ξανά, να υπολογίσεις πως κάποια μέρα θα υπερτερήσουν των όσων άλλων έζησες και θα υποταχθούμε ξανά μαζί στο αιώνιο που τόσο βαθιά και παρακλητικά υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον.





29/03/2014 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Αναμνήσεις

Αλλιώτικος καιρός. Καλοκαιρινός και μεθυστικός. Ο πολυπόθητος χαμένος ήλιος μάς επισκέπεται ξανά και μάς σκεπάζει τα ήσυχα μεσημέρια με πέπλο αόρατου φωτός και ζεστού ύπνου. Λουσμένο σε ήλιο σε πρωτοαντίκρυσα θυμάμαι, να ενδύεσαι ένα καλοκαιριάτικο ύφασμα, κρύβοντας απ'τα λάγνα μάτια μου τους σκληρούς γυμνασμένους σου μυώνες, που η αρμύρα τούς είχε σκεπάσει μια αλλιώτικη γεύση ναυαγίου και ο ήλιος τούς είχε κάψει ανεπαίσθητα και είχε ξανθύνει το λεπτό αντρικό σου στέρνο που τόσες νύχτες ένιωσα μέσα του, την καρδιά σου να χτυπάει γρηγορότερα, πάνω στο στήθος μου.Και ύστερα τα βαθιά γαλάζια μάτια σου σαν υδάτινη αποκάλυψη θαύματος άνοιγαν για να αντικρίσουν το χαμόγελο που μόνο εσύ ήξερες να φέρνεις στα χείλη μου.


Τα βράδια γυρνούσαμε αγκαλιασμένοι και λουσμένοι από έρωτα, κρατούσες την καρδιά μου και στα χέρια μου χτυπούσαν οι φλέβες στο ρυθμό του έρωτά σου. Θυμάμαι εκείνη την πανσέληνη νυχτιά στην ακρογιαλιά του Άη-Γιάννη που με κοίταξες κατάματα λίγο προτού με φιλήσεις ξανά στα μάτια, για να βεβαιωθείς πως ασφαλίστηκαν σ'αυτά όλες οι αναμνήσεις μου μαζί σου. Πώς θα γινόταν να ξεχάσω έστω και μισό δευτερόλεπτο που έζησα δίπλα σου, πλάι σου, μέσα σου;

Σε εκείνο το βράχο δίπλα στη θάλασσα μας, μυρίζω ακόμα το ιώδιο και το άρωμά σου. Γλυκιές αναμνήσεις, ονειρεμένες μυρωδιές που πάντα δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω, ίσως γιατί είσαι κι εσύ ένα κομμάτι της θάλασσας, το πιο αλμυρό ίσως και το πιο υδάτινο γιατί πάντα ξεγλυστράς σα σταγόνα απ'τα χέρια μου όταν προσπαθώ να απλώσω μέσα σου τα δάχτυλά μου για να σε νιώσει η κάθε αίσθησή μου πιο κοντά.





27/03/2011