Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 7η Ιστορία: "Ιστορίες αυτοκινήτου"


«Ιστορίες αυτοκινήτου»

Το γνωστό αγαπημένο ελληνικό κινηματογραφικό έργο «η Σωφερίνα» αν δεν το είχε παίξει τόσο έξοχα η Αλίκη (είμαι μέχρι κόκκαλο φανατική θαυμάστριά της- αντιρρήσεις δε δέχομαι), θα μπορούσα να το είχα παίξει κάλλιστα κι εγώ. Με το που έγινα 18 η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να βγάλω δίπλωμα οδήγησης. Και όταν λέμε η πρώτη μου δουλειά εννοούμε όντως, 6 Φεβρουαρίου γίνομαι 18, 7 Φεβρουαρίου προσκομίζω τα 15.000 χαρτιά από γιατρούς, οφθαλμιάτρους, παθολόγους και λοιπούς γιατρούς που με εμπεριστατωμένες εξετάσεις (όπως του παθολόγου «είσαι καλά;») διαπίστωσαν ότι όντως είμαι καλά (σε ψυχίατρο δεν πήγα, για να σας λυθεί κι αυτή η απορία), πήγα να γραφτώ στη σχολή οδηγών για να πάρω το πολυπόθητο δίπλωμα, ενώ παράλληλα κοίταζα και με τον μπαμπά μικρά τσαχπίνικα αυτοκίνητα, υποψήφια να γίνουν το δεύτερο μου σπίτι και συνοδοιπόροι μου στην τρέλα. Και επειδή όλο το προηγούμενο καλοκαίρι μέχρι να γίνω 18 άλλη δουλειά δεν έκανα εκτός απ’το να οδηγώ συνέχεια μετά της συνοδείας του πατρός, όστις δεινός driver και αν και ασπαζόμενος πλήρως – το ορθότατο- ρητό ότι οι γυναίκες καλύτερα να πλένουν πιάτα, παρά να σοφεράρουν, με αποκάλεσε άξια «Μικαέλα» Σουμάχερ, είχα μάθει που λες μέχρι και σε αγώνας φόρμουλα 1 να πηγαίνω, το διπλωματάκι για μένα δεν ήταν τίποτα, 5’ πορεία και ένα παρκάρισμα που ακόμα και τώρα αν με πετύχουν πουθενά οι εξεταστές είμαι σίγουρη ότι θα με θυμούνται γιατί τέτοιο επαγγελματικό παρκάρισμα κάνω μόνο εγώ, όπως θα έχετε διαπιστώσει όλοι όσοι έχετε μπει στο αυτοκίνητό μου και με το που πάω να παρκάρω αρχίζω τα συχαρίκια στον ίδιο μου τον εαυτό «μπράβο κουκλάρα μου», «μα πώς πάρκαρα έτσι η μπιμ γαμώ το κέρατό μου», «τι επαγγελματικό παρκάρισμα έκανα πάλι γαμώ το μπιμ» κτλ κτλ.

Ηλίου φαεινότερο λοιπόν εδώ και 6 χρόνια επίμονης οδήγησης, καθότι οδηγώ κάθε μέρα και τεράστιες αποστάσεις και στο κέντρο της Αθήνας που είναι δρόμοι που ούτε πεζός δεν μπορείς να περάσεις έτσι όπως έχουν παρκάρει μερικοί και επιπλέον έχοντας χιλιο-οδηγήσει στο γύρο του θανάτου, όπως αλλιώς λέγεται και η πλατεία Καραϊσκάκη, όπου δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει αυτοκίνητο, μηχανάκι, ποδήλατο, τρόλεϋ, λεωφορείο, ταξί, δίκυκλο, τρίκυκλο, ζέπελιν και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς, μου έχουν τύχει πάμπολλες ιστορίες τρέλας εντός εκτός και επί τα αυτά του αυτοκινήτου.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την πρώτη μίνι ιστορία που έλαβε χώρα ένα βράδυ του 2007 που γυρνούσα κουρασμένη και καταϊδρωμένη απ’τη δραματική σχολή, τελευταία ώρα είχαμε χορό, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω σπίτι και να μπω κάτω απ’το ντουζ να ξεβρωμίσω, ώσπου ο Κριστιάν για κάποιον ανεξήγητο λόγο λίγα χιλιόμετρα πριν το σπίτι μου κάπου στην Κηφησίας αποφασίζει να αποδημήσει εις τόπον χλοερόν της αναπαύσεως. Πριν πανικοβληθώ και φωνάξω τη Μαρούσκα με το εβιάν, αρχίζουν όλα τα αυτοκίνητα που βρίσκονται από πίσω μου στο φανάρι να μου βαράνε κόρνες, καραμούζες, τρομπόνια και όμποε σε συνδυασμό με ευγενέστατες ελληνικές ατάκες που ο νορμάλ κόσμος μόνο άμα του είχες σκοτώσει τη μάνα θα σου έλεγε, κατεβαίνω απ’το αυτοκίνητο και προσπαθώ να το σπρώξω στην άκρη. Παρόλο που τα διερχόμενα αυτοκίνητα είχαν δει μια πιτσιρίκα να της έχει σβήσει το αυτοκίνητο και να προσπαθεί να το μετακινήσει στην άκρη, ουδείς πτοήθηκε –όχι να έρθει να βοηθήσει, έστω να σταματήσει το βρισίδι- και λουσμένη από άπλετου κύρους κοσμητικά επίθετα και σπρώχνοντας χωρίς βέβαια να έχω καταφέρει να το μετακινήσω ούτε μισό μέτρο, εθεάθη νεαρός ετών 30, κοστουμαρισμένος και χαμογελαστός από απέναντι, να παρκάρει αυτοστιγμαίως, να βγαίνει έξω, να έρχεται προς το μέρος μου, να βρίζει όσους με έβριζαν, να με βοηθάει με το αυτοκίνητο, να μου πιάνει τη συζήτηση, να μου συστήνεται και να μου χαμογελάει. Δεν έχω λόγια. Θα μπορούσα να έκλεινα δραματικά λέγοντας ότι πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων, σαν άλλη Ντυμπουά, αλλά προτιμώ να ρίξω το επίπεδο και να κάνω τη στήλη λίγο Athens Voice, οπότε εσύ ψηλέ, μελαχρινέ, που σε λένε Παναγιώτη (ακόμα σε θυμάμαι) αν θυμάσαι τότε που με βοήθησες με το αυτοκίνητο στην Κηφησίας στείλε μου αμέσως μήνυμα στο 6978********!!!!!

Η δεύτερη μίνι ιστορία συνέβη πολύ πρόσφατα. Έχω παρκάρει η δικιά σου σε έναν ανήφορο. Και επειδή είμαι και πολύ τούμπανο βαράω μια το χειρόφρενο και το πάω στο θεό, να σιγουρευτώ κιόλας ότι δε θα φύγει ο Κριστιάν να πάει βόλτα προς τα πίσω συμπαρασύροντας σε καραμπόλα ντόμινο τα λοιπά οχήματα. Πάει η δικιά σου κάνει τις δουλειές της χαρούμενη που ενώ γύρναγε 100 ώρες 100 στροφές το τετράγωνο, επιτέλους βρήκε μια θεσούλα και σπρώξε-δείξε κατάφερε να παρκάρει, έρχεται η στιγμή που θέλω να φύγω. Μπαίνω στον Κριστιάν, κυρία, κάτι καλό φόραγα δε θυμάμαι γιατί, κάπου επίσημα μάλλον θα είχα πάει και ανακαλύπτω ότι το χειρόφρενο μόνο αν έχεις μπράτσο Σουγκλάκου μπορείς πλέον να το κατεβάσεις. Και δώστου με το ένα χέρι και δώστου με το άλλο, παιδί μου δεν κατέβαινε με τίποτα. Και να μου ‘χει ανέβει το αίμα στο κεφάλι και να λέω «υπέροχα» η θεωρία του «ό,τι μπαίνει, βγαίνει» δεν έχει αντίκτυπο στη θεωρία «ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει» πράγμα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν θετικό. Ευτυχώς, που πέρναγε ένας καλός άνθρωπος, καλός μεταφράζεται ως ωραίος, ωραίος μεταφράζεται ως ψηλός, μελαχρινός και λίγο αξύριστος, όπου βγαίνω έξω με το σανδαλάκι σαν την κυράτσα που φοβάται μην της σπάσει το νύχι και τον παρακαλάω να έρθει να μου το κατεβάσει. Έλα όμως, που το χειρόφρενο ήταν τόσο ψηλά που ούτε αυτός ο χριστιανός μπορούσε να το κατεβάσει. Και δως του να του έχουν ανέβει οι φλέβες στο κεφάλι, θα ‘χε ο καψερός και το άγχος κάθε άντρα «να δείξω στην γκόμενα ότι είμαι δυνατός και μπορώ να την εξυπηρετήσω» δεν κατέβαινε με τίποτα. Σκέφτηκα τότε, μια ζωή την έχουμε. Πρέπει να είμαστε γρήγοροι και αποτελεσματικοί. Αφού δεν μπορεί μόνος του, θα το κάνουμε μαζί (το μαζί είναι πάντα καλύτερο απ’το μόνος σου, καρατσεκαρισμένο). Βάζω κι εγώ το χέρι μου από πάνω να βοηθήσω το δικό του και ωπ ως εκ θαύματος τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, το χειρόφρενο κατέβηκε, πουλάκια κάνανε τα μάτια μας, ευτυχώς που πάτησε και το φρένο να μην τρακάρουμε τον από πίσω να λες!

Η 3η μίνι ιστορία συνέχεια της προηγούμενης ιστορίας με την καθυστέρηση του αεροπλάνου δεν την ενέταξα στην προηγούμενη αφήγησή μου, καθότι θεωρώ ότι αποτελεί μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνη της. Και το λέω αυτό, γιατί όσοι θυμάστε την ιστορία του αεροδρομίου (όσοι όχι τρέξτε αμέσως να την ξαναδιαβάσετε, δεν μπορεί να σας ρωτάει η δασκάλα και να μην έχετε μελετήσει το μάθημά σας) αυτή η ιστορία είχε και συνέχεια. Μετά την κατα-ταλαιπωρία του αιώνα, όταν επιτέλους έφτασα στο αθηναϊκό αεροδρόμιο, τα βάσανά μου δεν έλαβαν τέλος. Εγώ εκτός του ότι θέλω να οδηγάω συνέχεια, έχω κι ένα ακόμα βίτσιο επίσης να οδηγάω και τα αυτοκίνητα των άλλων. Κοινώς, δως μου τιμόνι και πάρε μου την ψυχή. Ωστόσο, η δόλια μάνα που με την οδήγηση δεν είναι και τόσο φανατική, έχει ένα αυτοκίνητο για να το χρησιμοποιεί μόνο όταν πηγαίνει σούπερ-μάρκετ. Τώρα μη με ρωτάς τι αυτοκίνητο είναι αυτό ειδικής διαδρομής. Πάει μόνο αυτή την κατεύθυνση, αλλού πουθενά, αλλά έτσι είναι. Ως εκ τούτου, όπως αντιλαμβάνεστε, όταν κινείς το αυτοκίνητό σου μια φορά το μήνα, έχει και τις φθορές του. Όταν δε έχεις ένα αυτοκίνητο 20 χρόνια λες και το πήρες οικόσιτο και περιμένεις να ψοφίσει πρώτα για να το πετάξεις καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν το λες και κανονικό αυτοκίνητο, αλλά ένα σαραβαλάκι που σήμερα μπορεί να σε πάει, αύριο όμως όχι. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, που μεταξύ μας τον ξέρω- ο Δίας είχε συνομωτίσει εναντίον μου εκείνη την ημέρα-, αντί να έρθουν να με πάρουν με το δικό μου αυτοκίνητο αμφότεροι οι γονείς από το αεροδρόμιο, ήρθαν με το αυτοκίνητο της μαμάς. Με το που το θωρούν τα μάτια μου με πιάνει πανικός. «Γιατί ήρθατε με αυτό το σαράβαλο; Κι άμα μας μείνει;», ψέλλισα. Ωστόσο, απάντηση δεν πήρα πάρα μόνο κάτι ψίθυρους θυμάμαι ότι το αυτοκίνητο είναι εντάξει και δεν έχει κανένα πρόβλημα. Ας είναι. Αρκεί να φτάσουμε σπίτι, σκέφτηκα, «οδηγώ εγώ» τους είπα και μπαίνουμε μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν προλαβαίνουμε να πάμε 100μ. και το αυτοκίνητο ενώ πάταγες το γκάζι ήταν λες και πάταγες φρένο, είχε φτάσει το πόδι μου τέρμα, σε κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να είχαμε πιάσει 200, με το αυτοκίνητο της μαμάς ήμασταν στα 40 χλμ. Λέω μα τι συμβαίνει; Γιατί δεν πάει; Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου και το αυτοκίνητο αρχίζει να ανεβοκατεβαίνει σαν σέικερ, να σε κουνάει σε αργούς ρυθμούς πάνω-κάτω, να κάνει μικρά αλματάκια στον ουρανό και πάλι στη γη, σαν άλλο καγκουρό και ενώ πάταγα το γκάζι ως το τέρμα να μην μπορεί να ξεπεράσει τα 50χλμ. την ώρα, ούτε να μπορεί τουλάχιστον να ευθυγραμμιστεί και να μην πηγαίνει σαν το αυτοκίνητο του Γκούφυ. Νομίζω κατάφερα να σιχτιρίσω- παρά την κούρασή μου- δυό τρία βρισίδια ψιθυριστά για το κακό που με βρήκε και να λέω στη μάνα μου ότι αυτό το πράγμα είναι ένα σαράβαλο του κερατά που θέλει πέταμα και ότι έτσι πάνε τα αυτοκίνητα στα κόμιξ, ήτοι άμα κατουριέσαι δεν παίζει να μην κατουρηθείς πάνω σου έτσι πάνω κάτω που σε πάει συνέχεια.

Ηθικό δίδαγμα 1: Τα αυτοκίνητα είναι καλά για 5-7 χρόνια άμα τα καλοδιατηρείς. Μετά θέλουν άλλαγμα. Αλλιώς τα χρυσοπληρώνεις και δεν έχει νόημα, γιατί καινούργιο θα σου στοίχιζε λιγότερο.

Ηθικό δίδαγμα 2: Όσοι πιάνουν το τιμόνι, ξέρουν πολύ καλά τι γκομενομαγνήτης είναι το αυτοκίνητο και τι υπέροχο «ξενοδοχειάκι» για όσους μένουν ακόμα με γονείς και δεν έχουν πού να πάνε με το αμόρε τους ;)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου