Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Χειμερινός διάλογος


-          -Μού λείπει το καλοκαίρι.
-         - Και μένα, πάντα.
-         - Γιατί κρατάει τόσο λίγο;
-          -Γιατί είναι ωραίο.

Μια βόλτα στη θάλασσα. Να περπατήσουμε μαζί. Εκεί που ο αέρας δροσίζει, δεν κρυώνει. Εκεί που η αύρα της γεμίζει με καθαρό ουρανό το μέσα σου. Μού λείπει μια βόλτα στη θάλασσα μου. Σ αυτήν που ξέρω πόσα κύματα πέφτουν πάνω στους βράχους το λεπτό, σ’αυτήν που έχω μετρήσει νύχτες ατέλειωτες βαρκάρηδες να γατζώνουν μέσα της τα όνειρά τους και κάτι μέρες που ο ήλιος δεν την χόρταινε και την έκαιγε από τον έρωτά του παιδάκια να γελάνε και να παίζουν στους αφρούς της.

Μού λείπει η αίσθηση της πρώτης επαφής μας κάθε άνοιξη. Κάθε που αλλάζει ο καιρός και προμηνύουν τα αρώματα την άφιξη ενός ζεστού καλοκαιριού. Περιμένω με ανυπομονησία εκείνη την ημέρα. Το άγγιγμα των άκρων μου μαζί της, την αργή καταβύθιση του χειμώνα μου μέσα στα καθαγιασμένα νερά της, το λιώσιμο των πάγων αισθημάτων πάνω στο κρύσταλλο της. Πορεύομαι αργά εντός της. Θα ήταν ασέβεια να παραπονεθούν οι πέτρες ότι τους τάραξα την ηρεμία. Άλλωστε, προς το λυτρωμό βαδίζεις πάντα αργά. Λιτανικά. Ευλαβικά.

Ανάσες μακρόσυρτες να ηρεμήσει το χορό της η καρδιά. Ένα μικρό χαμόγελο πριν το αγκάλιασμα και ύστερα η αιωνιότητα. Είναι αυτά τα δευτερόλεπτα που ξεχνάς τα πάντα και αφήνεσαι στο ρεύμα, όπως αφήνεσαι και στη μοίρα αλλά δεν το ξέρεις. Κάθε σπιθαμή του κορμιού γεμίζει από εκείνη. Κι ύστερα γελάς. Όπως δεν έχεις γελάσει ποτέ άλλοτε. Γιατί ποτέ άλλοτε δεν καταδύθηκες τόσο παντοτινά σε οποιοδήποτε συναίσθημα, από φόβο ή δειλία- τι σημασία έχει; Και λυτρώνεσαι.

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Ενώσεις


60-59-58 Δευτερόλεπτα λείπεις. Χρόνια λύπης. Η απουσία. Είπες. Θα μου αφοσιωθείς σε κάτι ξεχασμένους χτύπους ρολογιού που μετρούν ανάποδα.

57-56-55 Σταματάω τη σκέψη. Ορίζω. Επιλέγω. Εκλέγω. Ξεχωρίζω. Και αυτοσυστήνομαι με το χαϊδευτικό μου όνομα: πάντα.

54-53-52 Πάντα από λίγο και από πολύ, από ύψος σε βάθος, από μήκος σε πλάτος, από εδώ και από εκεί, πάντα σε κάθε ακτίνα, σε κάθε συντεταγμένη, συστέλλομαι, αναιρούμαι και αναγεννιέμαι.

51-50-49-48-47 Ξέχασες να σταματάς. Η μνήμη έχει όριο. Δεν το βλέπεις; Κυκλικό και κόκκινο, έντονο και άτονο, προστατευτικό και καθοδηγητικό, δεν καταλάβαινες ποτέ τα όρια.

46-45-44    Ζάλη. Και θύμησες. Θύμησες πάλι: Όσα είχα ξεχάσει.

43-42-41-40 Χρώμα καινούργιου στα μαλλιά, στα μάτια ίδια φύση, παρατηρώ τη φύση και τα χρώματα, κρατάω το κίτρινο του χρυσάνθεμου και το κόκκινο της φωτιάς. Αποξηραίνω.

39-38-37-36 Ανασύρω. Κατάρτι σε βυθούς, ξεχασμένο καλοκαίρι, στο απέναντι νησί τη μορφή σου, μύθοι και δοξασίες, έλεγαν ανέπαφο πως έμεινε, το νησί, μα εγώ νόμιζα το κορμί σου.

35-34-33 Άμμος. Καίγομαι. Και καταρρέω. Με πιάνεις. Στυλοβάτης του ονείρου. Με περπατάς, με διψάς, με αναγνωρίζεις, με καταφεύγεις πίσω απ'το παλιό λιμάνι σε μια σπηλιά. Με εκθέτεις.

32-31-30 Στη μορφή ενός ήλιου. Σελήνη. Μερόνυχτα. Ανάσες και χρόνος. Σταμάτα να μετράς ανάποδα. Στο μηδέν σε χάνεις.

29-28-27 Ποτέ δε με άκουγες όταν σου μίλαγα. Και τώρα ακόμα μιλάς αλλά δε μ'ακούς. Ακούς και μιλάς, μιλάς αλλά όχι σε εμένα, ακούς, αλλά όχι εμένα. Στο μηδέν καίγεσαι. Χάνεις το παιγνίδι. Χάνεις εσένα. Αναδιαμορφώνεσαι. Λάσπη με λάσπη, θνητός με θνητό, γένεση με γένεση, με ακουμπάς και διαλύεσαι μέσα μου, σκορπίζεσαι και διασπείρεσαι, σε συλλέγω.

26-25-24-23 Προειδοποιώ και ανακοινώνω. Ρητορεύω και προμηνύω. Προοικονομώ και προφητεύω.

22-21-20 Αγνοείς. Και συμμετέχεις. Τρέχεις να με προλάβεις. Να διαλυθείς και να εξαϋλωθείς. Να ανήκεις.

19-18-17 Επιστρέφεις. Ξαναγυρνάς τη σκέψη στο αγκάλιασμα των δαχτύλων, αντίχειρας με αντίχειρα, όπως σκιά με σκιά, όπως σώμα με σώμα, όπως φως με νερό.

16-15-14 Εγώ δεν ανατρέπομαι. Δεν επανέρχομαι. Δεν επιστρέφω. 

13-12-11-10 Τελευταία ευκαιρία. Την αρπάζεις και συνεχίζεις. Απλό. Ελάχιστος κόπος, ελάχιστη προσπάθεια. Τελευταία ευκαιρία σε τιμή λογική. Αφήνεις τη σκέψη σου σε μένα και συνεχίζεις. Εγώ μπορώ να σκέφτομαι ανεπηρέαστη, εσύ όχι. Προλαβαίνεις, δεν προλαβαίνεις, πρέπει να βιαστείς. Βιάζεσαι, δεν εκλογικεύεις, δεν αναλύεις, δρας.

9-8-7 Πας. Με φτάνεις. Με πλησιάζεις. Με αντικρύζεις. Αποστρέφω το βλέμμα. Με κυνηγάς. Κάνω να σου ξεφύγω. Δεν είναι το μέρος αυτό για σένα. Επαναλαμβάνω. Εξακολουθείς.

6-5-4 Πριν έρθεις. Άκου μόνο αυτό. Τώρα που με έφτασες, που με αγκαλιάζεις δειλά, που το χέρι σου έχει απλώσει το δικό μου, σα σανίδα σωτηρίας, τώρα που βυθίζεσαι στη δίνη που ανάδειξα πριν τόσα χρόνια, τώρα που παραδίνεσαι ολότελα δικός μου στα συντρίμμια της σκέψης μου, τώρα που προσπέρασες όλα τα σχοινιά που θα σε έδεναν στον ήσυχο ήχο του ρολογιού, τώρα που πλέον δεν επιστρέφεις, δε δανείζεσαι, μόνο εξιδανικεύεσαι, τώρα να ξέρεις σε αγαπώ περισσότερο από ποτέ.

3-2-1 Έφτασες.
0 Είσαι δικός μου.


13/08/2011

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Amy

https://www.facebook.com/video/video.php?v=459139368230

Η φωνή σου και τίποτα άλλο. Το δωμάτιο και η φωνή σου. Το δωμάτιο γεμάτο απ’τη φώνη σου. Και τις σκέψεις μου. Ακούω κάθε συλλαβή σου, κάθε επιτονισμό σου, κάθε μελωδία ημίτονης νότας ποτισμένη απ’τη χροιά της μελαγχολίας σου. Κάθε μικρό φωνήεν, κάθε φθόγγος, κάθε ψέλλισμα, κάθε σημείο αναφοράς και στίξης, θαυμαστικό θα έβαζα σε κάθε πρότασή σου. Ο κόσμος άδειος. Μόνο εσύ και η φωνή σου και το σώμα μου και το δωμάτιο. 

Χορεύω στη φωνή σου, στη χροιά σου διπλώνομαι και ανοίγω διάπλατο το σώμα μου σε πιρουέτα σύζευξης του αίματος που κυλάει στη φωνή σου με το αίμα στο σώμα μου. Βαδίζω σε τεντωμένο σχοινί. Απαλές απολύξεις των καταλήξεων, βαραίνουν στο σήμερα. Περπατώ σιγά μην ξυπνήσω κάποιο κλειδί του σολ, μη χαλάσω την αρμονία της ερμηνείας, την ισορροπία της ασταθούς ζωής σου. Συγκεντρώνομαι στη φωνή σου και μόνο. Στον κόσμο σου, αυτόν που κρύβεις και παρουσιάζεις μόνο σαν με αφήνεις λίγο να αγγίξω τις χορδές σου. Απαλά με το πόδι μου σε αλιεύω απ’τα βάθη της θάλασσας και σε υψώνω στον αέρα, πυρώνει η πρόθεσή σου για παρακάλια κι εγώ χύνομαι στο δάπεδο, εξατμίζομαι σιγά απ’τη ζέστη και τον ιδρώτα του κορμιού μου, όσο εσύ δακρύζεις και ικετεύεις για ένα γυρισμό. Σε αγγίζω με το σώμα μου και σε διαπερνάω, όπως στοιχειώνει η φωνή σου όλες μου τις αισθήσεις, σε αφουγκράζομαι όσο κανένας και δίνω στον ήχο σου μια κίνηση με το χέρι μου, μικρή θα έλεγες, σχεδόν αμελητέα, αλλά εσύ την προσέχεις, γίνεται αισθητή, όπως αισθητή είναι η απώλεια. Σε αγγίζω με τη σκέψη μου και με διαπερνάς, με αιχμαλωτίζεις στον τρόπο σου, στη γωνία της αυτοκαταστροφής σου με κρατάς και μου εφιστάς την προσοχή σε κάποια νότα θλίψεως που σε κατακλύζει, σε κάποιο ημιτόνιο που συνοδεύω μαζί σου με μια απαλή κίνηση του κεφαλιού μου. Με αγγίζει ο κόσμος σου και η μελωδία της ζωής σου. 

Και δεν υπάρχει άλλος ήχος στο μυαλό μου, παρά μόνο η φωνή σου, που με συνοδεύει κάθε μέρα στην έκφραση των συναισθημάτων σου με το μοναδικό μέσο που διαθέτω για να σε εξαγνίσω: το σώμα μου. Συμπλέουμε. Για λεπτά μαζί. Και όλος ο κόσμος χάνεται στο τίποτα. Δεν υπάρχει κόσμος. Υπάρχει η φωνή σου και το σώμα μου και μια ικεσία που τελειώνουμε παρέα, εσύ σπαρακτικά, εγώ απλώς κοιτάζοντας. Για εκείνον τον ίδιο πενθούμε μαζί που φεύγει και μας εγκαταλείπει στο δωμάτιο μόνες, μαύρο το δωμάτιο, μαύρη η ζωή σου, μαύρο το μέλλον. Και έχω γυρίσει το κεφάλι για να βλέπω καλύτερα την ήττα μας και ώσπου να το ξαναφέρω στην αρχική του θέση, έχεις φύγει κι εσύ. Δε σε βλέπω. Χάνεσαι στο ορίζοντα. Δε βλέπω πώς χάνεσαι. Δε σε βλέπω να βαδίζεις μακριά, μού το ανακοινώνουν. Μού το ανακοινώνουν πως χάθηκες. Η φωνή σου και ο κόσμος. Ο κόσμος. Χωρίς τη φωνή σου. 

Για εκείνον που κλαίγαμε που μας άφησε για άλλη, για σένα που δε θα επιστρέψεις ξανά. Γυρίζω και πάλι το κεφάλι. Όπως το είχα πριν μάθω. Για να σε θυμάμαι καλύτερα καθώς σε βλέπω. Για να συμπλέουμε μαζί για πάντα σε εκείνες τις νότες σου που τραγουδάνε ακόμα στο μυαλό μου και που προσπάθησα με κάθε σημείο του σώματός μου να βαδίσω μαζί με τη φωνή σου. Όχι, όχι ευθεία. Δε θέλω να βλέπω την ευθεία. Όπως είχα γυρισμένο το κεφάλι και σε κοίταζα να μου τραγουδάς και να με εμπνέεις. Να ξυπνάς απ’το λήθαργο τις φλέβες στο κορμί μου και να με συμπαρασύρεις σε μια συνεύρεση του κόσμου σου με τον δικό μου. Όχι ευθεία. Θέλω να σε θυμάμαι σαν τη μοναδική φωνή που μου σιγοτραγουδάει τα βράδια στον ύπνο μου και ξυπνάει την κάθε αίσθηση μου για δημιουργία μιας μικρής ιστορίας που θα ζούμε για πάντα μαζί. Όχι ευθεία. Για μένα η ευθεία είναι back to black.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Ανοίκεια Σκέψη

Η πιο ανοίκεια σκέψη μου είσαι
κάθε φορά που σε επισκέπτομαι
λήθη μόνο
και κάτι ξεχασμένα φωνήεντα
που δεν πρόλαβα ποτέ να τα αρθρώσω.

Διστάζουν οι λέξεις στο πέρασμά σου
και κάθε βλέμμα μου κολλημένο πάνω σου
ακόμα κι αν είναι φορές που με αποστρέφεσαι
χαζεύοντας τον ήλιο.

Η πιο ανοίκεια σκέψη μου είσαι
γιατί η συνήθεια καίγεται στη λάμψη των ματιών σου
και δεν αποδέχομαι άλλους όρους
γι’αυτό το παιγνίδι μεταξύ μας
παρά μόνο αν είναι να χάσω.

Κι έχω αιχμαλωτίσει την ψυχή σου στο βυθό του ωκεανού μου
για να την πάρεις μόνο σαν επιστρέψεις στη θάλασσα μου νικητής.
Βλέπεις ανοίκειες σκέψεις το απομεσήμερο. Πού θάλασσες και πού βάθη;
Επιπλέουμε ακόμα
δεν καταφέραμε να βυθιστούμε στην αναγέννηση.

Κι ας πέρασαν νύχτες ασέληνες
και βροχερές ημέρες σε καλοκαιρινό φόντο
κι ας ήταν ο κόσμος αβάσταχτα μεγάλος μέσα στη μικρότητά του
εσύ
παρέμεινες πάντα η πιο ανοίκεια σκέψη μου.

Ίσως καλά τα λένε τα λόγια των ερώτων
ότι ποτέ δε συνηθίζεται ο έρωτας.
Μα τι περίμενες ποτέ
να γειωνόταν και να έσμιγε με χώμα έτσι εύκολα η αιθέρια ύπαρξη του συναισθήματος;

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Το Στοίχημα


Τι να κάνει κάποιος με την ζωή του; Πώς να ξοδέψει τα νιάτα του; Υπάρχει κάτι να πιστέψει, υπάρχει κάτι απόλυτο για να πιαστεί; Θυμάμαι σε αυτό τον μεγάλο τόμο, στο 'εκκρεμές του φουκώ΄ ο Έκο έλεγε πως ίσως υπάρχει κάπου εκεί στο Σύμπαν ένα σημείο, ένα μόνο σημείο που όλα κινούνται σε σχέση με αυτό, το μόνο σημείο που παραμένει σταθερό, αναλλοίωτο. Σκέφτομαι αυτό το σημείο σαν τον άξονα ενός συμπαντικού καρουζέλ.

Τι να κάνει κάποιος με την ζωή του; Να βυθιστεί στο όνειρο, να ζήσει στο φανταστικό μέχρις αυτό να γίνει κτήμα του και πραγματικότητα του, όπως η φωνή που καλούσε τον Μποντλέρ όταν ήταν στην κούνια, ή να απαιτήσει το σώφρον, το απτό, μια ζωή με υλικές ανέσεις και ξεκάθαρες προοπτικές; 'Η μήπως να ζήσει κάπου στην μέση;

Πώς να ξοδέψει κανείς τα νιάτα του; Να αφιερωθεί στην τέχνη, να γυρέψει την φήμη και να σωθεί από την ματαιότητα; Ο Αρθούρος μας έδειξε την φιλανθρωπία και τα ταξίδια με μεθυσμένα καράβια σε ζεστές νότιες χώρες. Μα είμαστε κατά μία έννοια παιδιά του ήλιου, γιατί τάχα να μην βαδίσουμε προς αυτόν λοιπόν;

Πώς να ξοδέψει κανείς τα νιάτα του; Να κυνηγήσει τον έρωτα; 

Μήπως να αφοσιωθεί στην επιστήμη; Όταν ήμουν μικρός κοιτούσα μαγεμένος τη φλόγα ενός κεριού για ώρες. Μετά έμαθα σε ένα αμφιθέατρο του πολυτεχνείου ότι η φλόγα είναι ο αέρας που ακτινοβολεί κίτρινο φως επειδή είναι θερμό. Ο Καβάφης έλεγε πως τα κεριά σβήνουν και μεις τα κοιτάμε βαδίζοντας μπροστά και ξεμακραίνουμε.


Σε τι να στοιχηματίσει κάποιος; Ο Πασκάλ μάς υποδεικνύει το περίφημο στοίχημα του που γέννησε την έννοια της μαθηματικής προσδοκίας: Βρες κάτι με ελάχιστη πιθανότητα να συμβεί, κάτι στο οποίο πιστεύεις πραγματικά, κάτι που από μόνο του μπορεί να σου αλλάξει τα πάντα, να σε σώσει. Προυπόθεση είναι να στοιχηματίσεις τα πάντα. Τότε αξίζει να στοιχηματίσεις σε αυτό γιατί αν βγει θα έχεις σωθεί. Ίσως ο Πασκάλ να αναφερόταν στον θεό ή ίσως και όχι. Ο Πασκάλ ήταν καθολικός, ο Πασκάλ είχε βρεί σε τι να στοιχηματίσει.




του Γιάννη Υφαντή



Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

1-0


Ο προπονητής μου στο τένις μού είχε πει πως όταν η μπάλα με κρατούσε πίσω απ’τη γραμμή του γηπέδου να σκέφτομαι από μέσα μου «όχι» και να την χτυπάω με τη ρακέτα μου δυνατά, σαν να θέλω να την διώξω χιλιόμετρα μακριά μου. Κι όταν αυτή με έβαζε μέσα στο γήπεδο να σκέφτομαι «ναι» και να υποχωρώ απαλά ανοίγοντας το παιγνίδι. 

Αν όλο το νόημα της ζωής περιστρέφεται γύρω απ’τις επιλογές που κάνουμε, από εκείνα τα ναι που μας παραχώρησαν τα πάντα και από εκείνα τα όχι που μας καθόρισαν επιτέλους ως προσωπικότητες, προτιμώ να σκέφτομαι τη ζωή μου σαν ένα τεράστιο ναι. Ναι, γιατί μ’αρέσουν πάντα τα μικρά βήματα που κάνω προς τα πίσω, σαν να φαίνεται ότι υποχωρώ στις σκέψεις σου και στην αποφασιστικότητά σου, όταν το μόνο που θέλω είναι απλά να πάρω μια μικρή απόσταση για να μπορώ να βλέπω καλύτερα τη λάμψη στα μάτια σου, την ορμή στο βλέμμα σου όταν υπερασπίζεσαι με πάθος όσα χρειάζονται σ’αυτή τη ζωή για να την αντέξεις και να συμπορευθείς μαζί της. 

Ναι, γιατί δεν ήμουν ποτέ ένας μοναχικός παίκτης στη σκακιέρα της ζωής, έμαθα πως χρειάζεται και ο απέναντι πάντα, να κουνήσει τη δική του βασίλισσα και να με ξαφνιάσει ίσως με μια σκλαβωτική για το βασιλιά μου κίνηση. Ναι, γιατί πάντα έβλεπα χώρο εκεί που οι άλλοι έβλεπαν πως δε χωράει άλλους το δωμάτιο, γιατί πάντα άνοιγα την πόρτα προτού καλά καλά ακόμα μού την χτυπήσουν, γιατί πάντα έχανα τα κλειδιά μου και τα έψαχνα στις τσάντες μου και στο σπίτι σου. 

Ναι, γιατί μόνο έτσι έμαθα να δέχομαι κάθε παιγνίδι, κοιτάζοντας τον καθαρό ουρανό αφηνόμενη στο ανεπαίσθητο χτύπημα και κάθε πρόκλησή σου μια πρόσκληση μου να πλησιάσεις κι εσύ κοντά, όπως κοντά σου ερχόμουν πάντα εγώ, ακόμα κι αν το κόστος ήταν να αφήνω αφύλακτο σχεδόν ό,τι μού ανήκε. Ναι, γιατί έτσι έμαθα πως ο κόσμος δε μού χαρίστηκε, μού δανείστηκε, αλλά όταν του χαμογελάω μού χαμογελάει κι εκείνος, με ένα μικρό ανεπαίσθητο θα έλεγες παιδικό χαμόγελο, όσο αθώο και γενναιόδωρο ταυτόχρονα.

Ναι, έννοια σου ξέρω καλά πως σωστό παιγνίδι παίζεται κι όταν είσαι πίσω απ’τη γραμμή. Μα περιμένω τη στιγμή που θα πιάσεις τη ρακέτα σου τόσο δυνατά, θα με κοιτάξεις στα μάτια για δευτερόλεπτα μόνο κι ύστερα θα αποστρέψεις το βλέμμα σου και θα χτυπήσεις την μπάλα με τέτοια επιθετική διάθεση που εγώ που πάντα σού έλεγα ναι, θα χάσω το παιγνίδι 1-0.






Εμπνευσμένο από απόσπασμα της Δώρας Κοροβέση.

23-01-2011

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Ομακοείο


Η ζωή σου και η ζωή μου δύο τεθλασμένες γραμμές, στου πεπερασμένου πλήθους τις ανεξέλεγκτες ασυνεχείς ευθείες, τέμνουσες σε ομόκεντρους κύκλους με φυγόκεντρη δύναμη, σταδιακώς κατευθυνόμενες με επιτάχυνση απροσμέτρητη, επιβράδυνση αναγκαία. Περιμετρική η αγάπη σου, ποτέ αυτόφωτη, ποτέ στον πυρήνα, πάντα σε περιστρεφόμενη τροχιά γύρω απ’τον ήλιο μου που πάντα έκαιγε για σένα, αιώνες τώρα, στα έγκατα κάθε σκέψης μου η μορφή σου καιγόταν, όπως η επιφάνεια της θάλασσας απ’τις αχτίνες του ήλιου σου. Και άθροισα από τότε χιλιάδες μέρες που έζησα χωρίς εσένα και αφαίρεσα κάθε σκέψη πικρή, όσο εσύ πολλαπλασίαζες την απόσταση μεταξύ μας, μονίμως διαιρεμένος στο παντού και στο τίποτα. 

Πέρασαν μέρες που απελπισμένα έψαχνα να σε βρω σα σανίδα σωτηρίας στην τρικυμία του τιτανικού και εσύ βυθιζόσουν πιο πριν από μένα, για μένα. Έψαξα πολύ να βρω τον τύπο να λύσω την εξίσωση μεταξύ μας κι όλο οδηγούμουν σε άτοπες σκέψεις, ανούσια συμπεράσματα. Σαν ένα γιγάντιο μηδέν να περικύκλωνε τον παρανομαστή του πάθους μου, στη διαίρεση που πάντα προσπαθούσα να κάνω, ελπίζοντας να ξεχωρίσω τα συναισθήματά σου. Και μονίμως κατέληγα στο βαθύ και απέραντο άπειρο, αδύνατο , έλεγε κάποιος, το αποτέλεσμα σου θα βγαίνει πάντοτε μηδέν. Μηδέν στο πηλίκο. 

Από τότε συνδέθηκα μαζί σου σ’αυτήν την άπειρη ταλάντευση μεταξύ ζωής και θανάτου, αφηνόμενη σε κάθε άλυτη εξίσωση μυαλού, μη γυρεύοντας πια εξηγήσεις να βρω. Είσαι κι εσύ ένα άλυτο πρόβλημα στο σύμπαν του μυαλού μου, το πιο άλυτο πρόβλημα, είσαι. Κι όσο η ζωή κάνει κύκλους, γυρνάει μονίμως στην ίδια αφετηρία που τα χείλη μου ψιθύριζαν πόσο σε αγαπάω και στο ίδιο τέλος, δεμένοι οι κόμποι με αίμα, δεμένοι, ποτέ λυμένοι, στο ίδιο τέλος που μοιάζει με την αρχή και οι λέξεις αποκτούν την ίδια σημασία, του σ’αγαπάω. Στα σχήματα του νου, εσύ πάντα διαγράφεσαι με άσπρο μελάνι σε λευκές σελίδες, ανέλπιστης τρέλας, ανέλπιδης ζωής. Γυρνάω στο σημείο που σε περίμενα. Γυρνάς στο σημείο που με άφησες και ελπίζω στη γραμμή εκείνη που θα εκκινήσει απ’την καρδιά σου και θα καταλήξει στο στήθος μου, μήπως και ενώσει τις ζωές μας που πάντα τόσο παράλληλα και συναφώς πορεύονταν. 


9/1/2011

Νυχτερινές Συναντήσεις


Σε έψαξα με το βλέμμα μου. Το ήξερα πως θα είσαι εκεί. Πάντα είσαι εκεί. Εγώ πάντα αργώ. Και φοβήθηκα προς στιγμήν. Μήπως δε σε αναγνωρίσω. Πάει καιρός. Για τον αληθινό χρόνο. Γιατί για μένα ήταν χθες που σε αποχαίρετησα τελευταία φορά,πριν το μεγάλο μου ταξίδι. Φορούσες εκείνο το πανέμορφο σακάκι σου. Μαύρο πάντα. Όπως τα μαλλιά σου,όπως τα μάτια μου. Που σε κοιτούσαν από μακριά καθώς μού χαμογέλασες όταν γύρισες και με είδες να κατευθύνομαι προς την αγκαλιά που ανοίξαμε ταυτόχρονα, επιταχύνοντας το βήμα μας για να αγγιχτούν τα κορμιά μας γρηγορότερα. Με έσφιξες, με κράτησες για δευτερόλεπτα κολλημένη πάνω σου, ασυναίσθητα αφέθηκα στη ζεστή αγκαλιά σου, χαμογέλασα μάλιστα, ίσως και να εισέπνευσα βαθύτερα, πάντα ήθελα να νιώθω τον αέρα κοντά σου. 

Ο δρόμος είναι πάντα πέτρινος, τα φώτα που μας συνοδεύουν πάντα μελαγχολικά, η φωνή σου πάντα γνώριμη και οι σκέψεις σου πάντα οικείες και λυτρωτικές. Γελάμε πάντα με τα ίδια πράγματα, ίσως γιατί είμαστε απ’τους λίγους που ξέρουν να ζουν μαζί. Και ύστερα στις βόλτες μαζί σου έχω ζήσει όλη μου τη ζωή. Σε κάθε στροφή που παίρνουμε είναι η ευτυχία που δε θα ζήσουμε ποτέ, κάθε καινούργιος τόπος που πατάμε πιασμένοι χέρι χέρι και μια θολή ανάμνηση που θα μας θυμίζει πως αφήσαμε τη ζωή μας να την ζήσουμε χωριστά. Τα μικρά μου βήματα ήταν πάντα μια πρόκληση και ένας τρόπος να μη σε χάσω τόσο γρήγορα, ξανά. 

Και βρεθήκαμε εκεί, σε μια εκκλησία πάλι. Σε μια εκκλησία πάντα, ίσως ο θεός μάς στέλνει μηνύματα,γιατί ποτέ δεν τους δώσαμε σημασία; Η σελήνη ολόφωτη, ολόγιομη φώτιζε το δρόμο μας, καθώς κατηφορίζαμε συνεπαρμένοι απ’ την πλήρη ταύτιση κάθε αίσθησης, καθώς κοιταζόμασταν με τόσο τρυφερά συναισθήματα, καθώς στο βάθος ακουγόταν πάλι μια όμορφη λυτρωτική μελωδία κάποιου θεού που μας είπε πως η ευτυχία μας πλάστηκε για να την ζήσουμε μαζί. Ναι. Ήταν δυνατή η μουσική και εγώ δεν τον άκουσα καθώς το ψιθύριζε. Όχι. Τον άκουσες κι εσύ, όπως τον άκουσα κι εγώ. Δεν ξέρω για τη μουσική. Τη μουσική δεν την άκουσα, έκανα πως την ακούω. Όπως έκανα τόσα λάθη στη ζωή μου, όπως κι εσύ.


22/12/2010

Δανεικός Ήλιος


Νοέμβρης. Ο τελευταίος μήνας προτού αποχαιρετίσουμε ξανά το πορτοκαλί φθινόπωρο, με την πεσμένη διάθεση και τα προπαρασκευαστικά του φύλλα. Ο μήνας της Παναγιάς και της συγκομιδής, πανσπερμία αστέρων διάτρητων μεσουρανούν πριν τη μεγάλη γιορτή και προμηνύουν ορθόδοξες δεισιδαιμονίες, τρομακτικές και πανάρχαιες για εορτές καλοσωρίσματος της νέας σοδειάς. Παρακάλια στις ύψιστες δυνάμεις στο εκκλησάκι το ερημικό, επισκέψεις επί επισκέψεων και κάποιο τάμα που δεν κατάφερα ποτέ να τελειώσω- έκκληση βοήθειας το ανεκπλήρωτο. 

Ακολούθησα, ωστόσο, τα βραδινά κεράκια, την τρεμάμενη φλόγα τους, φόβος και δέος μπροστά στο άπιαστο «εις έναν θεό» και πέρασα μαζί τους μέσα απ’το φεγγοβολόν δάσος, αφουγκραζόμενη το διάλογο με τον ουρανό και αυτή τη δροσερή και διαυγή ανάσα αργοκαμμένης πίστης. Περπατήσαμε ώρα πολλήν στα ξερόχορτα και δεηθήκαμε στον Κύριο να πνεύσει ούριους άνεμους, σταγόνες ευγονίας και μια μεθυστική αγκαλιά ήλιου για τις ανάγκες των απόκληρων. Φτάσαμε τελικά στο εικόνισμα, τοποθετήσαμε τους άρτους κοντά στο ευλαβικό χέρι, μήπως ξυπνήσει νύχτα ο Άγιος και λαίμαργα μάς παραχωρήσει την πολυπόθητη εύνοιά του. 

Κατόπιν ρίξαμε στο χώμα ό,τι απόμεινε απ’το μυστικό μας δείπνο, έλαιον παρηγοριάς και λίγο σώμα και αίμα Κυρίου- αμελητέα ποσότις το ψίχουλο της ελπίδας. Αργά πάντα, με την προκαθορισμένη αιώνες τώρα τελετουργική λατρεία, μήπως ταράξουμε τον ύπνο κάποιων ξωτικών καταπατητών της λαχταρούσας ευκαρπίας. 10 μερόνυχτα τώρα μετράμε ανάποδα πόσο αντριώθηκαν οι δεήσεις μας, πόσος χρόνος μάς δόθηκε ακόμα να χαμογελάμε κάτω απ’αυτόν το δανεικό ήλιο. Λιτανός φθινοπωρινός ψαλμός λίγο πριν δεχτούμε το χειμώνα.



01/11/2010

Γάμοι


Ο φάρος απέναντι μας περίμενε πάλι. Δεν αργήσαμε να έρθουμε,αυτή τη φορά. Ήμασταν συνεπείς στο ραντεβού μας. 30 μέρες μετά. Ούτε καν μήνας. Δεν τον αφήσαμε να πάει χαμένος,ανεκμετάλλευτος. Τον εγκαινιάσαμε παρέα και θα τον τελειώναμε και μαζί. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ήταν υπόσχεση. Σαν ήρθες στα γνώριμα μέρη μας, με τη γνωστή σου οικειότητα να διαπερνάει κάθε μέρα που δεν υπήρξες εδώ, να την σημαδεύει σαν να υπήρξες, κοιταχτήκαμε τυχαία-νομίζω- λίγο πριν βουτηχτούμε μαγεμένοι στην αιώνια αγκαλιά της γαλάζιας θάλασσας. Και διαπεραστικά θα έλεγα, ένιωσα τη δροσιά της στα σωθικά μου, πρώτα σε μέρη ξύλινα θαρρείς, ανεπηρέαστα, ύστερα στα σημαντικά. 

Και δροσιστήκαμε μαζί κάτω απ’ το Μαγιάτικο ήλιο,εκείνο το ζεστό πρωινό και αφήσαμε στην ίδια θάλασσα όσα μας βάρυναν και πήραμε απ’ την ίδια θάλασσα όσα χρειαζόμασταν για να συνεχίσουμε τούτη τη ζωή. Όταν βαφτίζεσαι ξανά στα ίδια νερά, δεν είναι άραγε γάμος; Δεν είναι συγγένεια εξ’ύδατος, δεν είναι ίδια αύρα; Αυτή η αίσθηση θα μας συντροφεύει πάντα, εκείνη την πρώτη μαγιάτικη μέρα που αποφασίσαμε μαζί να παραδοθούμε στην αγκαλιά της που μας κλείνει ταυτόχρονα και που μας ταξιδεύει στον ίδιο προορισμό, πότε ανάσκελα- ύπτιο δεν το λένε;- πότε μπρούμυτα- θαρρώ- αυτή η ελευθερία θα μας φτάσει ξαναγεννημένους στον ίδιο παράδεισο,μόνο που τώρα, θα τον ονομάζουν αλλιώς... 


30/05/2010