Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Με φόρα αντίθετα


Με φορά αντίθετη. Αυτό ήθελα να γλιτώσω. Κατάλαβες; Τη λάθος διαδρομή που πήρες. Και δε θυμήθηκες να κατέβεις στη στάση που σου είπα, θα περπατήσω, είπες, κι αν κατέβω λίγο πιο μακριά, θα περπατήσω και θα έρθω με τα πόδια, μου αρέσει να περπατάω άνοιξη μέσα στη ζέστη των υακίνθων και το κίτρινο του Απρίλη. Ναι. Μόνο μη χάσεις το δρόμο σου. Να θυμηθείς να έρχεσαι, όσο αργοπορούν τα βήματά σου, αιχμάλωτα βήματα κάποιων γεύσεων παλιών ερώτων, άνθη και δέντρα και φυτά ευωδίασαν ανοιξιάτικα κάποιες αρχαίες λέξεις νοσταλγίας και δε με συμπεριέλαβαν τα γράμματά σου στις παπαρούνες που κόκκινες απ’τα χείλη και το αίμα μου δάκρυσα σαν είδα πως ώρες κάνεις τα λεπτά, με μάγια ξόρκια τα μαγεύεις τα δευτερόλεπτα κι έρχονται και σέρνονται στα πόδια μου αλυσίδες από αμφιβολίες και σκέψεις δεύτερης χρήσης.

Με φορά αντίθετη. Αυτό ήθελα να μη ζήσω. Κατάλαβες; Τη στιγμή που θα συμπορευτούν τα βήματά μας, στο δευτερόλεπτο εκείνο και μετά θα χαθούν ξανά στα παράλληλα και στα αντίθετα που όσο κι αν συνήθισα να τα μετράω τις νύχτες χάρην ευκολίας του καλέσματος της αϋπνίας μου, πάντα έχανα τον αριθμό τους τον πολλαπλασιαστικό. Κι αυτή η ένωση πόσο να διαρκέσει περισσότερο από ένα κοίταγμα; Θα με κερδίζεις πάντα στο παιγνίδι των βλεμμάτων, βλέπεις εγώ τα βλέφαρά μου τα ύφαινα με εικόνες σου και τα κρατάω μέσα μου για να έχω τις νύχτες ένα λόγο να σηκώνομαι καθώς χαράζει, το ανολοκλήρωτο, αυτό που δεν έζησα ακόμα και που η άνοιξη μου υποσχέθηκε ότι θα μου το χαρίσει απλόχερα κάτω απ’τον ήλιο και μέσα στη θάλασσα.

Με φορά αντίθετη. Αυτό ήθελα να αποφύγω. Κατάλαβες; Τη μονολεκτική σου απάντηση και την αδιαφορία σου. Σύρθηκα πολύ σε συναισθήματα γυαλιά που έκοβαν στις άκρες τους κουράγιο και δύναμη να αντικρίζεις τη ζωή και να πιστεύεις ότι αυτή η γωνιά που μου παραχωρήθηκε,σου ανήκει ολόκληρη. Λύγισα πολύ σε δάκρυα, σε ξεχασμένα πατώματα που έχασα το όνομά μου και συλλάβιζα το δικό σου μονάχα, ίσα ίσα για να μπορώ να το προφέρω ξανά, μήπως και ξεχάσω πώς ακούγονται οι φθόγγοι όταν τους προφέρεις στο κενό. Απόκαμα πολύ σε τοίχους κολλημένη να κοιτάζω το απέναντι και να μου χαμογελά μια πόρτα κλειστή, διπλοκλειδωμένη, με σύρτες και λουκέτα, είχες φαίνεται μάθει κι εσύ να οχυρώνεσαι πίσω απ’τους φόβους των μεγάλων ναι. Και δε βυθιστήκαμε ποτέ στη μεγάλη θάλασσα, δε μας πήρε ο άνεμος ποτέ ένα ταξίδι στο βυθό, δεν απλωθήκαμε ποτέ κάτω από ήλιους που έλαμπαν, δεν περπατήσαμε ποτέ στις παπαρούνες που έβαψα για να μυρίζεις το αίμα μου, δεν κοιταχτήκαμε ποτέ στα σκοτεινά καλοκαίρια κάτω απ’την πανσέληνο, ποτέ. Κουράστηκα πολύ να περιμένω το ανεκπλήρωτο, δοσμένη στους ολόκληρους κύκλους που επ'άπειρον θα καταλήγουν και πάλι εκεί απ'όπου ξεκίνησαν. Προσαρμόζομαι. Στο λίγο, στο ελάχιστο. Στο καλά προσφερόμενο, μην επιδιώκοντας πια κύκλους να βρω. Και με αυτό το λίγο σου θα σταθώ κι εγώ να μυρίσω τα γιασεμιά, καθώς έρχομαι να σε βρω, αν αργοπορήσω να 'ρθω να μη με ψάξεις. Ίσως με πλάνεψαν κι εμένα τα ανθισμένα τριαντάφυλλα, τα απρόσφερτα, που γέννησαν χαμόγελα  και μόνο στην υποψία της ύπαρξής τους. 

Καταλαβαίνεις τώρα τι σου λέω; Τι ήθελα πάντα να σου πω; Τι ήθελα πάντα να αποφύγω; Να βάζω άμυνες σε όσα έρχονται με φόρα αντίθετα.