Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Καινός

Και είπεν ο Θεός, σάρκα από τη σάρκα μου, αίμα απ’το αίμα μου. Και ήπιαν οι θνητοί το αθάνατο νερό της αιωνιότητας. Και ερωτεύτηκαν τον Παράδεισο με τις όμορφες κοπέλες, τα λουλούδια που ανθίζουν στην αιώνια άνοιξη, το μεθυστικό κρασί που παρέσυρε τους Ρωμαίους και εσένα που η σάρκα σου απ’τη σάρκα μου και το αίμα σου απ’το αίμα μου κυλάει ακόμα στις φλέβες. 

Και είπεν άλλοτε σε άλλες γραφές για την εικόνα και ομοίωση της θέωσης, μα τι μπορούν οι γραφές καλύτερα να σου πουν απ’τις εικόνες και τις ομοιώσεις των γυναικών αυτών που στα μάτια τους περιγράφηκε ο Παράδεισος όταν ενώθηκαν με τη σάρκα σου και το αίμα σου;

Και είπεν ο Κύριος των Ουρανών για το μεγάλο ύπνο που σαν κοιμηθείς λυτρώνεσαι και κατανυχτικά βαδίζεις προς την αιωνιότητα, ευλαβικά, στο χέρι κρατώντας λίγο έλαιο και άρτο, κρασί και χώμα, γιατί τα πεπερασμένα και τα εφήμερα στον κάτω κόσμο μάθαμε πως πρέπει να τα γλεντάς.

Και είπεν ότι αυτή εστί η βασιλεία των Ουρανών και έδωσαν οι ουρανοί ποτάμια δακρύων, χειμάρρους χαράς, θάλασσες συναισθημάτων αξέπλυντων, στιγματισμένων βαθιά στο δέρμα του ανθρώπου, παίρνεις μαζί τα γήινα που σε σημάδεψαν στο δέρμα το θνητό, σάρκα από τη σάρκα μου και όπως κυλάνε οι ουρανοί τα δάκρυά τους στα ίδια ποτάμια λούζεσαι για τελευταία φορά και πρώτη με αίμα απ’το αίμα μου.




                                                

14/11/2013

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Η λέξη

Ποιες λέξεις μπορούν τώρα να σε περιγράψουν; Ποιες σύντομες λέξεις; Ποια ζωή; Από ποια ταχεία περιγραφή να περάσω τη ζωή σου που έδωσε το αίμα της για να μεγαλώσω και να σου κρατάω σφιχτά το χέρι; Ποια λέξη μπορεί να σημαίνει όλα αυτά που περάσαμε μαζί; Ποια λέξη να πω τώρα, που απ’τα χείλη μου έσβησε μια για πάντα τη λέξη που σε προσφωνούσα πάντα, λέξη που έκλεινε μέσα της όση αγάπη μου πρόσφερες απλόχερα όταν με πήρες απ’το χέρι μικρό παιδί για να με πας στο σχολείο και με συμβούλευες να μη μιλάω σε αγνώστους και δε με άφηνες ποτέ μόνη στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, ακόμα και τα 2 στενά που μας χώριζαν ήθελες να τα περπατήσουμε μαζί, φοβόσουν μήπως το μόνο σου εγγόνι πάθει κάτι στο δρόμο, μήπως και οι φόβοι σου επαληθευτούν, φόβοι υψωμένοι εις το διπλάσσιο, επιβεβαιώνοντας την παροιμία «του παιδιού μου, το παιδί...».

Κι ύστερα είναι και οι περιπέτειες του φαγητού. Σαν μου έφτιαχνες 10 φαγητά τη μέρα, μήπως και δε μ’άρεσε κάποιο και με κυνήγαγες με το πιρούνι να φάω, μια μπουκιά για τη μαμά έλεγες, μια για τον παππού, μια και για σένα που μ’αγαπάς. Και τα Χριστούγεννα; Και οι Πρωτοχρονιές; Όλες στολισμένες απ’τα γεύματα που πρόσφερες απλόχερα στον κάθε ένα, το βασίλειό σου το νοικοκυριό και η περιποίηση των άλλων, πάντα οι άλλοι πρώτα, πάνω απ’όλα, κάθε τι παραπάνω να εξυπηρετηθεί, να περιποιηθεί όπως του αξίζει, να ξεκουραστεί κι ας κουραζόσουν τόσο εσύ. Κάθε 1η του χρόνου που κόβαμε τη βασιλόπιτα, κάθε χαρά μου που το φλουρί τύχαινε πάντα σε μένα, θες 5, θες 10, θες 15 χρόνια τέτοια τύχη να έρχεται σε μένα το φλουρί, μόνο εσύ θα μπορούσες να το κάνεις!

Και έπειτα τα χρόνια περνούσαν ώσπου συναντήσαμε πρώτη φορά το θάνατο, το θάνατο εκείνο που σε βύθισε,που σε κράτησε μακριά απ’τον κόσμο, απ’τον εαυτό σου. Τα χρόνια που πέρασαν και μας έδεσαν κι άλλο μαζί, εγώ να κοιμάμαι στο διπλανό σου δωμάτιο, να σου κρατάω παρέα, να ξυπνάμε μαζί και να κοιμόμαστε μαζί, να σου λέω να μου χαμηλώσεις λίγο την τηλεόραση για να μπορώ να κοιμηθώ κι εσύ να την σιωπάς για χάρη μου και να την παρακολουθείς στο αθόρυβο, στο αμίλητο, ίσα ίσα να βλέπεις τις εικόνες να αλλάζουν όσο σιδέρωνες τα ρούχα μου μπροστά της.

Θα ήταν τότε που τέλειωσα το πανεπιστήμιο και σου αφιέρωσα το πτυχίο μου με δάκρυα στα μάτια και εσύ χαμογέλασες και ύψωσες το ποτήρι σου με το κρασί και με φίλησες γεμάτη από χαρά. Κι αν δε σου άξιζε εσένα αυτό το πτυχίο; Εσένα που κάθε φορά που ερχόμουν να δώσω μάθημα μου ευχόσουν να τα γράψω όλα τέλεια «να τα βλέπεις σαν να έχεις μπροστά σου το βιβλίο» μου έλεγες, κι εγώ κάθε φορά που αρίστευα για να σε ευχαριστήσω, να με αγκαλιάζεις, να με φιλάς και να μου δωρίζεις τον κόσμο. Σε κάθε επιτυχία μου έσπευα να στην ανακοινώσω πρώτη, άλλωστε απ’ του παιδιού σου το παιδί οι επιτυχίες μετριούνται πάντα διπλές και η χαρά είναι πάντοτε διπλή.

Και τα χρόνια πέρασαν κι εσύ βυθιζόσουν κι άλλο στον κόσμο, στον κόσμο που δεν κατάφερα εξαρχής να καταλάβω, να προλάβω, να σώσω, να περισώσω έστω ό,τι μπορούσα. Και η μοίρα με έστειλε στην Αγγλία και εσένα στους έμμονους φόβους σου ότι το παιδί κάτι έπαθε, κάτι του συμβαίνει, λες και το σύμπαν σου ολόκληρο τριγύριζε μόνο γύρω απ’τη δική μου έννοια. Και ο χρόνος πέρασε και όταν γύρισα να σε αντικρίσω, κατάλαβα. Κατάλαβα πως έπρεπε να τρέξω, να προλάβω, να σώσω, να περισώσω έστω ό,τι μπορούσα. Άρχισα να διαβάζω μανιωδώς, να ψάχνω, να βρίσκω λύσεις, να έρχομαι σε επαφές. Σου ανακοίνωσα πως για σένα θα ξεκινήσω καινούργιες σπουδές, θα τις αφιερώσω όλες σε σένα και το έκανα. Ερχόμουν κάθε φορά να σου πω τα νέα μου και κάθε φορά τα άκουγες σαν να ήταν η 1η φορά και κάθε φορά χαιρόσουν σαν να ήταν η 1η φορά. Και τα χρόνια πέρασαν κι εγώ τελικά κατάλαβα, βρήκα τον τρόπο, βρήκα τη λύση, όχι να σε σώσω, αλλά να περισώσω έστω ό,τι μπορούσα, μα δεν πρόλαβα. Ό,τι ήταν να γίνει έγινε πριν προλάβω. Είδα. Κατάλαβα. Μα δεν πρόλαβα. Κι εσύ βυθισμένη στον εαυτό σου, κάθε φορά που σε ρωτούσα να μου πεις για τα παιδιά σου, έλεγες το δικό μου όνομα, το δικό μου όνομα για παιδί σου, γιατί του παιδιού σου το παιδί...

Και τα μάτια έκλεισαν. Ταξίδεψε η ψυχή σου. Ηρέμησε. Γαλήνεψε, ένα όμορφο ηλιόλουστο απόγευμα του Σεπτέμβρη, την ώρα που εγώ και το παιδί σου γαληνεύαμε μαζί, ήρθες κι εσύ, να ξεκουραστείς μαζί μας. Ήρθες να μας βρεις την ώρα που ηρεμούσαμε κι εμείς, να ηρεμήσεις την ψυχή σου δίπλα μας και δίπλα στη θάλασσα, που σε πήρε, που μας παίρνει όλους,που θα μας ταξίδεψει μια μέρα και θα βρεθούμε και θα ‘ναι όλα όπως όταν ήμουν μικρό παιδί,που απ’το χέρι με κράταγες για να με πας στο σχολείο, που μου μαγείρευες του κόσμου τα φαγητά και που κάθε χρόνο τύχαινες σε εμένα το φλουρί για να χαρώ. Ποια λέξη να σε περιγράψει όταν έσβησε απ’τα χείλη μου το όνομα σου, γιαγιά;


24-09-2013

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Άνθρωποι

Με ρωτάς γιατί. Γιατί απλώνω το χέρι στο χώμα. Γιατί το αφήνω να περάσει μέσα απ’τις παλάμες μου, τα ακροδάχτυλά μου, το νερό. Γιατί τον κρατάω τον αέρα στη χούφτα μου και τον ανασαίνω τα βράδια με λυγμούς και με ζεστές αγκαλιές παρηγοριάς- λόγια ανέφικτα μπορεί, μα που θα φέρουν ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη. 

Με ρωτάς γιατί. Γιατί προσφέρω γιασεμιά σε κήπους που μαράθηκαν, γιατί δε στρέφω το βλέμμα μου αλλού, στους καθρέφτες του κόσμου που έχτισαν για να αυτοθαυμάζονται οι εγωισμοί και να ξεχνιούνται οι προθέσεις. 

Με ρωτάς γιατί. Γιατί θα περάσει έστω και σε λεπτά λιγοστά η σκέψη του χαμένου παραδείσου, η αγωνία της επανάκτησής του, η λαχτάρα για να συμβάλλει η ύπαρξή μου σα στυλοβάτης στα όνειρα που μισογκρεμίστηκαν και χάλασαν. 

Με ρωτάς γιατί. Γιατί ενώ πέρασα απ’τον ωκεανό ξαναγυρίζω. Γιατί ενώ με ξέβρασε η θάλασσα, θέλω να επιστρέψω μες τη φουρτούνα της. Γιατί ενώ σώθηκα απ’του ήλιου το κάψιμο δε βυθίζω το κεφάλι μου στο βυθό της μοναξιάς μου. Γιατί όσο και αν φουντώνει ο αέρας της απάθειας, τα μαλλιά μου δεν κουνιούνται στους ρυθμούς του. Γιατί δεν αγνοώ, δεν περιφρονώ, δεν καταδικάζω στη μοίρα τα χέρια που μου απλώνονται για να σωθούν απ’τις αντάρες. Ίσως γιατί ξέρω ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ένα ζώο. Ένα ζώο που μπορεί να κοιτάζει ουρανό, αλλά πατάει στις λάσπες. Κι αυτές τις λάσπες χρειάζεται πολύ νερό για να ξεπλυθούν.




14/09/2013

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Καλοκαίρια

Με ρωτάς γιατί μ'αρέσει το καλοκαίρι.
Γιατί το καλοκαίρι κρατάει λίγο, σου απαντώ.

Με ρωτάς γιατί μ'αρέσει να μυρίζω τα λουλούδια και να χαϊδεύω το χώμα.
Γιατί η ζωή είναι όπως το χώμα, όσο την κρατάς σε λερώνει και χρειάζεσαι το νερό της θάλασσας για να ξεπλυθείς, όσο περισσότερο συνδέεσαι μαζί της τόσο πιο εύκολα προσαρμόζεις το άγγιγμά σου στο θνητό που θα σε πιει, γιατί η ζωή κρατάει λίγο, σου απαντώ.

Με ρωτάς γιατί μ'αρέσει να γεύομαι την αλμύρα της θάλασσας απ'τα χείλη σου.
Γιατί το όνομά μου στα επιτονισμένα χείλη σου έχει μια γεύση αλμύρας και ένα τονό χαράς, θαρρείς πως χορεύουν οι συλλαβές στο πέρασμά τους, αλήθεια εκείνη τη σταγόνα νερού θέλω να την γευτώ απ'τα χείλη σου γιατί η αλμύρα του ονόματός μου κρατάει λίγο, σου απαντώ.

Με ρωτάς γιατί τα δειλινά μελαγχολώ γλυκά και βυθίζω το κορμί μου στη θάλασσα μέχει να δω τον ήλιο σου να δύει.
Γιατί το βύθισμά του ήλιου σου μες τη θάλασσά μου, όσο κρατάει το φιλί σου στα χείλη μου, όσο μου παραδίνεσαι πριν μου κρυφτείς και πάλι, όσο φως μου προσφέρεις για να με κάνεις να ξεχάσω τα λάθη μου κρατάει λίγο, σου απαντώ.

Με ρωτάς γιατί τις νύχτες ξαπλώνω το κορμί μου στα βότσαλα και κοιτάω τ'αστέρια.
Γιατί ο ουρανός που μας χαρίστηκε όσο απέραντο τον βλέπουν τα μάτια σου, όταν τον αντικρίζεις με τα αστέρια του κρατάει λίγο, σου απαντώ.

Με ρωτάς γιατί το λευκό μου φόρεμα το κρατάω μόνο για σένα.
Γιατί το λευκό στον κόσμο τούτο κρατάει λίγο, σου απαντώ.

Με ρωτάς γιατί μ'αρέσει η σιωπή το ξημέρωμα.
Γιατί η σιωπή σου διαβάζεται με μάτια κλειστά και ο ήχος της φωνής σου μπερδεύεται με τον αέρα του καλοκαιριού, δε θυμάμαι αν άκουσα καλά τα λόγια σου, νομίζω μου είπες μ'αγαπάς καθώς ανέτελε ο ήλιος, συγχώρεσέ με σου ψιθυρίζω που μετέφρασα την επιθυμία μου για δική σου, αλλά η σιωπή στον κόσμο τούτο κρατάει λίγο, σου απαντώ.

Με ρωτάς γιατί το φθινόπωρο δε θέλω να ζω.
Γιατί για όλους εμάς που έχουμε ζήσει το σκοτάδι, δεν αντέχουμε ούτε το μικρό σύννεφο που θα σκεπάσει τον ήλιο μας, σου απαντώ.

07/07/2013

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Εν τάχει

Ο δρόμος του γυρισμού ήταν άραγε τόσο μακρύς που έπρεπε να τον διασχίσεις μοναχός σου; Πέρασες από διάβατους δρόμους, άσφαλτα συναισθήματα ή μήπως λερώθηκαν τα παπούτσια σου με το κόκκινο της χωμάτινης συνείδησης; Όσα παρέλειψες να ζήσεις μαζί μου σε ποιο τρένο που δε θα ανέβουμε μου ζητάς να σου πω εν τάχει;


Λέγεται ποτέ η ζωή περιληπτικά, μπορείς να συμπτύξεις το λάγνο συναίσθημα, το δέσιμο των δαχτύλων, τα άστρα από όπου έπεσα κρυφά για να κάνω το χατήρι στην ευχή μου, μπορείς να συμπτύξεις το μόχθο στα εργοστάσια της λήθης που δούλευαν μέρα-νύχτα, αδιάκοπα, για να περάσει στη σφαίρα της ανυπαρξίας το πολυπόθητο όνομά σου;


Δε λέγονται καλέ μου στο πόδι όσα έδωσαν αίμα στο σώμα σου να ζήσει, δεν περιλαμβάνονται στα "γρήγορα", όσα βασανιστικά αργά πέρασαν από πάνω σου αφήνοντας τη σφραγίδα τους αποτύπωμα στο θνητό όνομά σου. Μη μου ζητάς λοιπόν να σου διηγηθώ περιληπτικώς, συνοπτικώς και εν τάχει την ιστορία μου που δεν έζησες. Πες πως μέχρι να ξαναρθείς εγώ ήμουν νεκρή.


Μάιος 2013

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Με φόρα αντίθετα


Με φορά αντίθετη. Αυτό ήθελα να γλιτώσω. Κατάλαβες; Τη λάθος διαδρομή που πήρες. Και δε θυμήθηκες να κατέβεις στη στάση που σου είπα, θα περπατήσω, είπες, κι αν κατέβω λίγο πιο μακριά, θα περπατήσω και θα έρθω με τα πόδια, μου αρέσει να περπατάω άνοιξη μέσα στη ζέστη των υακίνθων και το κίτρινο του Απρίλη. Ναι. Μόνο μη χάσεις το δρόμο σου. Να θυμηθείς να έρχεσαι, όσο αργοπορούν τα βήματά σου, αιχμάλωτα βήματα κάποιων γεύσεων παλιών ερώτων, άνθη και δέντρα και φυτά ευωδίασαν ανοιξιάτικα κάποιες αρχαίες λέξεις νοσταλγίας και δε με συμπεριέλαβαν τα γράμματά σου στις παπαρούνες που κόκκινες απ’τα χείλη και το αίμα μου δάκρυσα σαν είδα πως ώρες κάνεις τα λεπτά, με μάγια ξόρκια τα μαγεύεις τα δευτερόλεπτα κι έρχονται και σέρνονται στα πόδια μου αλυσίδες από αμφιβολίες και σκέψεις δεύτερης χρήσης.

Με φορά αντίθετη. Αυτό ήθελα να μη ζήσω. Κατάλαβες; Τη στιγμή που θα συμπορευτούν τα βήματά μας, στο δευτερόλεπτο εκείνο και μετά θα χαθούν ξανά στα παράλληλα και στα αντίθετα που όσο κι αν συνήθισα να τα μετράω τις νύχτες χάρην ευκολίας του καλέσματος της αϋπνίας μου, πάντα έχανα τον αριθμό τους τον πολλαπλασιαστικό. Κι αυτή η ένωση πόσο να διαρκέσει περισσότερο από ένα κοίταγμα; Θα με κερδίζεις πάντα στο παιγνίδι των βλεμμάτων, βλέπεις εγώ τα βλέφαρά μου τα ύφαινα με εικόνες σου και τα κρατάω μέσα μου για να έχω τις νύχτες ένα λόγο να σηκώνομαι καθώς χαράζει, το ανολοκλήρωτο, αυτό που δεν έζησα ακόμα και που η άνοιξη μου υποσχέθηκε ότι θα μου το χαρίσει απλόχερα κάτω απ’τον ήλιο και μέσα στη θάλασσα.

Με φορά αντίθετη. Αυτό ήθελα να αποφύγω. Κατάλαβες; Τη μονολεκτική σου απάντηση και την αδιαφορία σου. Σύρθηκα πολύ σε συναισθήματα γυαλιά που έκοβαν στις άκρες τους κουράγιο και δύναμη να αντικρίζεις τη ζωή και να πιστεύεις ότι αυτή η γωνιά που μου παραχωρήθηκε,σου ανήκει ολόκληρη. Λύγισα πολύ σε δάκρυα, σε ξεχασμένα πατώματα που έχασα το όνομά μου και συλλάβιζα το δικό σου μονάχα, ίσα ίσα για να μπορώ να το προφέρω ξανά, μήπως και ξεχάσω πώς ακούγονται οι φθόγγοι όταν τους προφέρεις στο κενό. Απόκαμα πολύ σε τοίχους κολλημένη να κοιτάζω το απέναντι και να μου χαμογελά μια πόρτα κλειστή, διπλοκλειδωμένη, με σύρτες και λουκέτα, είχες φαίνεται μάθει κι εσύ να οχυρώνεσαι πίσω απ’τους φόβους των μεγάλων ναι. Και δε βυθιστήκαμε ποτέ στη μεγάλη θάλασσα, δε μας πήρε ο άνεμος ποτέ ένα ταξίδι στο βυθό, δεν απλωθήκαμε ποτέ κάτω από ήλιους που έλαμπαν, δεν περπατήσαμε ποτέ στις παπαρούνες που έβαψα για να μυρίζεις το αίμα μου, δεν κοιταχτήκαμε ποτέ στα σκοτεινά καλοκαίρια κάτω απ’την πανσέληνο, ποτέ. Κουράστηκα πολύ να περιμένω το ανεκπλήρωτο, δοσμένη στους ολόκληρους κύκλους που επ'άπειρον θα καταλήγουν και πάλι εκεί απ'όπου ξεκίνησαν. Προσαρμόζομαι. Στο λίγο, στο ελάχιστο. Στο καλά προσφερόμενο, μην επιδιώκοντας πια κύκλους να βρω. Και με αυτό το λίγο σου θα σταθώ κι εγώ να μυρίσω τα γιασεμιά, καθώς έρχομαι να σε βρω, αν αργοπορήσω να 'ρθω να μη με ψάξεις. Ίσως με πλάνεψαν κι εμένα τα ανθισμένα τριαντάφυλλα, τα απρόσφερτα, που γέννησαν χαμόγελα  και μόνο στην υποψία της ύπαρξής τους. 

Καταλαβαίνεις τώρα τι σου λέω; Τι ήθελα πάντα να σου πω; Τι ήθελα πάντα να αποφύγω; Να βάζω άμυνες σε όσα έρχονται με φόρα αντίθετα.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Φταίω


Φταίω. Γράφε.
Για τις νύχτες με πανσέληνο που τις μέτρησα όλες μακριά σου κι ας ήθελα να τις δούμε αγκαλιά, σε απομάκρυνε κάποια ενοχική δειλία, κάποια αφοσίωση στην πίστη της αγάπης που δεν πρέπει να διασκορπίζεται αριστερά και δεξιά, άστοχα.

Φταίω. Γράφε.
Για τις μέρες τις ηλιόλουστες που με έκαιγε ο ιδρώτας της απουσίας σου και με το αλάτι στα μάτια έκανα πως δε σε βλέπω κι ας σε σχημάτιζε η θάλασσα εικόνα δικιά σου κι απαράλλαχτη της φοράς που μου χαμογέλασες για πρώτη φορά.

Φταίω. Γράφε.
Για όσες σκέψεις ακατόρθωτες ανάθρεψα μέσα στο μυαλό μου και τις τάιζα απ’το αίμα της προσδοκίας ενός έρωτα που μου έταξες κι είδα σιγά σιγά να ελαττώνει, να λιγοστεύει το όνειρο- τιμωρός της σκοτεινής αργοπορίας μου.

Φταίω. Γράφε.
Για τις διαθέσεις που προσέφερες να μου υπερ-παρέχεις και δεν άφησε η πίστη στο αδύνατο, το θνητό σώμα να γίνει χώμα με χώμα, νερό με νερό, αέρας με αέρα, φωτιά με φωτιά και να μας κάψει για μια ακόμα φορά με τον τρόπο που ήθελες.

Φταίω. Γράφε.
Και μη σταματάς. Έχω πολλά να σου πω για λάθη του παρελθόντος, του μέλλοντος απουσίες που θα γευτώ. Όμως, για να έχω γράψει το μέλλον σου για να έχω επηρεάσει τη μέρα σου, για να στέκεσαι σαν ακίνητη απουσία και να ντύνεσαι το ψέμα σου και να ξεγυμνώνεις την αλήθεια μου για να αντέξεις το δράμα σου, πάει να πει πως κάπου έφταιξες κι εσύ.
Γι αυτό στο τέλος της σελίδας σου σημείωσε και με ψιλά γράμματα και τούτο: συγχωρώ σημαίνει αφήνω χώρο να σταθεί η ψυχή μου στο άδειο δωμάτιο.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Για την άνοιξη,πριν την άνοιξη...


Κοντεύει η άνοιξη είπες.
Κοντεύει.
Ποιος να σου αρνηθεί το ανύπαρκτο;

Ζεστή μέρα με ξεγέλασε σήμερα. Είναι κι αυτός ο ήλιος, δαμαστής των μελαγχολικών ορμήσεων, των επιπόλαιων βέλων αισθημάτων, έτσι όπως εξστομίζονται εξακολουθητικά και συνεχόμενα, όπως έραβε θυμάμαι στα παλιά χρόνια η πρόγονος μάνα τα υφαντά προικιά- να μη σε δει ο ξένος κόσμος απογυμνωμένη από παρελθόν και σε θεωρήσει στόχο εύκολο. Ελεύθερα περάστε, να σαρώσετε τον κόσμο μου, τα ψίχουλα που σας πέταξε η απληστία σας να τα μαζέψετε κι αυτά, μη λογαριάζετε τον ήλιο τον ανοιξιάτικο, ποια άνοιξη σου είπα άλλωστε, κοντεύει είπες- διαψευστής και ψεύτης των παλαιότερων ήλιων που μας έκαψαν μαζί.

Κι αυτός ο δρόμος που με φέρνει ξανά και ξανά στη θάλασσα, μη θαρρείς πως ξεγελάστηκα, η θάλασσα δεν είναι ήλιος, ξέρω καλά τα βήματα της θάλασσας, ξέρω καλά σε ποια στροφή κύμα να γυρίσω το κορμί μου μη με βρέξει ολάκερη η υδάτινη απουσία. Γουλιά γουλιά να πίνω το επώδυνο κι αυτή η γεύση της αρμύρας στα χείλη σου εκεί θα είναι ακόμα, πρώτα να βρέξεις λίγο με τις παλάμες σου την κοιλιά σου κι ύστερα την καρδιά, μετά αποθεώσου εύχαρις στην αιώνια λήθη σου που ανθρώπους σαν κι εμένα έγδυσε και πέταξε και άδειασε. Εμπρός παρακαλώ, το πρώτο βήμα κάντο εσύ, προσεκτικά, με μέθοδο συγχρόνισε τους χτύπους σου με το ρυθμό της θάλασσας- μη σε έβρει το αιώνιο, χωμάτινο θνητό και σε λούσει με ενοχές. Εγώ ακολουθώ, μη νοιάζεσαι. Εγώ μια κι έξω το δέχομαι το απεριόριστο. Να με βρέξει από άκρο σε άκρο να μ’αγκαλιάσει στα ολόκληρα που ένιωσα, να με ξεχάσει στη μετάνοια, να με ξεπλύνει στην ευπιστία των λόγων σου, μη και καταλάβω πως δε βάσταξες τη θάλασσα που σου προσέφερα.