Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Γειτονιά


Τα τελευταία 60 χρόνια η οικογένειά μου ζει στην ίδια γειτονιά. Στον ίδιο δρόμο. Στο ίδιο σπίτι. Μέσα από τις παιδικές αφηγήσεις της μητέρας μου, νιώθω ότι έχω μεγαλώσει δύο παιδικές ηλικίες εδώ. Τα τελευταία 60 χρόνια ο δρόμος που με μεγάλωσε είναι ίδιος, για μένα είναι σαν να μη μεγάλωσε ποτέ κι ας τον κοιτάω τώρα 23 χρόνια μετά κι ας νοσταλγώ να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο και μπάσκετ σ’αυτόν το δρόμο, να ανοίγω διστακτικά τις πόρτες των γειτόνων για να μαζέψω την μπάλα που παράπεσε, να οργανώνω κατασκοπίες στις γειτονικές αυλές γιατί το μυστήριο θρέφει τα νιάτα, να βγαίνω στη διασταύρωση με μια σφυρίχτρα και να κάνω τον τροχονόμο στα διερχόμενα αυτοκίνητα, να πηγαίνω κάθε απόγευμα σπανακόπιτα στην κυρία Άννα και στον κύριο Νίκο στη γωνία του δρόμου και να τραγουδάω μαζί τους και να με λοξοκοιτάνε οι φίλοι που εγώ τους αποκαλούσα έτσι όταν ο υπόλοιπος κόσμος τους έλεγε Βίσση-Καρβέλας, να πηγαίνω κάθε μεσημέρι στο διπλανό σπίτι για να γεμίσω μια κανάτα κρασί από το κρασί παραγωγής του γείτονα, που μέχρι πρότινος ήταν ένα παλιό χαμόσπιτο με κεραμίδια που πέταγα τα νεογιλά δόντια στα κεραμίδια του, με κοτούλες, φρέσκα αυγά, στάβλο, άλογα και βαρελίσιο κρασί, με όμορφες γάτες να μου νιαουρίζουν να τις ταίσω και να τις χαϊδέψω, να ξαναμιλήσω με τη Δάφνη το κορίτσι που μένει στην άλλη γωνία του δρόμου και κανείς δεν την έκανε παρέα στο σχολείο γιατί δεν περπατούσε όπως τα άλλα παιδιά και μια μέρα φοβήθηκα και εγώ που πάντα έκανα παρέα μαζί της και ρώτησα τη μαμά μήπως αρχίσω κι εγώ να μην περπατάω καλά από αύριο. 

Τα τελευταία 60 χρόνια ο δρόμος που με μεγάλωσε είναι ίδιος, αλλά πλέον δεν υπάρχει εκείνο το χαμόσπιτο, ούτε ο στάβλος με τα άλογα, δεν υπάρχει το κρασί τους, δεν υπάρχουν οι ίδιοι, υπάρχει ένα καινούργιο σπίτι, μεγάλο και άσπρο, σύγχρονο αλλά δεν υπάρχει πια η κόρη τους να το χαρεί, υπάρχει απλά ένα σπίτι που θα το πουλήσουν και κάποιοι θα ζήσουν εκεί στο μπετόν που έθαψε τις παιδικές μου αναμνήσεις και θα ζούνε αγνοώντας τι είναι αυτό το σπίτι και την ιστορία του και πλέον δεν υπάρχουν παιδιά να παίξουμε στους δρόμους και κάπου έχασα και τη σφυρίχτρα μου νομίζω. 

Και οι δίπλα απ’την άλλη μεριά λιγοστεύουν κι αυτοί επικίνδυνα όσο περνάνε τα χρόνια,αλλά εδώ θα μου πεις εγώ ακόμα κλειδώνω καλά τις πόρτες στο κάτω σπίτι και κατεβαίνω να αερίσω τα δωμάτια και τα βράδια ακούω βήματα κι ας μένουν πια εκεί μόνο οι αναμνήσεις μου. Με μεγάλωσε απότομα αυτή η γειτονιά τελικά, αυτός ο δρόμος. Σα να τα έζησα όλα και τα 60 χρόνια.


Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η πόλις

Η πόλις θα σ’ακολουθεί πάντα. Η πόλις. Η σκέψη σου, η ιδέα σου, η αξία σου, η συνήθειά σου,η εμπειρία σου, η γνώση σου, η άγνοιά σου – προπαντός η άγνοια σου-, η θέλησή σου, η ελπίδα σου. Τελευταία η ελπίδα. Εκεί που πεθαίνει, άλλωστε. Είπες: θα πάγω σ’άλλη γη, θα πάγω σ’άλλη θάλασσα. Μα η γη δεν αλλάζει το χώμα της εύκολα,ούτε η θάλασσα τα νερά της. Στα ίδια σπίτια θα γερνάς, στις ίδιες θάλασσες θα λούζεις τις ενοχές σου για το της ελπίδας το αύριο που πέρασε μέσα απ’τα δάχτυλα σου και δεν πρόλαβες να το συγκρατήσεις δυό λεπτά. 

Όπου τα μάτια σου γυρίσεις, όπου κι αν δεις, ερείπια μαύρα της ζωής σου θα δεις που τόσα χρόνια ρήμαξες και χάλασες. Θα αλλάξω ψιθύρισες κάτι βροντερές καλοκαιρινές Κυριακές στον ουρανό. Φευ. Πώς να αλλάξουν έτσι τα ερείπια; Ποιο δοκάρι ελπίδας έπεσε θαρρείς για να προλάβεις εσύ στηλοβάτης του και ισορροπιστής του να το αδράξεις πριν πέσει, να το αναστηλώσεις σε θέση καίρια, άρτια, σταθερή, καινούργια; 

Το ερείπιο είναι η θέση σου. Ίσως μες το χαλασμό να βρίσκεται καλύτερα ο εαυτός σου. Τα κομμάτια όταν είναι σπασμένα ματώνουν πιο πολύ, αλλά έστω: έχεις πολλούς μικρούς καθρέφτες να αντικρίσεις το μέλλον που φεύγει. Να αποχαιρετήσεις το μέλλον που χάνεις. Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη τη μικρή σ’όλη τη γη την χάλασες.


Προλήψεις

Αργή η νύχτα- επιβραδυντική. 
Δεν είχα ξανακούσει από τόσο νωρίς τα πουλιά να γιορτάζουν τον ερχομό της επόμενης μέρας. Σκέφτηκα: αν τόσο κρατούν τα προεόρτια, ποιος ξέρει ποιο γλυκό κελάηδισμα χαράς θα κλείσει μέσα του την ευτυχία της μεθεπόμενης αργίας; Γιατί ξέρεις, κάθε τι που προϋπαντιέται έτσι, έτσι σκοπεύει χέρι με χέρι, καρπός με καρπό, δάχτυλο με δάχτυλο, ανάσα με ανάσα να σε συνοδεύσει. Είναι σαν το γνωστό Πρωτοχρονιάτικο φόβο. Να τα κάνεις όλα τα ευχάριστα σε μια μέρα. Μα χωράει τόση χαρά σε μια μέρα; Μην μπουκώσουν οι ώρες μονάχα και δε γυρίσει ο λεπτοδείκτης τα βαριά του πόδια και δεν έρθει ποτέ αυτό το αύριο το καινούργιο ελπιδοφόρο που περίμενες.

Προλήψεις. Εμένα καμιά άνοιξη δε μου άνοιξε το δρόμο, αν δεν πέρασε πρώτα μέσα από χειμώνες κι ας έριχνα ρόδα να χαράσσεται ο χρόνος ο πρώτος. Τι πρώτος και δεύτερος! Κανένας χρόνος δε γνωρίζει τι εστί ανθρώπινη ανταγωνιστικότητα. Φτάσω στο τέρμα πρώτη, φτάσω δεύτερη, φτάσω και τελευταία. Κανένας χρόνος δε θα είναι ποτέ τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, απ'τον δικό σου τον παρελθοντικό.




15/05/2012

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Πέρασμα


Κι αν μού ζητούσαν να γράψω μια ιστορία, θα έγραφα τη δικιά μας, ξανά και ξανά. Στις σελίδες της διάβαζα πάντα όσα ποτέ σου δε μού είπες, μα τα ονειρεύτηκα να τα φωνάζεις τις ασέληνες νύχτες που τις κοιτάζαμε μαζί, σε εκείνο το σιωπηλό μπαλκόνι, κάποιας παραθάλλασιας νύχτας. Κι αν με ρωτούσαν αν θα άλλαζα κάτι στην ιστορία μας, δε θα άλλαζα τίποτα. Ούτε καν το τέλος μας, γιατί εγώ προσωπικά, δεν το είδα. Αν το ονειρεύτηκες εσύ, ληστής της σκέψης σου δεν μπορώ να γίνω. Μα τώρα που σε κοιτάζω καλύτερα, βλέπω στα μάτια σου πως τέλος δεν είδες ούτε κι εσύ. Ίσως αν μού ζητούσαν, να τόνιζα ξανά μονάχα εκείνη τη γιορτινή βόλτα κάποιας μεγάλης νύχτας, ορθόδοξης Πέμπτης που πορευτήκαμε στο μυστήριο πιασμένοι μπράτσο με μπράτσο, θαρρείς ο ύψιστος μάς καλούσε παρέα. Όχι, δεν ήταν το προσευχητάρι στο χέρι που κρατήσαμε, ούτε το περιστρεφόμενο κοίταγμα στην ξύλινη σκάλα που ανεβήκαμε αργά, στα δάχτυλα να μην κοπεί εξ’ημών το μέγα μυστήριο. 

Ήταν ίσως τα όμορφα και ακατανόητα για σένα λόγια της χορωδίας, ίσως η μυρωδιά του λιβανιού, θαρρώ πως πάντα έλεγες πως την μπέρδευες με τη δική μου. Κι έπειτα η αναμονή του προσκυνήματος, το τυπικό τελετουργικό των πιστών, για μας ένας ακόμα λόγος να ενωθούν οι ψυχές μας κάτω απ’το βλέμμα που φώναζε όσα τα αυτιά δε θα αντέξουν να ακούσουν ποτέ. Και το σιγοψυθίρισμα του ξενικού ονόματός σου, ξέρω ήταν το καλύτερο σου. Έγινες τώρα ένας από εμάς, όσο το πρόφερες, τόσο χαιρόσουν, σού άρεσε το πώς ακούγεται το όνομά σου στη γλώσσα μου. Την πνευματική και την οργανική. 

Δε θυμάμαι αν είχε φεγγάρι εκείνη τη νύχτα, αυτό ακολουθήσαμε άραγε συνεπαρμένοι καθώς περπατήσαμε πιασμένοι απ’το χέρι; Θυμάμαι να ακολουθώ πάντα το φεγγάρι, θυμάμαι να είσαι πάντα ο συνοδοιπόρος μου, σ’αυτό το ταξίδι, θυμάμαι κάθε μικρή λεπτομέρεια που ξέρω πως κι εσύ δεν έχεις ξεχάσει ως σήμερα. Αν μού ζητούσαν να διηγηθώ μια ιστορία δε θα έλεγα ποτέ το όνομά σου. Δεν είσαι ένα κομμάτι της ζωής μου, είσαι ένα κομμάτι της σκέψης μου κι αυτό σε κάνει πιο ιδιαίτερα τοποθετημένο στον απόρρητο πύργο που έχτισα, για να σε κρύψω απ’τα βλέμματα του κόσμου. Κι αν με μαγεύει κάτι σε σένα είναι ότι αφήνουμε το κλειδί πάντα στο τραπεζάκι αριστερά. Κι όμως, χρόνια τώρα, κανείς μας δεν το έχει χρησιμοποιήσει.




 20-1-2011