Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Ιστορίες απ'την καθημερινότητα- 1η ιστορία


Μακροβούτια  για  μπανιστιρτζήδες
Είναι αυτό που λες «ούτε στον εχθρό σου παιδί μου τέτοια ξεφτίλα». Γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός «όλα έχουν ένα όριο». Έλα μου όμως που κάποια πράγματα, όπως και να το κάνεις ρε παιδάκι μου, θες δεν είναι στο χέρι σου, θες είναι υπεράνω των δυνάμεών σου (όπως έλεγε και ο Βαλμόντ στις Επικίνδυνες σχέσεις, επικίνδυνη ώρα το θυμήθηκα αυτό), θες γιατί ο ύψιστος για όσους πιστεύετε Ύψιστος σε κάνει να φαίνεσαι μια μικρή τρίχα απ’το δασύτριχο στέρνο κάποιου ξεχασμένου νεάτερνταλ αρσενικού, πάντως κάποια πράγματα όπως και να το κάνεις, απλώς δεν ελέγχονται.

Θα πάρω τα πράγματα απ’την αρχή, όχι πολύ αρχή, γιατί η περιγραφή με καύσωνα είναι χειρότερη και από ζαμπόν χωρίς λιπαρά και καλοκαίρι δίχως θάλασσα. Η γράφουσα, γνωστή φαρδόκωλη με εξοχικό εις τας παραλίας, στο οποίο και ξεκαλοκαιριάζει κάθε χρόνο, προς τέρψην των απανταχού τσιμπουριών που την καλοπιάνουν και της κολλάνε για μια θέση στον ήλιο και στη μαγευτική βεράντα με θέα το πέλαγο και των απανταχού κολλητών που ικετεύει να την επισκεφθούν έστω και για δύο μέρες μόνο, για τόσο μόνο, όσο ένα μπάνιο διαρκεί για λίγο μόνο, γιατί τι να σου κάνει αγάπη μου και η θάλασσα και το καλοκαίρι και ο ήλιος και τα δειλινά τα πορτοκαλί και τα μενεξεδιά που για χάρη τους τραγούδησε μέχρι και η Βικάρα (η Μοσχολιού) αν είσαι μόνος σου ολημερίς και ολοβραδύς…μόνος ούτε στον Παράδεισο που λένε. Ένα τέτοιο πράγμα. Την αποφράδα ημέρα λοιπόν, αρχές του καλοκαιριού για τον περισσότερο κόσμο που σαν νορμάλ άνθρωποι μετράνε το καλοκαίρι απ’τον Ιούνιο και όχι απ’τον Απρίλη όπως εγώ που μόλις δω να ζεσταίνει λίγο ο καιρός έχω ήδη βουτήξει στη θάλασσα ιδρωμένη, ξυπνάω το πρωί εις το μαγευτικό εξοχικό και αποφασίζω αφού τουμπανιάσω με πρωινό εφάμιλλου των body-builderάδων που φιλοδοξούν να γίνουν Σουγκλάκοι, και αφού χωνέψω κανά 2ώρο για να μη βρεθώ εκατέρωθεν κανενός μπαρμπουνιού, αποφασίζω να βάλω το μαγιώ μου και να κάνω τα 5 βήματα που μου αναλογούν και με χωρίζουν απ’την πολυπόθητη θάλασσα.

Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι όταν σε τρώει η αφραγκία, όπως και του λόγου μου, ασχέτως αν ο υπόλοιπος κόσμος σε θεωρεί τουλάχιστον απόγονο του Λάτση επειδή έτυχε πριν από 60 τόσα χρόνια ο παππούς σου να κάνει μια επένδυση και να έχεις αυτή τη στιγμή αυτό το εξοχικό εις τας θάλασσας, αγοράζεις λοιπόν μαγιώ απ’την μπουτίκ λάικα. Χωρίς ντροπή, αλλά με απόλυτη περηφάνεια και τιμή πας στη γιούφτισσα την ξεδοντιάρα τη βρωμιάρα της σκας το 10ευρω και παίρνεις 3 νέα συνολάκια. Έτσι στο πιτς φιτίλι. Τώρα σου κάνουν δε σου κάνουν, πρέπει αγάπη μου να έχει εξασκηθεί και ο μάτης σου γιατί αλλιώς παίρνεις τέντα για βυζί κοριτσιού 2 μηνών ή όπως λέει και ο σοφός λαός μας «γουρούνι στο σακί». Η αφεντιά μου λοιπόν κλασική τεμπελχανού και βδελυρό παράδειγμα προς αποφυγή των απανταχού υπερκαταναλωτικών γυναικών, ομοιομάτων της Κάρυ Μπράτσω, δεν αντέχει να περάσει πάνω από 5’ στο οποιοδήποτε κατάστημα ή λαϊκή για να ψωνίσει το οτιδήποτε. Ρίχνω που λες εκεί μια ματιά στο συνολάκι, τσακ μπαμ, το ψωνίζω. Το φέρνω στο σπίτι, το πλένω ίσα με 30 φορές γιατί η υποχονδρίαση μου δεν έχει όρια και σύνορα και ποιος ξέρει οι γιούφτοι με τι βρωμόχερα το έπιασαν το ύφασμα που θα κοσμίσει σε λίγο τας ευαίσθητας περιοχάς μου, εν τέλει το φορώ και με χάρη και έπαρση πάω εκείνη την αποφράδα μέρα του Ιούνη να κολυμβήσω.

Ξεχασμένη δε ότι η ημέρα ήταν Κυριακή, και οι Κυριακές είναι πάντα δύσκολες πάντα, η πλαζζζζ ήταν γεμάτη με παιδάκια, μπρατσάκια, παιγνιδάκια, σωσιβιάκια, σκατουλάκια, γονείς που τσιρίζουν «Κωστάκη όχι τόσο βαθιά παιδί μου», κεφτεδάκια στο τάπερ και λοιπές σκηνές ελληνικής Κυριακής στις παραλίες. Απτόητη εγώ. Δε με πτοούν αγάπη μου τα παιδάκια, που παρόλο που όταν τα βλέπω βγάζω φλύκταινες, ούτε η αγριογκαρίδα τους μέσα στο τύμπανό μου, κάνω πως δεν τα ακούω, τα σνομπάρω κανονικά, ούτε ο άυπνος και κουρασμένος πατήρ τους που τρέχει ωσάν το Βέγγο εντός θαλάσσης για να μαζέψει το μπαλάκι στο ένα, για να φουσκώσει το σωσιβιάκι στο άλλο και για να κάνει κωλοτούμπες το τρίτο. Εγώ, λέω, θα μπουκάρω μέσα (αλά Σαπφώ Νοταρά). Και επειδή το ‘χω δει και χειμερινή κολυμβήτρια τον Ιούνιο είμαι στο 250ο μπάνιο μου οπότε και η θάλασσα μου φαίνεται πιο ζεστή και από το κέντρο της Αθήνας ντάλα Ιουλίου με καυσώνι 50αρι υπό σκιάν. Και ναι φίλε αναγνώστη, εκεί που λούομαι με μακροβούτι αλά Φελπς ο μαγιώς αποφασίζει να κάνει μια πασαρέλα μόνος του και να ακολουθήσει τη δική του τροχιά, ήτοι σε απλά ελληνικά «ξεβρακώνομαι».

Και πετάγομαι κακήν κακώς, άφησα το μακροβούτι στη μέση και αρχίζω έντρομη και πανικόβλητη να ψάχνω το βρακί, το οποίο και βρισκόταν εις τον πάτο της θάλασσας. Ευτυχώς και προς καλή μου τύχη βρισκόμουν στα ρηχά οπότε και το ανασηκώνω ευκόλως, όμως ο εν λόγω μαγιώς δεν ήταν βρακί βρακί ρε παιδί μου, τύπου βάζεις τα δύο σου πόδια στις δύο τρύπες και το ανεβάζεις προς τα πάνω, αλλά δενόταν με σχοινάκια δεξιόθεν και αριστερόθεν. Τα κορδονάκια αυτά είχαν λυθεί αμφότερα και πιστέψτε με αγαπητοί μου φίλοι είναι πιο εύκολο να ξεφύγεις από καρχαρία στον Ειρηνικό, παρά να καταφέρεις να δέσεις αυτά τα διαβολόσχοινα εντός νερού. Γιατί θα μου πεις εσύ τώρα, και γιατί εντός νερού; Ότι τι δηλαδή ρε φιλενάδα; Θα έπαιρνα εγώ σου λέω το βρακί ανά χείρας και υπερήφανα εκτός νερού θα το έσερνα σα λάφυρο, ώστε να μη δώσω ούτε μια ευκαιρία στους παρευρισκομένους εντός και εκτός θαλάσσης να καταλάβουν το ρεζιλίκι μου; Πρέπει να πέρασαν 10 βασανιστικότατα λεπτά όπου το αίμα μου είχε παγώσει, ασχέτως αν ο ήλιος κόρωνε και που μόνο και μια μοναδική σκέψη περνούσε απ’το μυαλό μου «ευτυχώς που δεν είμαι άντρας,  γιατί με όλα αυτά τα μωρά δίπλα μου να πλατσουρίζουν αμέριμνα κι εγώ με τον κώλο έξω, ο πατέρας τους θα με πέρναγε τουλάχιστον για ανωμαλάρα του κερατά».

Ηθικό δίδαγμα: συμβουλή της μανούλας: όταν πηγαίνουμε κάπου να ψωνίσουμε έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και παίρνουμε πράγματα στο νούμερό μας, τα οποία και προνοούμε να τα δοκιμάσουμε προτού επιδωθούμε σε μακροβούτια με άγριες διαθέσεις ενώπιων μωρών (εκτός κι αν πρόκειται για μωρά ηλικίας 18 και άνω)…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου