Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Για την άνοιξη,πριν την άνοιξη...


Κοντεύει η άνοιξη είπες.
Κοντεύει.
Ποιος να σου αρνηθεί το ανύπαρκτο;

Ζεστή μέρα με ξεγέλασε σήμερα. Είναι κι αυτός ο ήλιος, δαμαστής των μελαγχολικών ορμήσεων, των επιπόλαιων βέλων αισθημάτων, έτσι όπως εξστομίζονται εξακολουθητικά και συνεχόμενα, όπως έραβε θυμάμαι στα παλιά χρόνια η πρόγονος μάνα τα υφαντά προικιά- να μη σε δει ο ξένος κόσμος απογυμνωμένη από παρελθόν και σε θεωρήσει στόχο εύκολο. Ελεύθερα περάστε, να σαρώσετε τον κόσμο μου, τα ψίχουλα που σας πέταξε η απληστία σας να τα μαζέψετε κι αυτά, μη λογαριάζετε τον ήλιο τον ανοιξιάτικο, ποια άνοιξη σου είπα άλλωστε, κοντεύει είπες- διαψευστής και ψεύτης των παλαιότερων ήλιων που μας έκαψαν μαζί.

Κι αυτός ο δρόμος που με φέρνει ξανά και ξανά στη θάλασσα, μη θαρρείς πως ξεγελάστηκα, η θάλασσα δεν είναι ήλιος, ξέρω καλά τα βήματα της θάλασσας, ξέρω καλά σε ποια στροφή κύμα να γυρίσω το κορμί μου μη με βρέξει ολάκερη η υδάτινη απουσία. Γουλιά γουλιά να πίνω το επώδυνο κι αυτή η γεύση της αρμύρας στα χείλη σου εκεί θα είναι ακόμα, πρώτα να βρέξεις λίγο με τις παλάμες σου την κοιλιά σου κι ύστερα την καρδιά, μετά αποθεώσου εύχαρις στην αιώνια λήθη σου που ανθρώπους σαν κι εμένα έγδυσε και πέταξε και άδειασε. Εμπρός παρακαλώ, το πρώτο βήμα κάντο εσύ, προσεκτικά, με μέθοδο συγχρόνισε τους χτύπους σου με το ρυθμό της θάλασσας- μη σε έβρει το αιώνιο, χωμάτινο θνητό και σε λούσει με ενοχές. Εγώ ακολουθώ, μη νοιάζεσαι. Εγώ μια κι έξω το δέχομαι το απεριόριστο. Να με βρέξει από άκρο σε άκρο να μ’αγκαλιάσει στα ολόκληρα που ένιωσα, να με ξεχάσει στη μετάνοια, να με ξεπλύνει στην ευπιστία των λόγων σου, μη και καταλάβω πως δε βάσταξες τη θάλασσα που σου προσέφερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου